Μούδιασμα, ενδοσκόπηση, κινητοποίηση για δουλειά, φυγή, διάθεση προσέγγισης φιλοσοφικών ερωτημάτων, αναζήτηση ενός νέου νοήματος στην τέχνη... Πώς αντιλαμβάνεται ένας καλλιτέχνης, συγκεκριμένα ένας σκηνοθέτης του θεάτρου, την πρωτοφανή κατάσταση που ζει η ανθρωπότητα με την πανδημία του κορωνοϊού; Πώς είναι να έχεις προσεγγίσει, μέσω του έργου και της μελέτης σου στην παγκόσμια δραματουργία, περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας που χαρακτηρίζονταν από μεγάλες αλλαγές και τώρα να βρίσκεσαι εσύ ο ίδιος στη δίνη (ή μάλλον στην αρχή) μιας τέτοιας περιόδου; Εμπνέεσαι; Ανησυχείς; Μπλοκάρεσαι δημιουργικά;
Έχει περάσει κοντά ένας μήνας από το υποχρεωτικό κλείσιμο όλων των θεατρικών σκηνών της χώρας, ενώ συγκεκριμένος χρονικός ορίζοντας για την επανέναρξη της λειτουργίας τους δεν υπάρχει, καθώς η πανδημία εξαπλώνεται και τα μέτρα αντιμετώπισης προσαρμόζονται καθημερινά. Οι άνθρωποι της τέχνης, ως εργαζόμενοι, είναι από τους πρώτους που έχουν πληγεί οικονομικά. Παραστάσεις κατέβηκαν πριν της ώρας τους, το υπόλοιπο της θεατρικής σεζόν ματαιώθηκε, τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα του καλοκαιριού, αρχής γενομένης από το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, είναι αμφίβολο αν, πότε και πώς θα πραγματοποιηθούν.
Πώς θα επηρεαστεί η εγχώρια καλλιτεχνική παραγωγή και η σύγχρονη θεατρική δραματουργία από όσα ζούμε αυτές τις μέρες; Τι θα πεθάνει και τι θα γεννηθεί μέσα από τη δοκιμασία; Ποιο είναι εν τέλει το μέλλον του θεάτρου, ως επαγγέλματος, ως θεάματος, ως μέσου κοινωνικοποίησης και ως περιεχομένου;
Παράλληλα, το διαδίκτυο αγκαλιάζει, σε διεθνές επίπεδο, για πρώτη φορά με τόσο μεγάλη θέρμη το θέατρο, καθώς γινόμαστε μάρτυρες μιας επίσης πρωτοφανούς έκρηξης μαγνητοσκοπημένων αναμεταδόσεων από παλιότερες και πιο σύγχρονες παραστάσεις, και το κοινό φαίνεται να τις καταναλώνει με μανία. Στα καθ' ημάς, μεμονωμένες σχετικές κινήσεις έδειξαν τον δρόμο, για να ακολουθήσουν μεγάλοι θεατρικοί φορείς: από τις παραστάσεις του Αργύρη Ξάφη και του Δημήτρη Παπαϊωάννου ως το Εθνικό, τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, το Τέχνης, το Νέου Κόσμου, το Πορεία, το Κεφαλληνίας και πολλά ακόμα θέατρα που άρχισαν να ψαχουλεύουν τα συρτάρια τους. Τίμια διέξοδος για το θεατρόφιλο κοινό ή μια προσπάθεια καταδικασμένη εξ ορισμού να «μειώσει» την ουσία του θεάτρου;
Πώς θα επηρεαστεί η εγχώρια καλλιτεχνική παραγωγή και η σύγχρονη θεατρική δραματουργία από όσα ζούμε αυτές τις μέρες; Τι θα πεθάνει και τι θα γεννηθεί μέσα από τη δοκιμασία; Ποιο είναι εν τέλει το μέλλον του θεάτρου, ως επαγγέλματος, ως θεάματος, ως μέσου κοινωνικοποίησης και ως περιεχομένου;
Επιχειρούμε να ανοίξουμε τη μεγάλη συζήτηση ζητώντας μια πρώτη προσέγγιση από 6 θεατρικούς δημιουργούς το έργο και το πνεύμα των οποίων αγαπάμε.
Θόδωρος Τερζόπουλος: Να ξανασκεφτούμε την ασημαντότητα και τις ελλείψεις μας
Έχω επιστρέψει εδώ και 12 μέρες στην Αθήνα από την Αγία Πετρούπολη και βρίσκομαι σε καραντίνα μέχρι την Κυριακή. Το πρόβλημα του κορωνοϊού με βρήκε στη Ρωσία, όπου εμφανίστηκε με καθυστέρηση περίπου τριών εβδομάδων σε σχέση με την Ελλάδα. Ήμουν εκεί για το «Μάουζερ», μιας παραγωγής του Αλεξαντρίνσκι, του Εθνικού τους Θεάτρου, και μια μέρα πριν από την πρεμιέρα ήρθε η εντολή από το υπουργείο Πολιτισμού ότι δεν επιτρέπεται να παρουσιάσουμε σε κοινό την παράσταση, οπότε δεχθήκαμε τη λύση του live streaming.
Την προηγούμενη βραδιά, στη γενική πρόβα, προσπαθήσαμε να προσαρμόσουμε όλη αυτή τη σκηνική ιδέα και τις ερμηνείες στον άδειο χώρο. Έπρεπε να βρω ένα εύρημα. Το εύρημα ήταν το σωσίβιο που ανέδειξε τελικά πολύ καλές πλευρές της παράστασης και των ηθοποιών: Στην αίθουσα του ιστορικού αυτού θεάτρου των 280 ετών υπάρχουν οι θέσεις με κάποιες πλακέτες, όπου κάθονταν ο Γκόγκολ όταν έκανε εκεί τον «Επιθεωρητή», ο Ντοστογιέφσκι, η Τσβετάγιεβα και η Αχμάτοβα ως θεατές, ο Τσέχοφ που εκεί πρωτοπαρουσίασε τις «Τρεις Αδερφές»... Αυτή ήταν η λύση. Τους είπα «θα φωτίσω αυτές τις θέσεις και θα απευθύνεστε σε εκείνους, αφήστε τη φαντασία, ανοίξτε την ενέργειά σας», έχουμε την επιστροφή των νεκρών, με όλη τη σοφία που φέρουν όταν επιστρέφουν, όπως με την περίπτωση του Ηρακλή ή του Οδυσσέα. Αυτό (το εύρημα) είναι απόλυτα μιλερικό (σ.σ. άρα και ταιριαστό), αφού ανέβαζα τον «Μάουζερ» του Μίλερ. Εγώ κρύφτηκα στο θεωρείο, δεν αισθανόντουσαν καθόλου την παρουσία μου, ήταν μόνο 7 κάμερες, αλλά πραγματικά άνοιξε η ενέργεια, βγήκε κάτι μαγικό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παίζουμε σε άδειες αίθουσες και να ανακαλούμε την εικόνα της Παξινού ή του Μινωτή ή της Λαμπέτη. Το θέατρο είναι μια ζωντανή τέχνη, αλλά μπορούμε να προσαρμοστούμε σε αυτό που ζούμε, με έναν προσωρινό ορίζοντα, αν θέλουμε πραγματικά να συνεχίσει να υπάρχει. Αυτό φάνηκε στο live streaming, και στις δύο παραστάσεις, ιδιαίτερα στην πρώτη γιατί υπήρξε και το σοκ των ηθοποιών. Άλλες φορές έπαιρνε τη διάσταση του δέους. Βέβαια η κανονική πρεμιέρα με το κοινό θα γίνει το φθινόπωρο, αλλά ήταν για μένα μια συνταρακτική εμπειρία, ιδιαίτερα όσον αφορά τους παλιούς ηθοποιούς – γιατί είχα μια ομάδα πολύ νέων, εξαιρετικών ηθοποιών και 5-6 παλιούς, της σχολής Βαχτάνγκοφ. Αυτοί βγάλανε άλλα πράγματα, συγκλονιστικά – δυο-τρεις από αυτούς δηλαδή φάνηκε ότι επικοινώνησαν με τους νεκρούς.
Μέσα σε αυτή την κακοτυχία, κάτι μπορεί να γεννηθεί. Κανείς μπορεί να δημιουργήσει μέσα στη σιωπή, να γίνει δημιουργός σπουδαίος χωρίς την οχλοβοή, χωρίς όλο αυτό που συνιστά μια παράσταση – τα σκηνικά, τα ρούχα, τα εφέ, τα γύρω γύρω από τον ηθοποιό και ο ίδιος (να μη βρίσκεται) ποτέ στο κέντρο της σκηνής. Σαν να πρέπει να βρει ο ηθοποιός την κεντρική του θέση.
Σκέφτομαι σήμερα, στον εγκλεισμό μου, όπως όλοι μας, ότι πρέπει να ξαναδούμε την ιδέα του Πίτερ Μπρουκ για τον άδειο χώρο. Και τη σιωπή. Σαν να πρέπει να κάνουμε μια επανεκκίνηση, να επαναπροσδιοριστούμε, να ξανασκεφτούμε τα πράγματα από την αρχή. Μέσα σε αυτή την κακοτυχία, κάτι μπορεί να γεννηθεί. Κανείς μπορεί να δημιουργήσει μέσα στη σιωπή, να γίνει δημιουργός σπουδαίος χωρίς την οχλοβοή, χωρίς όλο αυτό που συνιστά μια παράσταση – τα σκηνικά, τα ρούχα, τα εφέ, τα γύρω γύρω από τον ηθοποιό και ο ίδιος (να μη βρίσκεται) ποτέ στο κέντρο της σκηνής. Σαν να πρέπει να βρει ο ηθοποιός την κεντρική του θέση, γιατί το θέατρο είναι του ηθοποιού, κατά τη γνώμη μου, και όχι του σκηνοθέτη. Από τη στιγμή που πετυχαίνει, ο σκηνοθέτης φλερτάρει με την εξουσία, γι' αυτό και χρησιμοποιείται πάντα από τις εξουσίες.
Μέσα σε αυτήν τη σιωπή ίσως μπορούμε να ξαναγίνουμε πιο ταπεινοί, να ξανασκεφτούμε κάποια πράγματα όπως η ασημαντότητά μας, οι ελλείψεις μας. Ίσως μπούμε σε μια διαδικασία αυτοκριτικής, σε έναν κόσμο που πραγματικά αρχίζει και μας ανησυχεί. Εγκαθιδρύεται ένα σύστημα ελέγχου με άλλοθι την υγεία που –ελπίζω σε ένα απώτερο μέλλον και όχι νωρίτερα– θα γίνει ένα σύστημα ελέγχου όλης της συμπεριφοράς μας. Θα ελεγχθεί ακόμα και η σκέψη μας, με όλα αυτά τα τσιπς που δειλά αρχίζουν και εμφανίζονται. Οργουελική δυστοπία, εκεί οδηγούμεθα.
Τα ερωτήματα που μπαίνουν έχουν σχέση με τον άνθρωπο και δευτερευόντως με το θέατρο. Μιλάμε πάντα για έναν νέο ανθρωπισμό και στο θέατρο δεν αποδεικνύεται αυτό, σε μια εποχή απανθρωπισμού. Με αυτή την έννοια, σκέφτομαι ότι ίσως μπορούμε να ξαναδούμε με άλλα μάτια κάποιους από τους μεγάλους δημιουργούς του θεάτρου. Μπορούμε να ξαναδούμε τον Μπέκετ ή τον Μπρεχτ, που θέλει τον άνθρωπο ενεργοποιημένο, να μάχεται, να αγωνίζεται, να είναι σε εγρήγορση μέσα στην κοινωνική παλαίστρα. Μπορούμε να δούμε τον Αισχύλο, τη σχέση του με τον θεό, με αυτό που μας υπερβαίνει, πώς θεοποιεί τα φυσικά φαινόμενα, να ξαναδούμε τον Προμηθέα, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και την πόλη. Είναι τόσο διαταραγμένη αυτή η σχέση που τα αποτελέσματα τα βλέπουμε και θα δούμε και πιο άσχημα πράγματα, όπως προδιαγράφεται στο μέλλον.
Μήπως είναι η στιγμή να γίνουμε πιο απλοί, πιο επικοινωνιακοί, να αρχίσουν να λειτουργούν πάλι οι αισθήσεις μας, οι οποίες εδώ και πολλά χρόνια κοιμήθηκαν; Δεν βλέπουμε με τα μάτια, δεν ακούμε, δεν χαϊδεύουμε, δεν χαϊδευόμαστε, οπότε τι είδους τέχνη κάνουμε; Επαναλαμβάνουμε όλη αυτή την «κλίμακα του απανθρωπισμού», τη μεταφέρουμε στο θέατρο για μία ακόμα φορά, για να δούμε πώς είναι ο κόσμος; Μα, έτσι είναι ο κόσμος. Μπορούμε λίγο να τον αλλάξουμε, αν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι;
Μπαίνουν πολλά ζητήματα και σε ιδεολογικό επίπεδο και σε πολιτικό, και τα περισσότερα σε φιλοσοφικό και οντολογικό. Αυτήν τη φορά, ίσως με μεγάλη σοβαρότητα, πρέπει να ξαναδούμε εμείς οι ίδιοι ποια είναι η αποστολή μας, τι θέλουμε, και να παλέψουμε γι' αυτό. Αυτός ο εγκλεισμός μπορεί να μας βοηθήσει κάπως, γιατί όλα τα πράγματα διακινούνται σε μια βαβούρα, όπου λέγονται πολλά, αφοριστικά τα περισσότερα. Δεν υπάρχει αλληλοαποδοχή. Να κάνουμε ένα πραγματικά ζωντανό και χρήσιμο θέατρο που θα στηρίζεται στην ιδέα του ελάχιστου. Δεν χρειάζεται όλο αυτό το θεαματικό στοιχείο. Αν βγάλεις τον άνθρωπο από τη μέση, τι μένει; Το θέαμα.
Την ιδέα του ελάχιστου την πρεσβεύω, είναι πιο πολύ ιδεολογικό το ζήτημα για μένα, παρά αισθητικό. Και η τελευταία μου δουλειά αυτό ήταν, τρία στοιχεία, τίποτα περισσότερο, και ο άνθρωπος που παλεύει στο κέντρο της σκηνής. Δεν είναι σχηματικό: πραγματικά στο κέντρο της σκηνής, για να φανεί ότι το θέατρο είναι δημιουργία του ανθρώπου και ο άνθρωπος πρέπει να είναι στη μέση. Δεν θέλω έναν ηθοποιό σε σμίκρυνση και πίσω του μια μεγάλη οθόνη όπου θα βλέπω το μάτι του ή το αυτί του. Τα βαρέθηκα και αυτά, έχουν ξεπεραστεί διεθνώς γιατί δεν οδηγούν πουθενά.
Έχω όντως πάρα πολλές σκέψεις. Και να πείτε ότι είμαι ένας άνεργος; Έχω σχέδια για την επόμενη πενταετία. Πάντα δουλεύω νωρίτερα μια παραγωγή μου, επεξεργάζομαι το υλικό μου τουλάχιστον δυο χρόνια πριν. Έχουν αναβληθεί δυο-τρεις περιοδείες στο εξωτερικό, μια σκηνοθεσία, ένα διεθνές σεμινάριο που θα έκανα το καλοκαίρι... Είναι όμως τόσο μεγάλο το σοκ που δεν με επηρεάζει ότι θα δυσκολευτούμε οικονομικά. Θα δυσκολευτούμε, το πήραμε απόφαση. Έχω μια αγωνία ως προς το μέλλον του ανθρώπου, το δικό μου, των ηθοποιών μου, της ομάδας μου. Κάποιοι είναι νέοι και οικογενειάρχες. Αυτή είναι η αγωνία μου και είναι πιο πολύ ανθρώπινη. Δεν μπορώ να μπω σε σκέψεις που αφορούν μόνο το θέατρο. Εμείς οι καλλιτέχνες συχνά μιλάμε μόνο για το θέατρο και είμαστε αποκομμένοι από τη ζωή, είμαστε αυτιστικοί. Κινούμεθα πολλές φορές μέσα σε ένα τίποτα, σε μία έρημο, και νομίζουμε ότι πρωτοστατούμε, ότι καθορίζουμε τα πάντα.
Ρούλα Πατεράκη: Προς μία «δραματουργία της δυστοπίας»
Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο η Αθήνα γνώρισε έναν τρομακτικό λοιμό. Αν κι αυτό συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν, λοιμώδεις αρρώστιες όπως η πανούκλα να εξοντώνουν επί αιώνες την ανθρωπότητα, εγώ θα περιοριστώ στον συγκεκριμένο λοιμό τον οποίο μελέτησα με κάθε λεπτομέρεια επειδή ασχολήθηκα με τον Θουκυδίδη. Είμαι σχεδόν σίγουρη, με τις δικές μου αναλύσεις, ότι σε περίπτωση που δεν συνέβαινε ο λοιμός, η πλάστιγγα της νίκης θα είχε γείρει προς τη μεριά των Αθηναίων και όχι των Πελοποννησίων. Πιστεύω ότι ο λοιμός υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την ήττα των Αθηναίων, χαρίζοντας τη νίκη στους Πελοποννησίους, αν και το γεγονός της νίκης ήρθε πολύ αργότερα. Διασκευάζοντας για το θέατρο τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η εμπειρία του ανεβάσματός του με έφερε πολύ κοντά τόσο στον πόλεμο όσο και στο λοιμό των Αθηναίων. Δεν ήταν μόνο η μελέτη αλλά και η σωματική επαφή με τους ηθοποιούς μου και όλο αυτό που έκανα σε επίπεδο θεάτρου, που με βοήθησε περισσότερο, ακόμα και από τα θεωρητικά μου μελετήματα, να συναγάγω αυτό το συμπέρασμα, ότι δηλαδή ο λοιμός ανέτρεψε τα πάντα.
Αυτά τα σκέφτομαι σε σχέση με τον σημερινό λοιμό, τον σημερινό οικοβιολογικό πόλεμο. Ξέρετε, μέσω της καθάρσεως, η τέχνη του θεάτρου και η τέχνη της ιατρικής μοιάζουν πολύ. Κοινός τους παρονομαστής είναι η κάθαρση. Δεν είναι τυχαίο που στην κλασική αρχαιότητα, σε εγγύτατη απόσταση από τα θέατρα, φύτρωναν πάντα ναοί του Ασκληπιού.
Θα βρεθούν συγγραφείς που, όπως έγραφαν για τους πρόσφυγες, θα γράψουν τώρα για τον κορωνοϊό. Η «δραματουργία της δυστοπίας» θα ακολουθηθεί από τις παραστάσεις της δυστοπίας, εύχομαι με καλύτερα αποτελέσματα. Κι αυτό το λέω γιατί όποιος γράφει και παράγει βιαστικά, υπό την πίεση ακραίων γεγονότων και καταστάσεων, τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα είναι συνήθως ανούσια και πενιχρά.
Μετά την «Έξοδο», δεν νομίζω ότι οι καλλιτέχνες του θεάτρου θα έχουμε αλλάξει ουσιαστικά. Στο επάγγελμα μπορούν να αλλάξουν πολλά, ως προς την ίδια την τέχνη του θεάτρου δεν προλέγω. Αυτό το νέο που θα εμφανιστεί ίσως θα είναι αυτό που εγώ ονομάζω «δραματουργία της δυστοπίας». Θα βρεθούν συγγραφείς που, όπως έγραφαν για τους πρόσφυγες, θα γράψουν τώρα για τον κορωνοϊό. Η «δραματουργία της δυστοπίας» θα ακολουθηθεί από τις παραστάσεις της δυστοπίας, εύχομαι με καλύτερα αποτελέσματα. Κι αυτό το λέω γιατί όποιος γράφει και παράγει βιαστικά, υπό την πίεση ακραίων γεγονότων και καταστάσεων, τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα είναι συνήθως ανούσια και πενιχρά. Πολύ κατώτερα των γεγονότων και των καταστάσεων που τα προκάλεσαν. Το φαινόμενο είναι μεγάλο αυτήν τη φορά και απαιτεί χειρισμό από ένα μεγάλο ταλέντο. Δεν ξέρω πόσο μεγάλα ταλέντα θα αναμετρηθούν με το φαινόμενο.
Εδώ που βρίσκομαι, είμαι αποκομμένη από τηλεόραση και διαδίκτυο. Το προτίμησα. Ίσως εξαιτίας του φόβου και της αμηχανίας να είναι φυσικό και ανθρώπινο αυτά που κάναμε να τα δείξουμε, για να τα δούνε κάποιοι που δεν τα είδανε και να υπάρξουμε μέσα από αυτή μας την χειρονομία. Όμως όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το θέατρο ως τέχνη ζωντανή, μεγαλειώδης λειτουργία του ανθρώπινου σώματος, δεν αντέχει τις τεχνολογίες. Κάθε είδους μηχανή αντιστρατεύεται τη ζώσα σάρκα του. Δεν ξέρω εσείς τι λέτε, εμένα μια φορά δεν με βρίσκει σύμφωνη η διαδικτυακή παρουσίαση βιντεοσκοπημένων παραστάσεων, ούτε οι θεατρικές πρόβες από Skype. Οι πρόβες έχουν πολύ μεγάλη σχέση με το σώμα της φωνής. Η φωνή, όπως ακούγεται από το Skype, μόνο φωνή ηθοποιού δεν είναι, ούτε φωνή που να μπορεί να μεταφέρει τονισμούς και αποχρώσεις, δηλαδή βαθύ σώμα κειμένου.
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Δεν τελειώνει ούτε το θέατρο ούτε η ζωή του ανθρώπου τόσο εύκολα
Οι πρώτες μέρες για μένα, όπως και για όλους μας, ήταν μια πολύ γερή ανατροπή. Καταρχάς εγώ ανήκω στην ομάδα των ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους. Όλοι οι παραστατικοί καλλιτέχνες, όπως και οι άνθρωποι της εστίασης και πολύς άλλος κόσμος, χάσαμε τη δουλειά μας. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να σου πω ότι ορθώς έγινε (το κλείσιμο των θεάτρων), και μπορεί να καθυστέρησε και καναδυό μέρες, αλλά έγινε ορθότατα.
Από κει και πέρα, εκτός από τις πρώτες μέρες που ήταν μέρες προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα και ανάλωσης στις πληροφορίες, στα δίκτυα, στις ειδήσεις και σε όλο αυτό τον χαμό, έβαλα ένα φρένο, ένα τέρμα, και μπήκα σε ρυθμό εργασίας. Διέκοψα κοινωνικά δίκτυα, διέκοψα οποιαδήποτε επαφή με ειδήσεις και τη δική μου συμμετοχή σε οτιδήποτε, και στρώθηκα στη δουλειά.
Βάσει προγράμματος, έχουμε να κάνουμε μια παράσταση στο Παλλάς, το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή. Με μία έννοια μου δίνεται πολύς περισσότερος χρόνος και πολύ νωρίτερα για να εργαστώ πάνω σε αυτό, χωρίς βεβαίως να ξέρουμε αν η παράσταση θα πραγματοποιηθεί, αν το θέατρο θα ξαναμπεί σε λειτουργία και πότε, αλλά δεν έχω και κάτι άλλο να κάνω, οπότε κάνω αυτό. Όλη την ημέρα δουλεύω πάνω σε αυτό, μαζί με τους συνεργάτες μου. Θα γίνει νέα διασκευή και τη φτιάχνουμε τώρα.
Έχει ενδιαφέρον το συγκεκριμένο (κείμενο) γιατί, παρουσιάζοντας την κοινωνία της Ελλάδας χονδρικά από το '20 μέχρι το '50, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι σ' αυτήν τη χώρα οι προηγούμενες γενιές από εμάς, οι παππούδες και οι προπαππούδες έχουν περάσει πράγματα τρομερά: Βαλκανικούς πολέμους, Μικρασιατικές καταστροφές, Α' Παγκόσμιο, Β' Παγκόσμιο, εμφυλίους, μια σειρά από δυσκολίες στις οποίες και τα άτομα και οι κοινότητες και ολόκληρη η κοινωνία ξαναστάθηκαν όρθιοι. Και μάλιστα έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί ενώ γίνονται τρομερά πράγματα στον περίγυρο τον πολιτικό της εποχής του «Στεφανιού», ταυτόχρονα οι άνθρωποι έχουν τα δικά τους προβλήματα, τις δικές τους καθημερινές ασχολίες. Δεν είναι δηλαδή το σύνολο της ενασχόλησής τους οικουμενικό και κοινωνικό.
Τώρα λοιπόν που κάτι μας βάζει, όχι μόνο όλους τους Έλληνες αλλά και όλους τους πολίτες του πλανήτη, κάτω από την ίδια σκεπή του ίδιου προβλήματος, ίσως για πρώτη φορά τόσο δυναμικά και τόσο σαφώς, είναι ίσως μια καλή ευκαιρία να συναισθανθούμε ότι αυτό που ζούμε είναι ίσως το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε, αλλά δεν είναι το τέλος του κόσμου.
Τώρα λοιπόν που κάτι μας βάζει, όχι μόνο όλους τους Έλληνες αλλά και όλους τους πολίτες του πλανήτη, κάτω από την ίδια σκεπή του ίδιου προβλήματος, ίσως για πρώτη φορά τόσο δυναμικά και τόσο σαφώς, είναι ίσως μια καλή ευκαιρία να συναισθανθούμε ότι αυτό που ζούμε είναι ίσως το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε, αλλά δεν είναι το τέλος του κόσμου.
Φυσικά και δεν είναι το τέλος του θεάτρου, όπως η βιντεοκασέτα δεν ήταν το τέλος του σινεμά – ακόμα και το Netflix δεν είναι το τέλος του σινεμά. Δεν τελειώνει ούτε το θέατρο ούτε η ζωή του ανθρώπου τόσο εύκολα, αν δεν καταστραφούμε ολότελα από κάτι άλλο. Το θέατρο θα προχωρήσει, όταν έρθει η ώρα, με τους τρόπους και τα μέσα που μπορεί.
Αντιλαμβάνομαι και παρατηρώ με μεγάλη μου χαρά τις προσπάθειες που γίνονται και διεθνώς (με την παρουσίαση βιντεοσκοπημένων παραστάσεων), αλλά και στην Ελλάδα, αυτό το πράγμα που νομίζω ότι εδώ το ξεκίνησε ο Αργύρης Ξάφης με τρομερό δυναμισμό. Θα ήθελα κι εγώ να το κάνω, αν είχα εύκολη πρόσβαση στις παραστάσεις που έχω κάνει. Το θέατρο όμως εκ των πραγμάτων περιλαμβάνει θεατή και ηθοποιό την ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο, ως ζωντανή τέχνη. Ενώ μπορεί να μεταδώσει κάποια στοιχεία από την αισθητική και τη φόρμα του, μέσω κάμερας, σε έναν απομακρυσμένο θεατή, επί της ουσίας αυτό δεν λειτουργεί, κατά τη γνώμη μου. Οι θεατρικές παραστάσεις δεν έχουν οριστική μορφή, έχουν μια οριστική συμφωνία μεταξύ των συντελεστών, αλλά απαιτούν την παρουσία των θεατών την ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο για να μπορούν να λειτουργούν πραγματικά.
Είχα γράψει ένα post ακριβώς την ημέρα που ανακοινώθηκε το κλείσιμο των θεάτρων, μία ώρα πριν, θέτοντας μια ερώτηση κυρίως προς τους συναδέλφους και συντελεστές των θεάτρων, σε σχέση με το αν αυτό που κάνουμε είναι το ηρωικό και το σωστό ή μήπως όχι. Εγώ πίστευα ότι έπρεπε ήδη να έχουμε κλείσει. Οι άνθρωποι του θεάτρου έχουν όμως μια πολύ ωραία και ευγενική επιθυμία να παραμένουν λειτουργικοί και τα θέατρα να μη σταματούν, ακόμα και στις χειρότερες των περιστάσεων. Εκεί λοιπόν ανέφερα τη μία περίπτωση που μου έρχεται εύκολα στο μυαλό, το βομβαρδιζόμενο Λονδίνο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου τα θέατρα έπαιζαν. Αντιστοίχως τα θέατρα δεν σταμάτησαν ούτε εδώ, στην Κατοχή, δεν σταμάτησαν ποτέ, όπως δεν σταμάτησε η ζωή, ούτε τα πάρτι, όλες οι κοινωνικές χαρές των ανθρώπων. Η διαφορά ποια είναι; Ότι εδώ, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό που ζούμε, είναι ίσως η πρώτη φορά που τα θέατρα πρέπει να σταματήσουν. Υποθέτω ότι στις αντίστοιχες πανδημίες του 1918 ή στη βουβωνική πανώλη, ενώ οι άνθρωποι δεν γνώριζαν για τα μικρόβια και τους ιούς, είχαν καταφέρει να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι η εγγύτητα και η συνάθροιση διογκώνει το πρόβλημα, οπότε φαντάζομαι ότι σε εκείνες τις περιόδους πάλι θα υπήρχαν θέατρα κλειστά.
Θα ξανανοίξουν τα θέατρα. Θέλω να πιστεύω ότι στη χώρα μας, όπου μοιάζει να κινούμαστε με βραδύτερους ρυθμούς και άρα σωστότερους –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό θα είναι το τέλος της όλης ιστορίας–, θα μπορέσουμε να χαρούμε τον ήλιο σε ένα ύστερο καλοκαίρι. Θα ξαναρχίσει η ζωή. Δεν είναι το τέλος του κόσμου.
Λένα Κιτσοπούλου: Αυτή η εμπειρία θα βρίσκεται μέσα σε ό,τι φτιάξω στο μέλλον
Ο δημιουργός, κατά τη γνώμη μου, είναι καταρχάς δημιουργός εκτός οποιουδήποτε συστήματος. Είναι δημιουργός γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, γιατί έχει σε πρώτη φάση την ανάγκη να εκφραστεί και στη συνέχεια να απευθυνθεί κάπου, να βρει έστω και έναν θεατή.
Προσωπικά, παρ' όλο που είμαι ενταγμένη στο σύστημα και χάρη σε αυτό μέχρι τώρα δουλεύω και επιβιώνω, έχω φροντίσει από παιδί, από χαρακτήρα, να διατηρώ πάντα μία αυτονομία, να χαίρομαι τον εαυτό μου και τη σκέψη μου εκτός οποιουδήποτε συστήματος. Οπότε οτιδήποτε κι αν συμβεί γύρω μου, ακόμα κι αν χρειαστεί να βρεθώ σε μία φυλακή ή πάνω σε μία βραχονησίδα για την υπόλοιπη ζωή μου, έχω φροντίσει να κουβαλάω μαζί μου την τέχνη μου ως αυτοϊκανοποίηση, έχω προσπαθήσει όσο μπορώ να ενδυναμώνω συνεχώς τα εργαλεία της δημιουργίας μου, τα οποία είναι το βλέμμα μου, το μυαλό μου και τα χέρια μου. Το γύρω-γύρω για μένα είναι πάντα τροφή. Είτε είναι άσχημο, είτε είναι όμορφο, είναι πλούτος.
Οπότε και αυτή την καινούργια συνθήκη της εισβολής του κορωνοϊού, που βιώνουμε όλοι, εγώ προσωπικά την εξέλαβα ως δώρο από την αρχή. Ένιωσα σαν ο σκηνοθέτης του σύμπαντος να φώναξε «CUT». Ένιωσα σαν ένας φακός που βρισκότανε πάνω στον μικρόκοσμό μου να έκανε ξαφνικά ένα ζουμ άουτ, να απομακρύνθηκε από τον πλανήτη, και ο μικρόκοσμός μου, όπως και του καθένα από εμάς, να έγινε ασήμαντος έως και ανύπαρκτος. Ουσιαστικά διαλύθηκε το σύστημα και αυτό για οποιονδήποτε καλλιτέχνη είναι δώρο και μόνο δώρο.
Προσωπικά ελευθερώθηκα, ο χρόνος πια ήταν όλος δικός μου, έψαξα να βρω τον καλύτερο τρόπο να εκμεταλλευτώ αυτή την ωραία παύση στο ανούσιο τρεχαλητό, στις ανούσιες συναναστροφές που αποτελούν μεγάλο μέρος της ζωής μας, ακόμα κι όταν αυτή θέλει να λέγεται καλλιτεχνική, επέλεξα να φύγω και να ανέβω σε ένα βουνό όπου και βρίσκομαι τώρα που σας γράφω, μέσα στα δάση, όπου δύο-τρεις άνθρωποι ζουν εδώ από τη φύση και μόνο, κυνηγώντας ή φυτεύοντας την τροφή τους, χωρίς να χρησιμοποιούν χρήματα εδώ και πολλά χρόνια, και βιώνω λόγω του κορωνοϊού μία εμπειρία ζωής.
Συναναστρέφομαι ανθρώπους που ξέρουν όλες τις φωνές των πουλιών, που ξέρουν να διαβάζουν τη φύση, που ξέρουν από έναν ήχο και μόνο ποιο ζώο πλησιάζει ή τι καιρικό φαινόμενο έρχεται. Αυτό μου διδάσκει ίσως το πιο χρήσιμο πράγμα για την τέχνη μου. Τη φύση του ανθρώπου, την καταγωγή του, το ζώο μέσα του, τις βασικές του αισθήσεις, τη λειτουργία του, εκτός ψυχαναγκαστικών κοινωνικών συμπεριφορών, εκτός κτιρίων και γραφείων και διαδρόμων.
Προσωπικά ελευθερώθηκα, ο χρόνος πια ήταν όλος δικός μου, έψαξα να βρω τον καλύτερο τρόπο να εκμεταλλευτώ αυτή την ωραία παύση στο ανούσιο τρεχαλητό, στις ανούσιες συναναστροφές που αποτελούν μεγάλο μέρος της ζωής μας, ακόμα κι όταν αυτή θέλει να λέγεται καλλιτεχνική, επέλεξα να φύγω και να ανέβω σε ένα βουνό όπου και βρίσκομαι τώρα που σας γράφω, μέσα στα δάση, και βιώνω λόγω του κορωνοϊού μία εμπειρία ζωής.
Σίγουρα η ζωντανή εμπειρία του θεάτρου δεν μπορεί να βιωθεί μέσα από μία οθόνη και σίγουρα η εμπειρία αυτή χάνεται. Όμως, αυτήν τη στιγμή μπορεί να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο. Ένας τρόπος επικοινωνίας από εσώκλειστους ανθρώπους και την ανάγκη τους είτε να μεταφέρουν μία πληροφορία, είτε να εφεύρουν έναν νέο κώδικα μέσω διαδικτύου και βίντεο, ώστε η τέχνη του θεάτρου να παραμείνει ενεργή. Ακόμα και το μοίρασμα μιας γνώσης, μίας εμπειρίας, ακόμα και μία εικόνα θεατρική μέσα από ένα βίντεο μπορεί να μεταφέρει κάτι που μας αφορά άμεσα.
Είναι ωραίο, αυτήν τη στιγμή, που ο καθένας από την πλευρά του παλεύει να επικοινωνήσει αυτό που θεωρεί σημαντικό. Είναι ωραίο που παλεύει, ακόμα κι αν η πάλη αυτή έχει να κάνει με το να ξεχάσει ό,τι θεωρούσε μέχρι τώρα δεδομένο. Είναι ωραίο που λόγω αυτής της παράξενης συνθήκης επικρατεί η ανάγκη απαλλαγμένη από οτιδήποτε περιττό. Ο άνθρωπος αναμετριέται με τον πιο βαθύ εαυτό του.
Είναι μία σημαντική στιγμή αυτή που βιώνουμε, δεν θα έπρεπε να την κρίνουμε ως θετική ή αρνητική. Δεν θα έπρεπε να φοβόμαστε τις αλλαγές. Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε πότε θα τελειώσει όλο αυτό για να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Δεν θα έπρεπε ως καλλιτέχνες να αποζητάμε την κανονικότητα και τη συνήθεια. Δεν υπάρχει κανονικότητα. Και σίγουρα δεν ήταν κανονικότητα αυτό που ζούσαμε προ κορωνοϊού. Έρχεται μία παγκόσμια αλλαγή και πρέπει, πρώτα ως άνθρωποι και έπειτα ως καλλιτέχνες, να μπορούμε να αρμενίζουμε τον καιρό όπως έρχεται. Το θέατρο μέσα από όλο αυτό που συμβαίνει πιστεύω ότι θα βρει τον τρόπο του να επιβιώσει, αρκεί να είναι και αυτό έτοιμο για αλλαγές και για κινδύνους.
Αυτήν τη στιγμή εγώ έχω βρεθεί σε άλλον κόσμο, στα βουνά, βιώνω έναν άλλον τρόπο ζωής, έχω εδώ μαζί μου το λάπτοπ για να γράψω άμα θέλω, έχω βιβλία, έχω όλα τα εργαλεία ζωγραφικής, μπορώ άμα θέλω να κάνω ό,τι έκανα μέχρι τώρα. Δεν ξέρω βέβαια αν το θέλω. Αυτήν τη στιγμή εγώ παίρνω αυτό που μου δίνεται εδώ πάνω που βρίσκομαι. Αφιερώνομαι σε αυτό, ο χρόνος μοιράζεται σε ώρες κυνηγιού, σε αναμονή για μανιτάρια που βγαίνουν, σε δουλειές, σε κόψιμο ξύλων, σε τάισμα ζωντανών, ψάρεμα σε λίμνες και σε ώρες κενές που τα μάτια δεν χορταίνουν να μαθαίνουν από τις χιλιάδες εικόνες, έχω μετατοπιστεί και θέλω να το βιώσω απόλυτα αυτό που μου χαρίζεται εδώ πάνω.
Αν υπάρξει για μένα επιστροφή από εδώ, πράγμα για το οποίο δεν είμαι καθόλου σίγουρη και ούτε θέλω να το σκέφτομαι, τα σχέδια είναι μία πολύ ωραία συνεργασία με τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση που θα περιλαμβάνει την παράσταση του Ανέστη Αζά «Ερωτικές καρτ ποστάλ», στην οποία γράφω κάποια κείμενα και παίζω, και μετά μία δική μου σκηνοθεσία.
Το πιο σημαντικό για μένα τώρα είναι ότι έχουν εξαφανισθεί τα σχέδια από το κεφάλι μου και η μέρα μου είναι απόλυτα ολοκληρωμένη μέσα στη φύση της. Παρατηρώ έκθαμβη αυτό το φαινόμενο και ξέρω ότι αν υπάρξει αύριο, αν και όταν καταπιαστώ με το θέατρο πάλι, αυτή η εμπειρία θα βρίσκεται μέσα σε ό,τι φτιάξω. Θα ουρλιάζει μέσα μου και θα μου ζητάει να την καταγράψω.
Νίκος Καραθάνος: Πες μια καλημέρα και να την εννοείς
Ξεκίναγα να απαντήσω και μετά σκέφτηκα το εξής, επειδή συνέχεια ρωτάνε τους καλλιτέχνες πώς νιώθουν, τι θα γίνει με την κρίση, πώς βλέπουν τα πράγματα, κι αυτοί απαντάνε σοβαρά: Μην τους πιστεύετε. Μη ρωτάτε τέτοια πράγματα τους καλλιτέχνες. Αυτά είναι σοβαρά πράγματα και ενήλικα. Ο καλλιτέχνης είναι ένα ανήλικο παιδί που θέλει τη μάνα του. Είναι ένα παιδί που το σκάει το μεσημέρι γιατί του 'παν ότι θα περάσει ο θάνατος και θα τρέξει να τον βγάλει φωτογραφία, ενώ όλοι οι άλλοι ουρλιάζουν «γύρνα πίσω, μείνε σπίτι». Είναι ένα ακόμα ανήλικο ανθρωποειδές, ηθοποιοειδές, που κυνηγάει το θαύμα, όπου περνάει. Κι έτσι ψάχνει τη μέρα του, να την ανατινάζει. Στις σοβαρές ερωτήσεις μην τον παίρνετε στα σοβαρά, σας κοροϊδεύει. Παριστάνει ότι απαντά. Γιατί δεν θα τηρήσει τίποτε απ' όσα θα πει. Καλύτερα να ρωτήσεις έναν γιατρό, μια νοσοκόμα, έναν μοναχό, κάποιον στο σούπερ μάρκετ, θα σου πει πιο καλά πράγματα. Πάντως, ειδικά τους ανθρώπους του πολιτισμού, τις δύσκολες στιγμές, κάθε υπουργείο και κάθε φορέας ένα πράγμα πρέπει να κάνει, να τους στηρίζει, να τους πνίγει με λεφτά.
Θυμάμαι το «Δεκαήμερο». Σ' εκείνη την πανούκλα και τον θάνατο, ο κόσμος κλείστηκε στην εξοχή και έλεγε ιστορίες και θυμήθηκε πάλι τα πρώτα του πράγματα, τις πρώτες στιγμές. Όταν ησυχάζει ο τόπος, ξαναγυρνάς στο «καλύτερα ρώτα με πόσο κάνει ένα κι ένα, παρά να με απασχολείς με περισσότερα».
Έχουν παγώσει τα πάντα, η «Μέσα Χώρα» (σ.σ. η όπερα που θα σκηνοθετούσε στη Λυρική), το «Κουκλόσπιτο» (σ.σ. που έχει ανακοινωθεί για το Φεστιβάλ Αθηνών). Όπως σε όλους. Θυμάμαι το «Δεκαήμερο». Σ' εκείνη την πανούκλα και τον θάνατο, ο κόσμος κλείστηκε στην εξοχή και έλεγε ιστορίες και θυμήθηκε πάλι τα πρώτα του πράγματα, τις πρώτες στιγμές. Όταν ησυχάζει ο τόπος, ξαναγυρνάς στο «καλύτερα ρώτα με πόσο κάνει ένα κι ένα, παρά να με απασχολείς με περισσότερα». Στον εαυτό σου τον πρώτο, που όταν ξυπνάς το πρωί, την αυγή, είσαι ένστικτο, γουργουρίζει λίγο το στομάχι σου, πρώτα σκέφτεται το πουλί σου και μετά το μυαλό σου. Αυτό το μούγκρισμα, έτσι, πρωί-πρωί, που δεν έχει κρίση, δεν έχει πρόβλημα, απλώς αναπνέει προς τα κάπου, ψάχνει λίγο νερό να πλυθεί και νιώθει το δέρμα του, είναι πολύ ωραίο σε τέτοιες στιγμές, όταν ησυχάζουν όλα, να το θυμάσαι. Μείνε στα πρώτα, πες μια καλημέρα και να την εννοείς, να την καταλάβει ο άλλος, παρά να ζαλιστείς για να καταλάβεις κάτι που δεν χωράει καν στον νου.
Λες για το Ίντερνετ, τι φασαρία, τι βαβούρα, και μετά σκέφτεσαι έναν που ζει απομακρυσμένος, τι χαρά και παρηγοριά είναι γι' αυτόν. Έτσι σκέφτεσαι και για κάποιον που δεν έχει δει αυτήν τη παράσταση και του ήταν δώρο να τη δει. Για κάποιον μπορεί να είναι θεραπεία, παρηγοριά. Προσωπικά εμένα ζαλίστηκαν τα μάτια μου να βλέπω πράγματα. Κουράστηκαν. Μα, δεν είναι μηχανή. Κάποια στιγμή διψάσαν τα χέρια μου κάτι να αγγίξω, ήθελα τουλάχιστον να θαυμάσω ένα ανθρώπινο πόδι από τον αστράγαλο και πάνω. Πώς αλλιώς να σ' το πω; Κάποιος μπορεί να απολαμβάνει κάτι που δεν έχει ξαναδεί στη ζωή του κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Κάποιος άλλος τον καλλιτέχνη τον κάνει κλέφτη, όχι δράστη. Είναι μια υπερλειτουργεία, κάτι ώρες-ώρες υπερβολικό. Γιατί να το κρίνω όμως; Ας είναι κι έτσι.
Άντζελα Μπρούσκου: Γίναμε καταναλωτές ενός απροσδιόριστου «ελεύθερου χρόνου»
Σ' όλη την ιστορία της ανθρωπότητας οι επιδημίες συγκλόνιζαν κυριολεκτικά τους λαούς αυτής της γης. Μέσα από μια θρησκευτική αντίληψη, που δυστυχώς ισχύει μέχρι και σήμερα, πολλές φορές θεωρήθηκαν ως τιμωρία από τον Θεό καθώς συνδέονταν με την αμαρτία και τα έκλυτα ήθη.
Ένας μεταφυσικός φόβος προσωποποιεί πάντα την αρρώστια ως το απόλυτο Κακό. Μήπως όμως το μήνυμα σήμερα έρχεται από την ίδια τη φύση; Οι εικόνες καταστροφής του πλανήτη φαίνεται δεν είναι ακόμα ικανές να μας μετακινήσουν από την καθημερινή ασφάλεια του σούπερ μάρκετ. Μέσα σε μια μόνο βδομάδα, βιώσαμε μια τρομακτική στέρηση και έλλειψη για τα πάντα στα όρια της υπερβολής. Αυτή η πανδημία που αφορά όλους και μας εξίσωσε με το γεγονός ενός απρόβλεπτου θανάτου, μας προσγείωσε απότομα σ' ένα πεδίο υπαρξιακής και κοινωνικής απραξίας. Μιας απραξίας που ενέχει πολλούς κινδύνους, όπως αποδείχτηκε. Δεν είναι τυχαίο που αυξήθηκε η ενδοοικογενειακή βία μέσα σ' αυτό το διάστημα.
Νομίζω πιο πολύ γίναμε καταναλωτές ενός απροσδιόριστου «ελεύθερου χρόνου», τον οποίο έχουμε ανάγκη σπασμωδικά να διαφημίζουμε και στο διαδίκτυο, ακόμα και με ασκήσεις γυμναστικής. Οπότε η online καταιγίδα θεαμάτων, αντί να κατευνάσει την αγωνία μας, μετατράπηκε σε online υστερία. Σε λίγο θα ακολουθήσουν τα online soldout και στη συνέχεια οι online κριτικές.
Νομίζω πιο πολύ γίναμε καταναλωτές ενός απροσδιόριστου «ελεύθερου χρόνου», τον οποίο έχουμε ανάγκη σπασμωδικά να διαφημίζουμε και στο διαδίκτυο, ακόμα και με ασκήσεις γυμναστικής. Οπότε η online καταιγίδα θεαμάτων, αντί να κατευνάσει την αγωνία μας, μετατράπηκε σε online υστερία. Σε λίγο θα ακολουθήσουν τα online soldout και στη συνέχεια οι online κριτικές. Με τρομάζει ότι ακόμα κι αυτήν τη στιγμή που έχουμε ανθρώπους να διαβιώνουν σε άθλιες συνθήκες στη χώρα μας, χωρίς καμία υγειονομική κάλυψη, σε τρομακτικούς χρόνους απραξίας και αναμονής, μας απασχολούν αυτάρεσκα views και likes προβολών online, που επιβραβεύονται από τα media, που βρίσκονται επίσης σε απραξία. Μήπως χρειάζεται ενός λεπτού σιγή; Χωρίς μουσική, χωρίς θέαμα, χωρίς χειροκροτήματα; Να αφουγκραστούμε αυτό τον πλανήτη που έχει επίσης πληγεί από τον ανθρώπινο ιό και είναι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης; Να πενθήσουμε τις απώλειες;
Κάναμε πρόβες για το έργο της Σάρα Κέιν «Phaedra's love» που θα παρουσιαζόταν τον Απρίλιο. Σήμερα βιώνω κι εγώ, όπως όλοι, την «ελευθερία» των απαγορεύσεων της καραντίνας. Δεν μπορώ να εκτιμήσω το μέλλον. Αλλά μήπως παραστάσεις και θεατές πρέπει να σταματήσουν να συμπεριφέρονται online; Να μην είναι το θέατρο η αφορμή μόνο για μια βραδινή έξοδο, όπου ανακυκλώνονται ονόματα, βαρετές πρεμιέρες και κάποτε πολλή μετριότητα ως μετοχές τέχνης; Να αποκτήσει νόημα και να είναι τόσο επείγον όσο η Κουζίνα Αλληλεγγύης;
Ναι, ίσως τότε κάτι να αλλάξει την επόμενη μέρα.