Οι γονείς μου είναι Πόντιοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στον Μακρύγιαλο της Πιερίας το 1922, εκεί όπου βρισκόταν στην αρχαιότητα η Πύδνα. Πολλά χρόνια πριν πήγα με τον Κρίτα στο Σοχού στην Αμπχαζία, εκεί όπου ήταν η οικογένεια του πατέρα μου, και γνώρισα συγγενείς του. Πήγα και στο Βατούμ στην Αζαρία, στο Αλχασέμι, σ' ένα χωριό όπου ζούσαν η αδελφή της μητέρας μου και τα πρώτα μου ξαδέλφια. Ο πατέρας μου, που εξορίστηκε στη Μακρόνησο και μετά έγινε ψαράς, ήταν ένας σουρεαλιστής, από τον οποίο έμαθα να σέβομαι το μη ορθό, την ανατροπή. Από τη μάνα μου έμαθα την οργάνωση – σήμερα είναι 97 χρόνων. Της μίλησα προχθές στο τηλέφωνο και με ρώτησε πού ήμουν. «Στη Ρωσία» της απάντησα. «Τι έκανες εκεί;» μου λέει. «Τις Βάκχες» της απαντώ και τότε μου λέει το εξής αμίμητο: «Μα, καλά, ακόμα αυτή τη δουλειά κάνεις; Δεν έκανες ποτέ ένα σοβαρό επάγγελμα». Θεωρεί τη δουλειά μου αέρα κοπανιστό, που είναι, μεταξύ μας, σύμφωνα με κάποια σοβαρά κριτήρια.
Δεν ξέρω να υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που να κατάγονται από χωριό. Δεν ήταν αυτό που λέμε «προβλέψιμη» η διαδρομή μου. Βρέθηκα στη Δραματική Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη τη δεκαετία του '60 – είχα έναν σημαντικό δάσκαλο τότε, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Στέκομαι σε δύο ακόμη περιπτώσεις: στην Παξινού και στον Κουν. Αλλά σύντομα βρέθηκα εκτός Ελλάδας. Ο μεγάλος αδελφός μου, ο Παναγιώτης, ζούσε στη Λειψία. Ήταν διεθνολόγος, ειδικός στο Δίκαιο των Θαλασσών, στο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ – φοιτήτριά του ήταν η Άνγκελα Μέρκελ! Κάπως έτσι βρέθηκα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο Ανατολικό Βερολίνο, και πήγα στην Ακαδημία, όπου είχα την τύχη να έχω σπουδαίους δασκάλους, να γνωρίσω τον κόσμο του Μπερλίνερ Ανσάμπλ στην καλή εποχή του, και τον Χάινερ Μίλερ – που επηρέασε όσο κανείς τη σχέση μου με το θέατρο. Ο Μίλερ ανέτρεψε τις ιδέες που είχα για την κλασική τέχνη, την τραγωδία κ.ο.κ. Δεν ήταν κλασική αλλά κλασικίστικη η γνώση μου.
Οι κριτικοί με χτύπησαν αλύπητα, και πρώτος ο Τάσος Λιγνάδης. Γι' αυτό και λέω στους νέους να μην γκρινιάζουν με τις αρνητικές κριτικές.
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα τη Μεταπολίτευση με παρέλαβε από το αεροδρόμιο ο Κωστής Μοσκώφ και με πήγε στο Θεατρικό Εργαστήρι, όπου έκανε το Ψωμάδικο και το Μαχαγκόνι του Μπρεχτ με τον Κοντογιαννίδη, τη Γερασιμίδου, την Αννέζα Παπαδοπούλου, τον Χρήστο Στέργιογλου. Στην πορεία, και μέχρι το 1983 που κατέβηκα στην Αθήνα, δίδαξα στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και σκηνοθέτησα τέσσερις παραστάσεις στο ΚΘΒΕ (1978-1982).
Καλλιτεχνικά, η πρώτη σημαντική παράστασή μου ήταν η Γέρμα, που σκηνοθέτησα στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος την άνοιξη του 1982. Ήταν μια μεγάλη παραγωγή στην οποία συμμετείχαν 60 άτομα. Γέρμα ήταν η Αννέζα Παπαδοπούλου. Οι κριτικοί με χτύπησαν αλύπητα, και πρώτος ο Τάσος Λιγνάδης. Γι' αυτό και λέω στους νέους να μην γκρινιάζουν με τις αρνητικές κριτικές. «Έτσι θα ορθοποδήσετε, όταν σας χαϊδεύουν θα χάνετε χρόνο, θα νομίζετε ότι ολοκληρώσατε άποψη» τους λέω, γιατί οι σημερινοί νέοι κοιμούνται σε σχέση με τη δική μου γενιά. Χρόνια μετά, στο Φεστιβάλ της Μέριδας, έδειξα στον Ραφαέλ Αλμπέρτι, που ήταν φίλος και συνεργάτης του Λόρκα, ένα οπτικό ντοκουμέντο 20 λεπτών εκείνης της παράστασής μου, που είχε τραβήξει η Κρατική Τηλεόραση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι μου είπε τότε: «Εδώ στη Μέριδα, σ' αυτό το θέατρο, ο ίδιος ο Λόρκα παρουσίασε τη Γέρμα. Την ηρωίδα ερμήνευσε η Μαργαρίτα Ξιργκού, με μακρινή ελληνική καταγωγή (Συρίγου, από τα Επτάνησα). Και της έλεγε ο Λόρκα: "Όχι, Μαργαρίτα, μην κλαις, θυμήσου την αρχαία ελληνική τραγωδία, είσαι τραγικό πρόσωπο. Είσαι μια ανάποδη Μήδεια. Σκότωσες τα παιδιά σου, προτού τα γεννήσεις"»! Μετά απ' αυτό, ησύχασα! Τις επιβεβαιώσεις ότι κινούμαι σωστά εγώ τις πήρα απ' έξω, από σημαντικούς ανθρώπους εκτός Ελλάδος.
Το 1984 ο Περικλής Νεάρχου, διευθυντής τότε στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, μου ανέθεσε τη διοργάνωση της Διεθνούς Συνάντησης για το Αρχαίο Δράμα, που τα επόμενα χρόνια έγινε αφορμή να έρθουν στη χώρα μας σπουδαίες προσωπικότητες του πνεύματος και του θεάτρου. Εκεί, στους Δελφούς, το 1986, πρωτοασχολήθηκα με τις Βάκχες, παράσταση που σημάδεψε έκτοτε την πορεία μου. Μ' αυτήν ιδρύεται το Άττις, η ομάδα μου, στεριώνει και δίνει πάνω από 300 παραστάσεις σε όλον τον κόσμο. Ήταν και οικονομική η επιτυχία της, που επέτρεψε να συνεχίσω την έρευνά μου πάνω στο διονυσιακό ζήτημα. Γιατί από τότε ξεκινώ να δουλεύω τη μέθοδό μου, που ολοκληρώνεται τώρα με την έκδοση του βιβλίου μου Η επιστροφή του Διονύσου. Βασίστηκα σε κάποιες υποψίες που είχα για την ενέργεια του ανθρωπίνου σώματος. Θυμόμουν, ακόμη, μια κουβέντα που άκουσα κάποτε από τον Κουν: η τραγωδία έχει σχέση με την Ασία, όχι με την Ευρώπη, κι εμείς είμαστε Ανατολίτες. Δειλά-δειλά, μελετώντας την παράδοσή μας και συγκρίνοντάς τη με τις ανατολικές, διαπίστωσα σχέσεις που με εντυπωσίασαν. Για παράδειγμα, υπάρχουν σχέσεις μεταξύ εικονογραφήσεων σε αρχαιοελληνικά αγγεία και της ζωγραφικής του Τμώλου, μεταξύ Καζιμίρ και Αφγανιστάν. Από κει κατάγονται οι γωνιώδεις κινήσεις ποδιών και χεριών που υιοθέτησα στην κίνηση των ηθοποιών.
Εκείνες οι πρώτες Βάκχες χτυπήθηκαν απ' όλους τους «δικούς» μας (από τον Γεωργουσόπουλο, μεταξύ άλλων γνωστών ακαδημαϊκών και ανθρώπων του Τύπου). Είπαν «Μα, αυτός δεν είναι ελληνικός τρόπος!». Δηλαδή, συνέβη το εξής παράδοξο: δεν αναγνωρίστηκε ελληνικό κάτι που δεν παρέπεμπε στο Σεμινάριο του Μαξ Ράινχαρντ και τις ερμηνευτικές απόψεις του κεντροευρωπαϊκού κλασικισμού, πάνω στις οποίες βασίστηκε η προσέγγισή μας της τραγωδίας τον 20ό αι. Όλοι αιφνιδιάστηκαν από την ακραία σωματικότητα. Αλλά με υποστήριξαν σημαντικοί ξένοι, ο Χάινερ Μίλερ, ο Ρόμπερτ Γουίλσον, που είχαν έρθει εκείνο το καλοκαίρι στους Δελφούς. Το ωραίο ξέρεις ποιο είναι; Δύο χρόνια αργότερα, ανασκαφές στη Θήβα φέρνουν στο φως δύο τεράστια αγγεία, εικονογραφημένα με τις Βάκχες, οι οποίες κάθονται όπως τις είχα εγώ στην παράστασή μου, με γωνιώδη τοποθέτηση χεριών και ποδιών! Έχω στο αρχείο μου μια ανακοίνωση στο «Βήμα» από τότε, όπου ο αρχαιολόγος αναγνωρίζει στη στάση των Βακχών την καταγωγή από την Ανατολή. Τότε έστειλα μια επιστολή με τις ευχαριστίες μου στους αρχαιολόγους που επιβεβαίωσαν την εργασία μου.
Οι έξι ηθοποιοί που αποτέλεσαν την αρχική ομάδα «Άττις» προήλθαν από ένα workshop στους Δελφούς στο οποίο συμμετείχαν πολλοί περισσότεροι. Στο τέλος του συσπειρώθηκα και αφέθηκα να κυλήσω σε μια πλαγιά, ξέροντας ότι θα με σταματούσαν κάτι θάμνοι. Αυτοί που δεν δίστασαν και με ακολούθησαν σχημάτισαν το Άττις. Ήταν ο Άκης Σακελλαρίου, η Σοφία Μιχοπούλου, ο Γιώργος Συμεωνίδης, ο Δημήτρης Σιακάρας και η Καλλιόπη Ταχτσόγλου. Αυτό που κυρίως μ' ενδιέφερε ήταν η αποφασιστικότητα, το θάρρος, η τρέλα τους. Δώδεκα μήνες, στη συνέχεια, δουλεύαμε τις Βάκχες. Ξεκινούσαμε από συγκεκριμένες ασκήσεις, κινήσεις των ποδιών που αιματώνουν τις νευρικές απολήξεις στο πέλμα. Είχα πληροφορίες γι' αυτά τα ζητήματα από αφρικανικά δρώμενα, από το θέατρο Καμπούκι αλλά και από νευρολόγους, ψυχιάτρους, ειδικούς επιστήμονες. Φτάσαμε μέχρι τα Αναστενάρια – μάλιστα περπατήσαμε στα κάρβουνα. Ή κάναμε μπάνιο στο καταχείμωνο, δοκιμάζοντας τις αντοχές του σώματός μας.
Συν τω χρόνω αναπτύχθηκε μια τεχνική, συνδυασμός σωματικών ασκήσεων και αναπνοών (με ώθηση του αέρα προς τα γεννητικά όργανα, που είναι το κέντρο του σώματος), που οδηγούν στην απελευθέρωση του σώματος, στην απαλλαγή του από την περιττή ενέργεια. Τότε το σώμα συμπεριφέρεται γωνιωδώς (θυμήσου το φλαμένκο ή το ζεϊμπέκικο), όχι «απολλώνια» (όχι με τεντωμένα χέρια και πόδια, όπως π.χ. στο κλασικό μπαλέτο). Επιπλέον, μέσα από τη δουλειά με το διάφραγμα, με τις αναπνοές, βλέπεις ότι δημιουργείται ένας ρυθμός τον οποίο ο ηθοποιός δεν έχει παρά να ακολουθήσει. Αν δημιουργήσεις έναν ρυθμό, μπορείς στη συνέχεια να δημιουργήσεις παραλλαγές δεκάδων άλλων.
Το «Open body, open mind!» που πρεσβεύω, δηλαδή το συνολικό άνοιγμα του ανθρώπου, προκαλεί ανησυχία γιατί ένα ανοιχτό σώμα και μυαλό είναι αντίθετο προς την αδράνεια, αφορά έναν άνθρωπο που κινείται, αντιστέκεται, επαναστατεί.
Έκτοτε έκανα ξανά τις Βάκχες στην Μπογκοτά το 1996, όπου ο Διόνυσος και η Αγαύη ήταν δύο σαμάνοι, η τρίτη εκδοχή ήταν με το Κρατικό Θέατρο του Ντίσελντορφ με Διόνυσο τουρκικής καταγωγής, η τέταρτη ήταν η φετινή με τους Ρώσους στη Μόσχα, η πέμπτη θα είναι σύντομα στην Ταϊβάν με Χορό 100 τυμπανιστών, σε μια μεγάλη πλατεία με ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου της Τάι-Πέι. Η έκτη είναι προγραμματισμένη να γίνει στην Ιταλία, στη Μοδένα, και η έβδομη στην Αφρική. Έτσι κλείνω το τάμα! Είχα πει 7 θα κάνω. Είναι ενεργειακός αριθμός το 7, 7 είναι οι ενεργειακές ζώνες, 7 οι μέρες της δημιουργίας, 7 τα θανάσιμα αμαρτήματα! Σε όλη τη ζωή μου με κυνηγάει ένα 7.
Υπάρχει ένας κοινός ανθρωπολογικός παρονομαστής, αυτό αποδεικνύει η μέθοδός μου. Είτε εργαστώ με Κινέζους, είτε με Γερμανούς, είτε με Ρώσους, τα αποτελέσματα είναι παρόμοια. Πολλά είναι τα κλαδιά του πολιτισμού, πολλές και οι ρίζες, ο κορμός όμως είναι ένας. Κι όλοι όσοι τη γνωρίζουν παραδέχονται ότι είναι βαθιά ελληνική γιατί επιδιώκει την ένωση του ενστίκτου με τη λογική, τη σωματικότητα με την πνευματικότητα – την αρμονία δηλαδή.
Η ελληνική έκδοση του βιβλίου μου, Η επιστροφή του Διονύσου, είναι στο τυπογραφείο. Είναι δομημένο πάνω σε 12 ρητά του Ηράκλειτου τα οποία αφορούν έννοιες και ζητήματα που σταθερά με απασχολούν. Πρώτα απ' όλα, ο Διόνυσος («Διόνυσος και Άδης ταυτόν»), ο δίφυλος Θεός, που είναι και άνδρας και γυναίκα, ο επαναστάτης. Το Πένθος, το Πάθος, η Σαγήνη, το Κενό – που όλοι φοβόμαστε. Ακόμη, ο αέναος αυτοσχεδιασμός, η αποδόμηση, η ενέργεια, ο χρόνος κι ο ρυθμός, ο ηθοποιός. Στην εποχή μας είναι εμφανής η ανάγκη για συστήματα εργασίας, καθώς λείπουν οι μεγάλοι δάσκαλοι. Δεν είναι τυχαίο ότι μου το ζητούν Ακαδημίες σε πολλές χώρες του κόσμου και το αμέσως επόμενο διάστημα θα εκδοθεί στο Πεκίνο, στη Σεούλ, στην Κωνσταντινούπολη και στη Βαρσοβία, με προοπτική να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει σε 30 γλώσσες.
Το «Open body, open mind!» που πρεσβεύω, δηλαδή το συνολικό άνοιγμα του ανθρώπου, προκαλεί ανησυχία γιατί ένα ανοιχτό σώμα και μυαλό είναι αντίθετο προς την αδράνεια, αφορά έναν άνθρωπο που κινείται, αντιστέκεται, επαναστατεί. Ένα σώμα που όλη τη μέρα βρίσκεται καθισμένο μπροστά στον υπολογιστή είναι ένα σώμα παθητικό. Αυτό για μένα, το ότι ο σύγχρονος πολιτισμός πέτυχε να καταστήσει τον άνθρωπο παθητικό, με περιορισμένο στην οθόνη ορίζοντα, έχει μια σαφή πολιτική διάσταση. Έχει μικρύνει η ιδέα του ανθρώπου για τη ζωή του και για την τέχνη. Ο άνθρωπος κλείνει, συσπειρώνεται και πεθαίνει στον μικρόκοσμό του.
Τη χρονιά που πέρασε σκηνοθέτησα τρεις παραστάσεις στη Ρωσία. Τον Μάρτιο, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι στην Πετρούπολη έκανα το Τέλος του Παιχνιδιού του Μπέκετ με νέους ηθοποιούς και με τους δύο τελευταίους δασκάλους του συστήματος του Μέγιερχολντ (που σήμερα είναι πια ογδοντάρηδες) στους ρόλους του ηλικιωμένου ζευγαριού του έργου. Πρόσθεσα όμως κι έναν Χορό που ερμήνευσε ένα ποίημα που είχε γράψει ο Μπέκετ πριν από 60 χρόνια και μιλάει για τον κλωνοποιημένο άνθρωπο. Ένα συνταρακτικό ποίημα, βίαιο, άγριο, απειλητικό, και προφητικό. Η παράσταση είναι στο ρεπερτόριο του θεάτρου και θα παίζεται χρόνια.
Είναι τόσο εύθραυστος ο ψυχισμός των Ρώσων ηθοποιών! Τους δίνεις ένα ερέθισμα και βλέπεις αμέσως να εκφράζεται σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη μάσκα με απίστευτες λεπτομέρειες.
Μετά έκανα στην Όπερα της Περμ τον Νοσφεράτου του συνθέτη Ντμίτρι Κουρλιάντσκι, σε λιμπρέτο του Δημήτρη Γιαλαμά. Η σκηνογραφία, αιωρούμενα φέρετρα, είναι του Γιάννη Κουνέλλη και τα κοστούμια της Λουκίας. Είναι μια παράσταση με πολλούς Έλληνες συντελεστές. Ο Τάσος Δήμας στον ρόλο του Νοσφεράτου είναι απίθανος, η δε Σοφία Χιλλ τραγουδά μέχρι και άριες και είναι εξαιρετική – εννοείται πως ερμηνεύουν στα ρώσικα. Δίπλα τους η Άλα Ντεμίτοβα και η Ναταλία Πσενιτσνίκοβα. Άρεσε πάρα πολύ, παίζεται ακόμη στην Περμ και θα παρουσιαστεί τη μεθεπόμενη εβδομάδα και στο Φεστιβάλ της Χρυσής Μάσκας στη Μόσχα γιατί είναι υποψήφιο για οκτώ βραβεία. Τη μουσική διεύθυνση έχει αναλάβει ο Θόδωρος Κουρεντζής, ένας δυνατός και ταλαντούχος νέος που ανέλαβε τη διεύθυνση της Όπερας της Περμ από το 2011 και την έχει οδηγήσει στην πολύ καλή σημερινή φάση της, προσκαλώντας παραστάσεις και διακεκριμένους δημιουργούς απ' όλη την Ευρώπη και τον κόσμο.
Η ρωσική σεζόν μου έκλεισε με τις Βάκχες στο ιστορικό θέατρο Στανισλάφσκι στη Μόσχα. Η πρεμιέρα ήταν στις 25 Ιανουαρίου, τη μέρα που είχαμε εδώ εκλογές, και πήγε πολύ καλά. Μέσα σε τρεις μέρες ήρθαν ο Μιχάλκοφ, ο Σοκούροφ, ο Βασίλιεφ, νέοι αξιόλογοι συγγραφείς, όπως Μποκομόλοφ και ο Σερεμπρένικοφ («Μαέστρο, μαέστρο» με φώναζε ο δεύτερος, που ήταν βοηθός μου όταν πριν από κάποια χρόνια έκανα το Κουαρτέτο του Χάινερ Μίλερ με την Ντεμίτοβα), όλοι οι σκηνοθέτες, όλοι οι διευθυντές των μουσείων, το enfant gâté των γραμμάτων και των τεχνών, όλοι της πολιτιστικής πολιτικής του κράτους, πολλούς εκ των οποίων γνώριζα γιατί το 2001 είχαμε οργανώσει με τον Λιουμπίμoφ τη Θεατρική Ολυμπιάδα. Να βλέπεις να φτάνουν στη σκηνή, στην υπόκλιση, 50 ανθοδέσμες – αυτή η ωραία ρωσική συνήθεια! Δεν μπορώ να μη σκεφτώ τη μία, φτωχική ανθοδέσμη που δίνεται, αν δοθεί, στην ελληνική πρεμιέρα κάποιας μεγάλης παραγωγής – ας πούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Η παράσταση συνοδεύεται και με μια μεγάλη έκθεση φωτογραφίας της Γιοχάννα Βέμπερ στο τεράστιο φουαγέ του θεάτρου με υλικό απ' όλες τις παραστάσεις του Άττις. Μαζί με την παράσταση κυκλοφόρησε και το βιβλίο με τη μέθοδό μου. Ήταν μεγάλη η χαρά που πήρα, μια μεγάλη δικαίωση.
Η μέθοδός μου απελευθέρωσε τόσο πολύ τους Ρώσους ηθοποιούς, που ως Βάκχες κυριολεκτικά πετούσαν. Δεν με ενδιέφερε να δώσω τη βακχεία ως υπονοούμενο ή με σύγχρονα συμφραζόμενα – π.χ. να αποδώσω τον Χορό των Βακχών ως ένα σύνολο αλκοολικών ή ναρκομανών. Θεός φυλάξοι! Η κατάσταση της βακχείας είναι ολοθυμική, αφορά τον άνθρωπο σε σχέση με το σύμπαν, μια διευρυμένη αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Δεν μπορεί να δοθεί με περιορισμένα σύγχρονα ανάλογα. Βιώνουμε την απώλεια του Θεού, αλλά δεν μπορείς να κάνεις τραγωδία αν δεν ανέβεις τη σκάλα για να ψάξεις με το βλέμμα σου τον Θεό. Πρέπει να ανεβείς, ακόμη κι αν γνωρίζεις ότι ο Θεός θα σ' τη ρίξει τη σκάλα, θα σε παίξει σαν πιόνι. Το ζητούμενο είναι το μέγεθος της αναμέτρησης.
Είναι τόσο εύθραυστος ο ψυχισμός των Ρώσων ηθοποιών! Τους δίνεις ένα ερέθισμα και βλέπεις αμέσως να εκφράζεται σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη μάσκα με απίστευτες λεπτομέρειες. Όσοι έχουν δει παραστάσεις του Βαχτάνγκοφ, με σπουδαίους ηθοποιούς όπως η Μαξάκοβα, η Μπορίσοβα, ο Γκρισένκο ή ο Σμοκτουνόφσκι, ή γνωρίζουν τον ρώσικο κινηματογράφο, καταλαβαίνουν τι εννοώ. Ή όσοι έχουν δει την Άλα Ντεμίτοβα, με την οποία έχω δουλέψει αρκετές φορές. Ο Πούσκιν είπε ότι ο Ρώσος έχει τον φαινότυπο αρκούδας, που είναι εύσωμη αλλά με λεπτό κι εύθραυστο σκελετό, με πολύ μικρά κοκαλάκια – είχε δίκιο. Είναι τόσο κινητοποιημένο το συναίσθημά τους, που δουλεύοντας μαζί τους όλο δάκρυζαν! Τα είπα «βυζαντινά δάκρυα» και τα απέδωσα στην ενοχή, ένα συνταρακτικό αίσθημα που εμπεριέχει τον πόνο της απώλειας και της ήττας, καθορίζει τη μεγάλη ρωσική ψυχή και δονεί τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, τον Τσέχοφ, τη ρωσική ποίηση, την Τσβετάγιεβα, την Αχμάτοβα, τον Γιεσένιν, τον Μάντελσταμ. Μέσα απ' όλο αυτό το ενοχικό πλέγμα βγαίνει ένα παράξενο πάθος. Και κάτι ακόμα που δεν έχουν άλλοι λαοί – το πένθος. Που εκεί ορίζεται μοναδικά. Εμείς, εδώ, το έχουμε χάσει.
Είμαστε κούκλες σ' ένα άθλιο κουκλοθέατρο και πολύ φοβάμαι ότι η Γερμανία επαναλαμβάνει τα ίδια παλιά σφάλματα. Πάντα λειτουργεί επεκτατικά.
Νιώθω έναν φόβο να κυκλοφορεί στις χώρες όπου έχω βρεθεί τελευταία. Μια αγωνία, σαν να αναμένεται πόλεμος. Κάτι σαν ανησυχητική ενέργεια –μου το είπε και ο Μαρκ Μαζάουερ που συνάντησα πρόσφατα στην Αμερική, μία απειλή που έρχεται απέξω, έρχεται κι από μέσα μας–, αυτοαπειλούμεθα. Δες τι γίνεται με το Ίντερνετ και τα κοινωνικά δίκτυα. Βουλιάζουμε από την ίδια τη συνθήκη της ζωής μας κι αυτό που είναι πιο τρομακτικό είναι ότι οι άνθρωποι ζουν γοητευμένοι απ' αυτό το βούλιαγμα.
Η χώρα μας αποικιοκρατείται. Η νέα κυβέρνηση εξελέγη για να υπηρετήσει τη δημοκρατία κι οι «εταίροι» τής λένε «Όχι, δεν θα την υπηρετήσεις!». Είμαστε κούκλες σ' ένα άθλιο κουκλοθέατρο και πολύ φοβάμαι ότι η Γερμανία επαναλαμβάνει τα ίδια παλιά σφάλματα. Πάντα λειτουργεί επεκτατικά. Κα τι να πεις γι' αυτήν τη θλιβερή συμμαχία του κόμματος του Βίλι Μπραντ, των Σοσιαλδημοκρατών της Ρεάλ Πολιτίκ, με το κόμμα της Μέρκελ; Ανωμαλία! Τα πράγματα είναι κρίσιμα. Εγώ λέω, καλύτερα ελεύθερος παρά σκλάβος. Βέβαια, ανέκαθεν ήμουν ενάντια και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.
Μένω χρόνια σ' αυτή την πολυκατοικία κατασκευής 1938, της οδού Σίνα. Το διαμέρισμά μου ανήκε στον Αλέξανδρο Σβώλο. Βρήκα, μάλιστα, και το αρχείο του – ήρθαν εδώ ο Μαζάουερ και η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, έκαναν το ξεδιάλεγμα και το υλικό πήγε στο Ιστορικό Αρχείο. Με προσέλκυσε η θέα του προς την Ακρόπολη και η μεγάλη βεράντα – γιατί είμαι άνθρωπος των λουλουδιών. Πάω με τα πόδια στο θέατρο Άττις, στο Μεταξουργείο, στον «νεροχύτη» της Αθήνας όπου ζουν σχεδόν αποκλειστικά μετανάστες και πρόσφυγες. Εδώ είναι άλλη κατάσταση: στην πλάτη του θεάτρου είναι ο τοίχος μιας εκκλησίας, δίπλα είναι το καφέ του Αχμέτ, που είναι Αιγύπτιος, παραδίπλα το κουρείο ενός Κούρδου και γύρω-γύρω υπάρχουν μπορντέλα. Είναι μια περιοχή που σε μαθαίνει στη συνύπαρξη. Άλλωστε, δεν είναι κι ο ηθοποιός σαν τον πρόσφυγα, δεν είναι σαν προσφυγικό ταξίδι η μετακίνησή του από το ένα άγνωστο και ανοίκειο τοπίο στο άλλο; Και δεν είναι και το θέατρο ένας οίκος ανοχής;
σχόλια