ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΟΝΤΑ ΕΝΑΣ ΜΗΝΑΣ από το υποχρεωτικό κλείσιμο όλων των θεατρικών σκηνών της χώρας, ενώ συγκεκριμένος χρονικός ορίζοντας για την επανέναρξη της λειτουργίας τους δεν υπάρχει, καθώς η πανδημία εξαπλώνεται και τα μέτρα αντιμετώπισης προσαρμόζονται καθημερινά. Παράλληλα, το διαδίκτυο αγκαλιάζει, σε διεθνές επίπεδο, για πρώτη φορά με τόσο μεγάλη θέρμη το θέατρο, καθώς γινόμαστε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς έκρηξης μαγνητοσκοπημένων αναμεταδόσεων από παλιότερες και πιο σύγχρονες παραστάσεις, και το κοινό φαίνεται να τις καταναλώνει με μανία.
Πώς θα επηρεαστεί η εγχώρια καλλιτεχνική παραγωγή και η σύγχρονη θεατρική δραματουργία από όσα ζούμε αυτές τις μέρες; Τι θα πεθάνει και τι θα γεννηθεί μέσα από τη δοκιμασία; Ποιο είναι εν τέλει το μέλλον του θεάτρου, ως επαγγέλματος, ως θεάματος, ως μέσου κοινωνικοποίησης και ως περιεχομένου; Επιχειρούμε να ανοίξουμε τη μεγάλη συζήτηση ζητώντας μια πρώτη προσέγγιση από σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες, αρχής γενομένης από τον Θόδωρο Τερζόπουλο:
Έχω επιστρέψει εδώ και 12 μέρες στην Αθήνα από την Αγία Πετρούπολη και βρίσκομαι σε καραντίνα μέχρι την Κυριακή. Το πρόβλημα του κορωνοϊού με βρήκε στη Ρωσία, όπου εμφανίστηκε με καθυστέρηση περίπου τριών εβδομάδων σε σχέση με την Ελλάδα. Ήμουν εκεί για το «Μάουζερ», μιας παραγωγής του Αλεξαντρίνσκι, του Εθνικού τους Θεάτρου, και μια μέρα πριν από την πρεμιέρα ήρθε η εντολή από το υπουργείο Πολιτισμού ότι δεν επιτρέπεται να παρουσιάσουμε σε κοινό την παράσταση, οπότε δεχθήκαμε τη λύση του live streaming.
Την προηγούμενη βραδιά, στη γενική πρόβα, προσπαθήσαμε να προσαρμόσουμε όλη αυτή τη σκηνική ιδέα και τις ερμηνείες στον άδειο χώρο. Έπρεπε να βρω ένα εύρημα. Το εύρημα ήταν το σωσίβιο που ανέδειξε τελικά πολύ καλές πλευρές της παράστασης και των ηθοποιών: Στην αίθουσα του ιστορικού αυτού θεάτρου των 280 ετών υπάρχουν οι θέσεις με κάποιες πλακέτες, όπου κάθονταν ο Γκόγκολ όταν έκανε εκεί τον «Επιθεωρητή», ο Ντοστογιέφσκι, η Τσβετάγιεβα και η Αχμάτοβα ως θεατές, ο Τσέχοφ που εκεί πρωτοπαρουσίασε τις «Τρεις Αδερφές»... Αυτή ήταν η λύση. Τους είπα «θα φωτίσω αυτές τις θέσεις και θα απευθύνεστε σε εκείνους, αφήστε τη φαντασία, ανοίξτε την ενέργειά σας», έχουμε την επιστροφή των νεκρών, με όλη τη σοφία που φέρουν όταν επιστρέφουν, όπως με την περίπτωση του Ηρακλή ή του Οδυσσέα. Αυτό (το εύρημα) είναι απόλυτα μιλερικό (σ.σ. άρα και ταιριαστό), αφού ανέβαζα τον «Μάουζερ» του Μίλερ. Εγώ κρύφτηκα στο θεωρείο, δεν αισθανόντουσαν καθόλου την παρουσία μου, ήταν μόνο 7 κάμερες, αλλά πραγματικά άνοιξε η ενέργεια, βγήκε κάτι μαγικό.
Μέσα σε αυτή την κακοτυχία, κάτι μπορεί να γεννηθεί. Κανείς μπορεί να δημιουργήσει μέσα στη σιωπή, να γίνει δημιουργός σπουδαίος χωρίς την οχλοβοή, χωρίς όλο αυτό που συνιστά μια παράσταση – τα σκηνικά, τα ρούχα, τα εφέ, τα γύρω γύρω από τον ηθοποιό και ο ίδιος (να μη βρίσκεται) ποτέ στο κέντρο της σκηνής. Σαν να πρέπει να βρει ο ηθοποιός την κεντρική του θέση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παίζουμε σε άδειες αίθουσες και να ανακαλούμε την εικόνα της Παξινού ή του Μινωτή ή της Λαμπέτη. Το θέατρο είναι μια ζωντανή τέχνη, αλλά μπορούμε να προσαρμοστούμε σε αυτό που ζούμε, με έναν προσωρινό ορίζοντα, αν θέλουμε πραγματικά να συνεχίσει να υπάρχει. Αυτό φάνηκε στο live streaming, και στις δύο παραστάσεις, ιδιαίτερα στην πρώτη γιατί υπήρξε και το σοκ των ηθοποιών. Άλλες φορές έπαιρνε τη διάσταση του δέους. Βέβαια η κανονική πρεμιέρα με το κοινό θα γίνει το φθινόπωρο, αλλά ήταν για μένα μια συνταρακτική εμπειρία, ιδιαίτερα όσον αφορά τους παλιούς ηθοποιούς – γιατί είχα μια ομάδα πολύ νέων, εξαιρετικών ηθοποιών και 5-6 παλιούς, της σχολής Βαχτάνγκοφ. Αυτοί βγάλανε άλλα πράγματα, συγκλονιστικά – δυο-τρεις από αυτούς δηλαδή φάνηκε ότι επικοινώνησαν με τους νεκρούς.
Σκέφτομαι σήμερα, στον εγκλεισμό μου, όπως όλοι μας, ότι πρέπει να ξαναδούμε την ιδέα του Πίτερ Μπρουκ για τον άδειο χώρο. Και τη σιωπή. Σαν να πρέπει να κάνουμε μια επανεκκίνηση, να επαναπροσδιοριστούμε, να ξανασκεφτούμε τα πράγματα από την αρχή. Μέσα σε αυτή την κακοτυχία, κάτι μπορεί να γεννηθεί. Κανείς μπορεί να δημιουργήσει μέσα στη σιωπή, να γίνει δημιουργός σπουδαίος χωρίς την οχλοβοή, χωρίς όλο αυτό που συνιστά μια παράσταση – τα σκηνικά, τα ρούχα, τα εφέ, τα γύρω γύρω από τον ηθοποιό και ο ίδιος (να μη βρίσκεται) ποτέ στο κέντρο της σκηνής. Σαν να πρέπει να βρει ο ηθοποιός την κεντρική του θέση, γιατί το θέατρο είναι του ηθοποιού, κατά τη γνώμη μου, και όχι του σκηνοθέτη. Από τη στιγμή που πετυχαίνει, ο σκηνοθέτης φλερτάρει με την εξουσία, γι' αυτό και χρησιμοποιείται πάντα από τις εξουσίες.
Μέσα σε αυτήν τη σιωπή ίσως μπορούμε να ξαναγίνουμε πιο ταπεινοί, να ξανασκεφτούμε κάποια πράγματα όπως η ασημαντότητά μας, οι ελλείψεις μας. Ίσως μπούμε σε μια διαδικασία αυτοκριτικής, σε έναν κόσμο που πραγματικά αρχίζει και μας ανησυχεί. Εγκαθιδρύεται ένα σύστημα ελέγχου με άλλοθι την υγεία που –ελπίζω σε ένα απώτερο μέλλον και όχι νωρίτερα– θα γίνει ένα σύστημα ελέγχου όλης της συμπεριφοράς μας. Θα ελεγχθεί ακόμα και η σκέψη μας, με όλα αυτά τα τσιπς που δειλά αρχίζουν και εμφανίζονται. Οργουελική δυστοπία, εκεί οδηγούμεθα.
Τα ερωτήματα που μπαίνουν έχουν σχέση με τον άνθρωπο και δευτερευόντως με το θέατρο. Μιλάμε πάντα για έναν νέο ανθρωπισμό και στο θέατρο δεν αποδεικνύεται αυτό, σε μια εποχή απανθρωπισμού. Με αυτή την έννοια, σκέφτομαι ότι ίσως μπορούμε να ξαναδούμε με άλλα μάτια κάποιους από τους μεγάλους δημιουργούς του θεάτρου. Μπορούμε να ξαναδούμε τον Μπέκετ ή τον Μπρεχτ, που θέλει τον άνθρωπο ενεργοποιημένο, να μάχεται, να αγωνίζεται, να είναι σε εγρήγορση μέσα στην κοινωνική παλαίστρα. Μπορούμε να δούμε τον Αισχύλο, τη σχέση του με τον θεό, με αυτό που μας υπερβαίνει, πώς θεοποιεί τα φυσικά φαινόμενα, να ξαναδούμε τον Προμηθέα, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και την πόλη. Είναι τόσο διαταραγμένη αυτή η σχέση που τα αποτελέσματα τα βλέπουμε και θα δούμε και πιο άσχημα πράγματα, όπως προδιαγράφεται στο μέλλον.
Μήπως είναι η στιγμή να γίνουμε πιο απλοί, πιο επικοινωνιακοί, να αρχίσουν να λειτουργούν πάλι οι αισθήσεις μας, οι οποίες εδώ και πολλά χρόνια κοιμήθηκαν; Δεν βλέπουμε με τα μάτια, δεν ακούμε, δεν χαϊδεύουμε, δεν χαϊδευόμαστε, οπότε τι είδους τέχνη κάνουμε; Επαναλαμβάνουμε όλη αυτή την «κλίμακα του απανθρωπισμού», τη μεταφέρουμε στο θέατρο για μία ακόμα φορά, για να δούμε πώς είναι ο κόσμος; Μα, έτσι είναι ο κόσμος. Μπορούμε λίγο να τον αλλάξουμε, αν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι;
Μπαίνουν πολλά ζητήματα και σε ιδεολογικό επίπεδο και σε πολιτικό, και τα περισσότερα σε φιλοσοφικό και οντολογικό. Αυτήν τη φορά, ίσως με μεγάλη σοβαρότητα, πρέπει να ξαναδούμε εμείς οι ίδιοι ποια είναι η αποστολή μας, τι θέλουμε, και να παλέψουμε γι' αυτό. Αυτός ο εγκλεισμός μπορεί να μας βοηθήσει κάπως, γιατί όλα τα πράγματα διακινούνται σε μια βαβούρα, όπου λέγονται πολλά, αφοριστικά τα περισσότερα. Δεν υπάρχει αλληλοαποδοχή. Να κάνουμε ένα πραγματικά ζωντανό και χρήσιμο θέατρο που θα στηρίζεται στην ιδέα του ελάχιστου. Δεν χρειάζεται όλο αυτό το θεαματικό στοιχείο. Αν βγάλεις τον άνθρωπο από τη μέση, τι μένει; Το θέαμα.
Την ιδέα του ελάχιστου την πρεσβεύω, είναι πιο πολύ ιδεολογικό το ζήτημα για μένα, παρά αισθητικό. Και η τελευταία μου δουλειά αυτό ήταν, τρία στοιχεία, τίποτα περισσότερο, και ο άνθρωπος που παλεύει στο κέντρο της σκηνής. Δεν είναι σχηματικό: πραγματικά στο κέντρο της σκηνής, για να φανεί ότι το θέατρο είναι δημιουργία του ανθρώπου και ο άνθρωπος πρέπει να είναι στη μέση. Δεν θέλω έναν ηθοποιό σε σμίκρυνση και πίσω του μια μεγάλη οθόνη όπου θα βλέπω το μάτι του ή το αυτί του. Τα βαρέθηκα και αυτά, έχουν ξεπεραστεί διεθνώς γιατί δεν οδηγούν πουθενά.
Έχω όντως πάρα πολλές σκέψεις. Και να πείτε ότι είμαι ένας άνεργος; Έχω σχέδια για την επόμενη πενταετία. Πάντα δουλεύω νωρίτερα μια παραγωγή μου, επεξεργάζομαι το υλικό μου τουλάχιστον δυο χρόνια πριν. Έχουν αναβληθεί δυο-τρεις περιοδείες στο εξωτερικό, μια σκηνοθεσία, ένα διεθνές σεμινάριο που θα έκανα το καλοκαίρι... Είναι όμως τόσο μεγάλο το σοκ που δεν με επηρεάζει ότι θα δυσκολευτούμε οικονομικά. Θα δυσκολευτούμε, το πήραμε απόφαση. Έχω μια αγωνία ως προς το μέλλον του ανθρώπου, το δικό μου, των ηθοποιών μου, της ομάδας μου. Κάποιοι είναι νέοι και οικογενειάρχες. Αυτή είναι η αγωνία μου και είναι πιο πολύ ανθρώπινη. Δεν μπορώ να μπω σε σκέψεις που αφορούν μόνο το θέατρο. Εμείς οι καλλιτέχνες συχνά μιλάμε μόνο για το θέατρο και είμαστε αποκομμένοι από τη ζωή, είμαστε αυτιστικοί. Κινούμεθα πολλές φορές μέσα σε ένα τίποτα, σε μία έρημο, και νομίζουμε ότι πρωτοστατούμε, ότι καθορίζουμε τα πάντα.
Αύριο στο LIFO.gr διαβάστε τις σκέψεις της Ρούλας Πατεράκη.
σχόλια