Τον περασμένο Οκτώβριο συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε μια μπρασερί στο Παρίσι. Ο Γιώργος Κουμεντάκης φιλοδοξούσε να της προτείνει να σκηνοθετήσει μια γαλλική όπερα κι η Φανί Αρντάν ήθελε να ακούσει από κοντά τι είχε να της πει ο συνθέτης που έχει αναλάβει την Εθνική Λυρική Σκηνή. Τελικά τίποτα από όσα είχαν στην «ατζέντα» τους κι οι δύο δεν συνέβη.
Όταν στο τραπέζι έπεσε το όνομα της Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ παραμέρισαν τα πάντα κι η κουβέντα άρχισε να στροβιλίζεται γύρω από μια μαραζωμένη ρωσική επαρχία, φαιδρούς πρωταγωνιστές, ασυγκράτητα πάθη και στυγερά εγκλήματα, πολιτικές ερμηνείες, υπαγορεύσεις και μια σεξουαλικά απελευθερωμένη ηρωίδα που αποτελεί πλέον ένα από τα αρχέτυπα του οπερατικού ρεπερτορίου.
Εννέα μήνες μετά, η Φανί Αρντάν όχι μόνο έχει δεχτεί να κατευθύνει σκηνοθετικά αυτό το πυρακτωμένο πλάσμα που δολοφονεί ό,τι μπορεί να βλάψει τον έρωτά της αλλά φλέγεται όταν μιλά για τη Λαίδη.
Τις προηγούμενες ημέρες η σταρ των εξήντα ταινιών, των τριάντα θεατρικών έργων, η μούσα του Τριφό, η πρωταγωνίστρια των Τζεφιρέλι και Πολάνσκι, η μοναδική «γυναίκα της διπλανής πόρτας» μπαινόβγαινε με τη δημιουργική της ομάδα στην Εθνική Λυρική Σκηνή και παρουσίαζε στον Γιώργο Κουμεντάκη πώς ακριβώς ονειρεύεται την παράσταση (θα κάνει πρεμιέρα στις 12 Μαΐου 2019 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος).
«Η Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο κι ελεύθερο. Πώς ζει το κομμάτι του εαυτού μας που αντιστέκεται στους νόμους, μέσα σε μια κοινωνία συμβατική και ομοιόμορφη; Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω. Αγαπώ την Κατερίνα Ισμαήλοβα» γράφει η σκηνοθέτιδα για την ηρωίδα της σε ένα από τα πρώτα σημειώματα που έστειλε στην Λυρική.
Για την Εθνική Λυρική Σκηνή το απαιτητικό κι άλλοτε απαγορευμένο έργο του Σοστακόβιτς εντάσσεται σε μια σειρά προγραμματισμένων παραστάσεων με τα οποία ανιχνεύουν τη γυναικεία ψυχή (όπως η Γενούφα, η Λουτσία ντι Λαμερμούρ ή η Τραβιάτα που ακολουθούν την επόμενη σεζόν). Ενώ, για τη σπουδαία Γαλλίδα, η πρωταγωνίστρια της όπερας Κατερίνα Ισμαήλοβα είναι αρκετά φλογερή, ηδονική και βλάσφημη για να ασχοληθεί μαζί της.
«Η Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο κι ελεύθερο. Πώς ζει το κομμάτι του εαυτού μας που αντιστέκεται στους νόμους, μέσα σε μια κοινωνία συμβατική και ομοιόμορφη; Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω. Αγαπώ την Κατερίνα Ισμαήλοβα» γράφει η σκηνοθέτιδα για την ηρωίδα της σε ένα από τα πρώτα σημειώματα που έστειλε στην Λυρική.
«Δεν είναι μόνο ένας χαρακτήρας του Λέσκοφ, σε μια όπερα του Σοστακόβιτς, αλλά ένα πρόσωπο παρόν ακόμα και στη δική μας εποχή το οποίο, αν είμαστε προσεκτικοί, μπορούμε να συναντήσουμε. Αγαπώ αυτούς που δεν φοβούνται την ετυμηγορία, τις κυρώσεις της κοινωνίας, τα κόμματα, τις ομάδες, τη συλλογική σκέψη. Τους κοιτάζω που ζουν σε ένα τεντωμένο σύρμα, εύθραυστο ίσως, αλλά δονούμενο και πυρακτωμένο. Τρέμω τη στιγμή που θα πέσουν. Καταλαβαίνω ότι προτιμούν να πεθάνουν από το να καταστρέψουν το όνειρό τους. Δέχομαι ότι αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία των εμπόρων και των κερδών. Θαυμάζω το κόστος που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να μείνουν ελεύθεροι και να ακολουθήσουν το πάθος τους».
Βασισμένη σε νουβέλα του Νικολάι Λέσκοφ, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ ασχολείται με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ενώ, την ίδια στιγμή, εξαιρετικά περίτεχνα ο Σοστακόβιτς «καρφώνει» θεσμούς όπως η εκκλησία και η αστυνομία.
Το έργο έγινε παγκοσμίως γνωστό όταν, το 1936, μετά από επίσκεψη του Στάλιν στην όπερα, η Πράβντα, επίσημο όργανο του κομμουνιστικού κόμματος, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Σύγχυση αντί για μουσική» καθώς θεώρησε την σύνθεση χυδαία και μικροαστική. Αλλά κι ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, μην αντέχοντας τόσο ρεαλισμό την είχε χαρακτηρίσει «θλιβερά επαρχιώτικη».
Ήταν σχεδόν αφόρητο να αντέξουν τη θετική στάση των δημιουργών απέναντι σε μια δολοφόνο πρωταγωνίστρια, την ερεθιστική απόδοση των ερωτικών σκηνών αλλά και την τόλμη του συνθέτη να «ανεβάσει στη σκηνή» τη βυθισμένη στην πλήξη ρωσική επαρχία.
Η όπερα απαγορεύτηκε στη Σοβιετική Ένωση και παρουσιάστηκε μονάχα μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1962 σε νέα εκδοχή (βεβαίως σήμερα το έργο παίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αρχική του μορφή).
Την παράσταση, που επιστρέφει στη Λυρική Σκηνή μετά από σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, θα διευθύνει ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος (έχει επίσης συναντηθεί με τη Φ. Αρντάν στην Αθήνα), σε σκηνικά που ετοιμάζει ήδη -όπως μαρτυρούν οι μακέτες- ο διαπρεπής Γερμανός σκηνογράφος Τομπίας Χοάιζελ και κοστούμια που θα σχεδιάσει η σούπερ σταρ του Χόλιγουντ κι ενδυματολόγος των τεσσάρων Όσκαρ, Μιλένα Κανονέρο (Μπάρι Λίντον του Στ. Κιούμπρικ, Δρόμοι της φωτιάς του Χ. Χάντσον, Μαρία Αντουανέτα της Σ. Κόπολα και Ξενοδοχείο Grand Budapest του Γ. Αντερσον).
«Κρατώ την ιστορία της Λαίδης σαν εικόνα, σαν δώρο που θέλω να σας προσφέρω. Είπα στον εαυτό μου: Δεν έχει σημασία η εποχή, η πολιτική. Δεν έχουν σημασία οι περιστάσεις, το πλαίσιο. Δεν έχουν σημασία οι νόμοι. Θα υπάρχουν πάντοτε αυτοί που υπακούουν και εκείνοι που διατάζουν, αυτός που οδηγεί κι εκείνος που ακολουθεί, αυτός που μπαίνει στη σειρά και εκείνος που θεωρεί το κάλεσμα της ζωής ισχυρότερο από οτιδήποτε άλλο. Κι έτσι, κρατώ τη Λαίδη Μάκβεθ στην περιοχή του Μτσενσκ, στην επαρχία της, στην αυτοκρατορία των τσάρων, στο περιβάλλον της, αυτό των εμπόρων», αναφέρει η Αρντάν για την επιλογή της εποχής.
Παρόντες στην προ ημερών συνάντηση των δύο επιτελείων ήταν τόσο ο σκηνογράφος (που έχει ετοιμάσει μια πρώτη εκδοχή του σπιτιού της παράστασης) αλλά και η Μιλένα Κανονέρο που δεν έχει φέρει ακόμα στην Αθήνα δείγμα της δουλειάς της καθώς η τελική μορφή αποφασίζεται τώρα.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης, ωστόσο, επιμένει: «Με έναν μαγικό τρόπο η ομάδα αυτή ούτε ακολουθεί την εποχή του έργου, ούτε και το φέρνει στο σήμερα - όπως πολύ συχνά κάνουν οι άνθρωποι της όπερας. Ψάχνουν τη βαθιά της ουσία και δημιουργούν προσωπικούς χαρακτήρες στους οποίους διαγράφεται η ματιά τους. Για παράδειγμα, στο σπίτι της μακέτας δεν καταλαβαίνεις τα όριά του, είναι σε διάλογο με την φύση γύρω, σαν τις ζωές μας που κανείς δεν ξέρει αν το μέσα μας συμβαδίζει με όσα εξωτερικεύουμε».
Μεγάλη εκκρεμότητα τώρα πια παραμένει η ανεύρεση της γυναίκας που θα ερμηνεύσει την Κατερίνα Ισμαήλοβα. «Στην όπερα όλοι αναζητούν το τέλειο φωνητικό όργανο. Εγώ αντιθέτως θέλω να βρω την τέλεια γυναίκα», ξεκαθάρισε η Αρντάν στον Κουμεντάκη. «Θέλω την ηθοποιό που θα αποτυπώσει όλη την ηδονή, όχι την τραγουδίστρια που θα τα ερμηνεύσει όλα ολόσωστα...».