Στα έργα που επιλέγει, αν τον ιντριγκάρουν η γραφή και ο προβληματισμός, σχεδόν αυτόματα τα φαντάζεται ως θεατρική πράξη. Οι ηθοποιοί με τους οποίους δουλεύει θέλει να δονούνται από την περιέργεια. Οντισιόν δεν κάνει ποτέ, τις κριτικές τις μετράει, στις δημόσιες σχέσεις έχει αλλεργία, στα μακρινά ταξίδια αναζητά την προσωπική του γαλήνη. Σήμερα έχει επιλέξει για τον εαυτό του μια μοναχική ζωή. Βγαίνει ελάχιστα, περνά μεγάλα διαστήματα κλεισμένος στο σπίτι με τις δυο γάτες του, τη Δραχμή και τον Μήτσο, συνεντεύξεις δίνει ελάχιστες γιατί «δεν έχει τίποτα να πει», ενώ το όφελος από μια λαμπρή πορεία στο θέατρο είναι «μόνο η βασανιστική αναζήτηση». Ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης, δεινός εξερευνητής της ανθρώπινης ψυχής, των μάταιων συναισθημάτων, των πιο σκληρών ζητημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία, του υπαρξιακού μας μαραθωνίου, φαίνεται πως τα έχει βρει με τον εαυτό του: ξέρει ποιο κομμάτι από το εγώ του «ταΐζει» με το θέατρο, παραδέχεται ότι ποτέ δεν κατάφερε να γίνει πρακτικός άνθρωπος, δεν μασάει με τον χρόνο που τρέχει και δεν κρύβει πως το μόνο που τον λυγίζει είναι η απώλεια των πιο δικών του ανθρώπων, σαν αυτήν του Λευτέρη Βογιατζή ή του ηθοποιού Κωνσταντίνου Παπαχρόνη.
«Mέχρι τα 45 μου είχα μια λύσσα για ζωή. Ήταν η δύναμη των νιάτων, σε συνδυασμό με μια προσωπική μου τρέλα. Ένιωθα ότι αν έλειπα από κάπου ή αν δεν διαπίστωνα ιδίοις όμμασι κάτι, τότε το έχανα. Έπρεπε να τα ελέγξω όλα. Αυτός ο ίλιγγος και το ξόδεμα μου προκάλεσαν μια τρομερή εξάντληση. Σήμερα δεν αντέχω τίποτε από όλα αυτά. Όταν καμιά φορά μου λένε φίλοι: "Νίκο, πρέπει να ξαναερωτευτείς", τους απαντώ: "Ό,τι δώσαμε, δώσαμε". Με κούρασαν τα ποτά, τα ξενύχτια, τα ναρκωτικά, το σεξ».
Ωστόσο, από τα θεατρικά δρώμενα δεν έλειψε ποτέ. Φέτος αναμετριέται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης με ένα κείμενο –ίσως και με τον εαυτό του– που τον φέρνει αντιμέτωπο με αδυσώπητα ερωτήματα που αφορούν την αγάπη. Στην Eπανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα, το σύγχρονο σπονδυλωτό έργο του Ζοέλ Πομερά, δεδομένα δεν υπάρχουν: η αγάπη στις έντεκα ιστορίες της παράστασης είναι άπιαστη, κυνική, υποκριτική, δραματική και σπανίως ανταποδοτική. Ενώ το τέλος λύτρωση δεν σου εξασφαλίζει. Μόνο μια πικρή υποψία ότι ο Πομερά και ο Μαστοράκης, σε απόλυτη σύμπνοια, σου ψιθυρίζουν: τελικά, η αγάπη δεν υπάρχει.
Οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο αδιάφοροι, πιο σκληροί, πιο συμφεροντολόγοι, αδιαπέραστοι. Από την άλλη, πλέον η λέξη, ως λέξη, χωρίς να κουβαλά τίποτα ουσιώδες, χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά. Την έχουμε ξεφτιλίσει, γιατί χρειαζόμαστε να κάνουμε ότι αγαπάμε.
— Η παράσταση μιλά για την αγάπη ή για το τι συμβαίνει όταν τη χάνουμε;
Εγώ από το έργο ήθελα να μένει ένα ερωτηματικό, διότι και ο Πομερά είναι σαν να μας κλείνει το μάτι ήδη από την πρώτη σκηνή, την οποία έχει πάρει αυτούσια από το Σκηνές από έναν γάμο του Μπέργκμαν. Εκεί η ηρωίδα λέει: «Δεν ξέρω τι σημαίνει αγάπη, γιατί δεν την έχω νιώσει». Μήπως, τελικά, αυτό είναι όλο το νόημα του έργου; Μήπως, τελικά, για να μιλήσουμε για κάτι πρέπει να δούμε τι σημαίνει η έλλειψή του;
— Δηλαδή την πιθανότητα ευτυχισμένης αγάπης να την αποκλείσω;
Αν είναι ευτυχισμένη μια κατάσταση, εκτός από το να την υμνήσεις, δεν μπορείς να τη συζητήσεις, γιατί δεν υπάρχει η εστία του προβλήματος. Στο θέατρο, όπου συνήθως δείχνουμε μια αιχμή των πραγμάτων, η ευτυχία δεν έχει καμία δράση.
— Εγώ πάντα είχα την αίσθηση ότι ποτέ δεν θα πάψετε να ερωτεύεστε.
Κάποτε ο έρωτας ήταν για μένα καύσιμο. Πάντα μου άρεσε να ερωτεύομαι: ανθρώπους, πόλεις, βιβλία. Αλλά πλέον, καθώς δεν θεωρώ πια τον εαυτό μου επιθυμητό, κατεβάζω αυτόματα ρολά. Ο έρωτας δεν είναι ιδέα. Είναι κάτι σωματικό, είναι ένστικτο που μεγαλώνοντας το έχω εκλογικεύσει, όπως κάνουν όλοι εκείνοι που αδυνατούν να ανταποκριθούν σε κάτι. Έχω επιλέξει για τον εαυτό μου τον ρόλο του στραβού ζώου που βγαίνει από την αγέλη.
— Εσείς να ερωτευτείτε ή να αγαπήσετε αναζητούσατε;
Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Η αγάπη καλλιεργείται και θέλει δουλίτσα. Ο έρωτας σου συμβαίνει. Είναι το μοναδικό συναίσθημα που σε καταλαμβάνει. Ούτε το προκαλείς ούτε οι συνθήκες το πυροδοτούν. Σου συμβαίνει χωρίς να κουνάς καν το μικρό σου δαχτυλάκι.
— Αν ήσασταν σε διαφορετική φάση, θα ήταν αλλιώς οι παραστάσεις σας; Φοβάστε τις προβολές που κάνετε όταν σκηνοθετείτε;
Δεν ξεκινάω με στόχο να μιλήσω για τον εαυτό μου. Αλλά είναι αναπόφευκτο. Για παράδειγμα, στην Eπανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα, επειδή είναι μια σπονδυλωτή παράσταση, κατά καιρούς ταυτίζομαι με διαφορετικό κομμάτι. Αλλά, δυστυχώς, σε όλα συναντώ τον εαυτό μου: και σε αυτόν που δεν αγαπήθηκε, και σε αυτόν που προδόθηκε οικτρά, και σε εκείνον που εκλιπαρεί τον άλλον να του δώσει κάτι, και σε αυτούς που διαπιστώνουν ότι η αγάπη δεν υπάρχει, ότι είναι μια επινόηση, ένα είδος αρρώστιας. Γενικά, δεν είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, παρόλο που χαίρομαι τη ζωή, και με τον καιρό διαπιστώνω ότι οι παραστάσεις μου αφήνουν κάτι σκοτεινό.
— Αγαπάμε με τον τρόπο που αγαπηθήκαμε;
Δεν νομίζω. Αν το δεχτώ αυτό, τότε είναι σαν να παραδέχομαι ότι η αγάπη διδάσκεται. Και ότι μπορούν να αγαπήσουν μόνο όσοι έχουν αγαπηθεί. Αλλά εγώ πιστεύω ότι κανείς δεν μπορεί να μας μάθει να αγαπάμε. Η μόνη μάθηση είναι η εμπειρία.
— Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν στιγμές στην παράσταση που το κοινό γελάει. Σας ενοχλεί;
Το θέλω πολύ να γελάει το κοινό. Το γέλιο είναι μια εμφανής συμμετοχή. Ενώ, αντιθέτως, το κλάμα είναι σιωπηλό, δεν το ακούς, και πάντα αναρωτιέσαι σε τι βαθμό άγγιξες τον θεατή.
— Από την κοινωνία μας λείπει η αγάπη;
Αυτό που συμβαίνει στις σύγχρονες κοινωνίες είναι πως η αγάπη είναι ή απαγορευτική ή εξιδανικευμένη. Οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο αδιάφοροι, πιο σκληροί, πιο συμφεροντολόγοι, αδιαπέραστοι. Από την άλλη, πλέον η λέξη, ως λέξη, χωρίς να κουβαλά τίποτα ουσιώδες, χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά. Την έχουμε ξεφτιλίσει, γιατί χρειαζόμαστε να κάνουμε ότι αγαπάμε. Αλλιώς, δεν μπορούμε να επιβιώσουμε κοινωνικά και να δημιουργήσουμε μακροχρόνιες σχέσεις. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Όμως οι δυνατότητες ύπαρξης ενός ανθρώπου είναι άπειρες και δεν απαιτούν πάντα μόνο τη συνθήκη της αγάπης. Αν θέλετε, για μένα μεγαλύτερο ζητούμενο στην κοινωνία μας είναι η κοινή λογική.
— Εσάς δεν σας έτυχε ποτέ να παραμυθιαστείτε;
Έχω καψουρευτεί. Αυτό είναι το παραμύθι που σηκώνω.
— Είναι αυτό που ζούμε τώρα η χειρότερη στιγμή μας;
Ναι. Ανακαλύπτουμε μία από τις πιο δυσάρεστες πτυχές της κοινωνίας μας. Είμαστε αντιμέτωποι, για άλλη μια φορά, με την ταυτότητά μας, καθώς δεν έχουμε καμία σχέση με αυτό που λέμε «Ευρωπαίοι». Δεν έχουμε ένα συγκροτημένο αστικό κράτος με τις δομές και την παθογένειά του. Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ένα αλαλούμ που πολύ δύσκολα αντιμετωπίζεται πια. Είναι σαν αυτό που έλεγε η γιαγιά μου: «Σκεπάζεις το κεφάλι σου, ξεσκεπάζεις τον κώλο σου». Δεν χωράμε ολόκληροι κάτω από το πάπλωμα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα που να τους ευεργετεί όλους.
— Πότε διαπιστώσατε για πρώτη φορά αυτό που έρχεται;
Όταν έφυγα για το εξωτερικό, στην Ελλάδα ζούσαμε την απαρχή του ΠΑΣΟΚ. Όταν επέστρεψα, μετά από δέκα χρόνια παραμονής στη Βιέννη, είχε γίνει ήδη αυτοκρατορία. Είχαμε εγκαταλείψει κάθε ίχνος αθωότητας και αίσθησης πραγματικού. Εκεί τα είδα όλα. Τότε είπα για πρώτη φορά: «Δεν θέλω να ξαναβγώ ποτέ από το σπίτι μου. Δεν θέλω να συμμετέχω σε αυτό το πανηγυράκι. Δεν θέλω να υπάρχω σε αυτήν τη χώρα». Θα μου πεις, γιατί δεν ξαναέφυγα; Για τον ουρανό, όσο γραφικό κι αν ακούγεται. Δεν ήθελα να ξανανάψω το φως στις 9 το πρωί. Είχα να επιλέξω ανάμεσα σε μια χώρα και μια ζωή που δεν άντεχα. Eπέλεξα αυτήν εδώ την ελαττωματική ομορφιά.
— Επιστρέφοντας, θελήσατε να μεταφέρετε στο θέατρο όλη αυτήν τη θεατρική γνώση που πήρατε από το εξωτερικό;
Τα χρόνια της Βιέννης είχα την τύχη να ζήσω τη μεγάλη αναλαμπή των σπουδαίων δασκάλων του θεάτρου. Έτσι, από τις πρόβες του Στρέλερ βρέθηκα στην Ελλάδα και διαπίστωσα πόσο λίγο ήταν αυτό που γινόταν. Από τους γερμανικούς οργανισμούς που εγώ θεωρώ το Χόλιγουντ του θεάτρου, καθώς λαμβάνουν τις υψηλότερες επιχορηγήσεις στην Ευρώπη, βρέθηκα σε μια χώρα που επί δεκαετίες προσπαθεί να κάνει θέατρο μιμούμενη ό,τι υπάρχει έξω. Ήταν ένα τεράστιο πολιτισμικό σοκ. Δεν είναι ότι δεν έχουμε θεατρική παράδοση, στην οποία θα μπορούσαμε να πατήσουμε. Είναι ότι η παράδοσή μας δεν μας αρέσει. Ότι τη θεωρούμε κατώτερη των προσδοκιών. Δεν καταφέραμε να ενσωματώσουμε τη λαϊκότητα στη σκέψη. Στο εξωτερικό τα έχουν λύσει αυτά τα θέματα. Θα θυμίσω πως όταν ο Καρλ Ντράγιερ έκανε το Πάθος της Ζαν Ντ' Αρκ, πήρε τη Ρενέ Φαλκονετί, η οποία ως τότε έπαιζε μπουλβάρ. Και όταν ο Βισκόντι γύρισε την Μπελίσιμα, κάλεσε την Άννα Μανιάνι από την επιθεώρηση. Ο Φασμπίντερ το ίδιο, δούλεψε με όλους τους λαϊκούς ηθοποιούς της Γερμανίας.
— Πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε;
Λόγω έρωτα. Έζησα δέκα μαγικά χρόνια, μάλλον τα καλύτερα της ζωής μου. Τότε, ως ηθοποιός, ήμουν φέρελπις και όλοι μου έλεγαν: «Μα, πώς μπορείς να παρατάς τέτοιες προοπτικές;». Αλλά εγώ σκεφτόμουν ότι το θέατρο μπορώ να το ζήσω και σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, ο έρωτας, όμως, δεν μπορούσε να περιμένει. Έφυγα στα 25 και ουσιαστικά επέστρεψα όταν ο έρωτας τελείωσε.
— Στην υποκριτική δεν σκεφτήκατε να επιστρέψετε ποτέ;
Την εγκατέλειψα γιατί ήταν μια πολύ βασανιστική διαδικασία για μένα. Δεν άντεχα την έκθεση, όπως δεν την αντέχω και τώρα. Περισσότερο έβλεπα τα λάθη που έκανα επί σκηνής παρά τα θετικά. Ήταν σαν να χτυπούσα κάρτα κάθε βράδυ. Ακόμα κι αυτό το καθημερινό πρόγραμμα που άλλοι βαφτίζουν τελετουργία εγώ το έβλεπα ως μια φρικτή υποχρέωση. Προτιμώ να με στήσουν στα δέκα μέτρα και να με εκτελέσουν στο Σύνταγμα παρά να με ξαναδώ στη σκηνή.
— Έτσι στραφήκατε στη σκηνοθεσία;
Δεν ήταν επιλογή. Ήταν μια πρόταση της φίλης μου Μπέτυς Αρβανίτη, η οποία με πήγε μια μέρα να μου δείξει το καινούργιο της θέατρο και μου ζήτησε να σκηνοθετήσω. Αρχικά της είπα ένα μεγαλοπρεπές «αποκλείεται», αλλά σιγά-σιγά με έπεισε. Για χρόνια δεν είχα καμία συνείδηση του ότι ήμουν σκηνοθέτης, ότι έκανα κάτι που ήξερα. Σήμερα μόνο μπορώ να πω ότι το θέατρο το αγαπώ.
— Η εμπειρία που έρχεται με τον χρόνο δεν ήταν ένα σημαντικό δεκανίκι;
Όχι. Σας πληροφορώ ότι κάθε φορά που καταπιάνομαι με ένα έργο νιώθω σαν να με έχουν ρίξει στη μέση του Ειρηνικού. Πανικός απόλυτος. Με τον καιρό το μόνο που κατέκτησα είναι μια αθωότητα με την οποία προσεγγίζω τους ηθοποιούς. Τους λέω ότι η ερμηνεία είναι δική τους αλλά η σκηνοθεσία είναι κάτι που θα κάνουμε μαζί. Θέλω τον ηθοποιό σύμμαχο και συνδημιουργό. Όχι από φόβο ή ευθυνοφοβία, αλλά γιατί το θέατρο είναι ρεφενές.
— Στο ταλέντο σας πότε πιστέψατε;
Γενικά, δεν είμαι άνθρωπος που τα πάει καλά με αυτό που αποκαλούμε ταλέντο. Ποτέ δεν το θεώρησα το μεγαλύτερο προσόν ενός ανθρώπου. Αναγνωρίζω μια κλίση, μια προδιάθεση, αλλά αν αυτό δεν καλλιεργηθεί, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Βλέπει κανείς ανθρώπους με θεϊκά χαρίσματα που ποτέ δεν ξεχώρισαν. Και από την άλλη, συναντάς κόσμο με πολύ λιγότερα προσόντα να φτάνει σε αξιοζήλευτο σημείο μόνο και μόνο γιατί εργάστηκε σκληρά. Γι' αυτό και δεν ψάχνω τους τέλειους ηθοποιούς, αλλά τους πιο περίεργους και αντιρρησίες.
— Με τα χρόνια εμπιστεύεστε ή αμφιβάλλετε περισσότερο;
Από παιδί αμφέβαλλα. Δεν ήμουν και δεν με ενδιέφερε να είμαι σίγουρος για κάτι. Πάντα είχε ερωτηματικά και αμφιβολίες.
— Αλήθεια, παρόλο που για μεγάλα διαστήματα συνεργάζεστε με έναν συγκεκριμένο πυρήνα ηθοποιών, δεν έχετε αυτό που ονομάζουμε δική σας ομάδα.
Κοιτάξτε, είμαι κατά της οικογένειας και, εκτός από τη ζωή, το εφαρμόζω και στο θέατρο. Δεν μου αρέσει η παθογένεια που δημιουργείται στους κόλπους μιας οικογένειας. Δεν θέλω να είμαι μπαμπάς κανενός. Άλλωστε, εγώ πάντα θέλω να φεύγω. Τα πράγματα που με εγκλωβίζουν με απωθούν. Ο πατέρας μου, μέχρι που έφυγε από τη ζωή, μου έλεγε: «Γεννήθηκες και θα πεθάνεις τυχοδιώκτης». Εγώ, πάλι, στον τάφο μου θέλω να γράφει: «Ήταν ένας καλός επαγγελματίας».
— Αν σας πρότειναν να αναλάβετε το ΥΠ.ΠΟ., θα το κάνατε;
Αστειεύεστε; Ούτε με σφαίρες. Μπορεί να ακούγεται ευθυνόφοβο, αλλά εγώ την ευθύνη τέτοιων πραγμάτων δεν τη σηκώνω. Τη Λυδία (Κονιόρδου), για παράδειγμα, την καταλαβαίνω που τόλμησε, διότι είναι μαχήτρια. Εγώ δεν έχω δώσει ποτέ καμία μάχη. Απεχθάνομαι τη βία και δεν θέλω να αντιπαρατεθώ με κανέναν. Πιστεύω βαθιά ότι ο κόσμος αλλάζει μόνο με βία, αλλά από τότε που κατάλαβα ότι μπορώ να πολεμήσω με τις λέξεις, παραιτήθηκα από όλους τους άλλους τρόπους.
— Τελικά, αν όχι η αγάπη, τότε τι μπορεί να ενώσει τη Βόρεια με τη Νότια Κορέα;
Ο χρόνος που περνά. Μόνο που μαζί του περνάμε κι εμείς.
Ιnfo:
Στο έργο του Ζοέλ Πομερά «Η Eπανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» πρωταγωνιστούν οι Χάρης Φραγκούλης, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Μαρία Καλλιμάνη, Κλέων Γρηγοριάδης, Κατερίνα Λυπηρίδου, Ιωάννα Μαυρέα, Δημήτρης Πασσάς. Η παράσταση ανεβαίνει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης: Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα. Έως τις 15 Ιανουαρίου 2017, κάθε Τετάρτη 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο 21:15, Κυριακή 19:00
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια