Το ζήτημα του φύλου, η ρατσιστική και ομοφοβική βία, ο αραβικός κόσμος μετά την επανάσταση, οι ρίζες της τρομοκρατίας, η συλλογικότητα ως θεατρική μέθοδος, το άνοιγμα σε παραγκωνισμένες κοινωνικές τάξεις αλλά και η αρμονική ισορροπία ανάμεσα σε κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς συνθέτουν, μεταξύ άλλων, το καλλιτεχνικό στίγμα του φετινού Φεστιβάλ της Αβινιόν υπό τη διεύθυνση του Ολιβιέ Πυ.
Από τις 6 έως τις 24 Ιουλίου πληθώρα θεαμάτων παρουσιάζεται τόσο από καταξιωμένους, ώριμους σκηνοθέτες, όπως ο Ίβο βαν Χόβε, αλλά και από νέους, υποσχόμενους, όπως η Κλοέ Νταμπέρ και ο Ετιέν Γκοντιγιέρ. Χορός, σινεμά, αναλόγια, παραστάσεις για εφήβους και παιδιά, συζητήσεις με το κοινό, συμπληρώνουν το πρόγραμμα της 72ης διοργάνωσης του ιστορικού θεσμού που προσελκύει συστηματικά χιλιάδες θεατρόφιλων απ' όλη την Ευρώπη.
«Το φύλο είναι ένα κοινωνικό ζήτημα που αποκτά παγκόσμιες διαστάσεις και ξεπερνάει το θέμα των διακρίσεων, τα ερωτήματα της LGBT κοινότητας ή των τρανς ταυτοτήτων» σχολιάζει σε πρόσφατη συνέντευξή του στο RFI ο 53χρονος Ολιβιέ Πυ, ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας, που βρίσκεται στο τιμόνι του Φεστιβάλ από το 2013. «Το θέατρο από την πρώτη στιγμή καταπιάστηκε με το ζήτημα αυτό: συνεπώς, του αφιερώνουμε ένα φεστιβάλ, επιλογή που μας δίνει τη δυνατότητα να είμαστε πολυποίκιλοι, ανοιχτοί και καθόλου προπαγανδιστικοί».
Ένα σόου που επιχειρεί να απελευθερώσει τη διαλεκτική γύρω από το φύλο και να φανερώσει την ανθρώπινη, προσωπική και πολιτική πολυπλοκότητά του, το «Trans (més enllà)» (8-16 Ιουλίου) του Ντιντιέ Ρουίθ, φέρνει στη σκηνή άνδρες και γυναίκες που απελευθερώθηκαν από τη βιολογική ταυτότητά τους, αλλά συνάντησαν τη βία, τη μισαλλοδοξία, την παρενόχληση, την άρνηση της οικογένειάς τους να κατανοήσει την αληθινή τους φύση.
Ένα σόου που επιχειρεί να απελευθερώσει τη διαλεκτική γύρω από το φύλο και να φανερώσει την ανθρώπινη, προσωπική και πολιτική πολυπλοκότητά του, το «Trans (més enllà)» (8-16 Ιουλίου) του Ντιντιέ Ρουίθ, φέρνει στη σκηνή άνδρες και γυναίκες που απελευθερώθηκαν από τη βιολογική ταυτότητά τους, αλλά συνάντησαν τη βία, τη μισαλλοδοξία, την παρενόχληση, την άρνηση της οικογένειάς τους να κατανοήσει την αληθινή τους φύση.
Ο σκηνοθέτης επιχειρεί συστηματικά να δώσει φωνή σε όλους όσους θεωρεί πως το θέατρο παραδοσιακά αγνοεί. Σε προηγούμενες δουλειές του αυτοί ήταν εργάτες εργοστασίων, ηλικιωμένοι, πρώην φυλακισμένοι, εφήβοι· τώρα είναι οι διεμφυλικοί: όλοι «ηθοποιοί» της κοινωνίας, τους οποίους ο Ρουίθ καλεί να λάβουν μέρος στις πολιτικά φορτισμένες παραστάσεις του.
Παρόμοια κατεύθυνση, αλλά διαφορετική μέθοδο ακολουθεί και ο Νταβίντ Μπομπέ, σκηνοθέτης και σκηνογράφος που συνεργάζεται με ηθοποιούς, χορευτές και ακροβάτες – επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, μερικοί με αναπηρίες. Στη φετινή δουλειά του με τίτλο «Ladies, gentlemen and the rest of the world» (7-21 Ιουλίου) μετατρέπει τον κήπο Ceccano σε ανοιχτή σκηνή, σε «αγορά» με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, όπου μια σειρά δράσεων ακτιβιστικού χαρακτήρα θα διερευνήσει τις παρανοήσεις και τα ταμπού γύρω από το φύλο.
Βασιζόμενος σε κοινωνιολογικές έρευνες αλλά και σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα, ο σκηνοθέτης καλεί τους συμμετέχοντες σε μια «ζώνη ελεύθερης έκφρασης» για να πουν τις ιστορίες τους αλλά και να υμνήσουν την ομορφιά του διαφορετικού, να συναντηθούν, αποτινάσσοντας το άχθος του φύλου, μέσα από περφόρμανς, αναγνώσεις, παιχνίδια ρόλων και εργαστήρια.
Με αφετηρία την αρχαία τραγωδία
Ο ίδιος ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ παρουσιάζει δύο δικές του παραστάσεις, και οι δύο εμπνευσμένες από τους τραγικούς Έλληνες ποιητές. Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (18-20 Ιουλίου) συνιστά προϊόν της τελευταίας συνεργασίας του με τους φυλακισμένους του Pontet, του σωφρονιστικού ιδρύματος της Αβινιόν.
Μαζί τους έχει σκηνοθετήσει στο παρελθόν τον «Προμηθέα Δεσμώτη» (2015), τον «Άμλετ» (2016) και την «Αντιγόνη» (2017). Γι' αυτή την τελευταία, μάλιστα, δηλώνει πως είναι η παράσταση «για την οποία νιώθω περισσότερο υπερήφανος στην καριέρα μου».
Η πιο πρόσφατη δημιουργία του Πυ, το «Pur Present», βασίζεται στις τραγωδίες του Αισχύλου, τον οποίο ο Πυ μεταφράζει και ανεβάζει τα τελευταία δέκα χρόνια. Πρόκειται για μια τριλογία –«Το Απρόσιτο», «Το Ανολοκλήρωτο», «Το Αμετάκλητο»– που συνθέτει «την τραγωδία του καθαρού παρόντος μας», εκεί όπου «η μικρότερη χειρονομία προδίδει την ενοχή μας».
Ο Πυ επιδίωξε τη συμπύκνωση, επιλέγοντας έναν μικρό αριθμό χαρακτηριστικών μορφών και ακραίων καταστάσεων: έναν φυλακισμένο κι έναν ιερέα, έναν τραπεζίτη και τον γιο του, έναν μασκοφόρο άνδρα ενώπιον του πλήθους, μια φλεγόμενη φυλακή, έναν πυροβολισμό, μια επανάσταση.
Στον ίδιο κύκλο προβληματισμού και αναζητήσεων γύρω από το αρχαίο δράμα και τους απογόνους του ξεχωρίζει επίσης η «Ιφιγένεια» του Ρακίνα (8-15 Ιουλίου) σε σκηνοθεσία της Κλοέ Νταμπέρ. Η νεαρή καλλιτέχνις έχει διακριθεί για την επίμονη, μεθοδική εργασία της επάνω στον λόγο: επεξεργάζεται με μαθηματική ακρίβεια τα κείμενα που προσεγγίζει, προκειμένου να αναδείξει την ποιητική δομή τους. Εδώ εστιάζει στην αμφισβήτηση της έννοιας του καθήκοντος, καθώς και στην ένταση ανάμεσα στην αγάπη και στη φιλοδοξία.
Την αυλαία του Φεστιβάλ ανοίγει στις 6 Ιουλίου ο «Θυέστης» του Σενέκα (6-15 Ιουλίου), ίσως το πιο άγριο και ακραίο έργο του Λατίνου συγγραφέα. Γιατί όμως μια τόσο αιματηρή έναρξη; «Ο Ζολί κάνει ένα θέατρο λαϊκό και ταυτόχρονα πολύ απαιτητικό» εξηγεί ο Πυ στην ίδια συνέντευξη. «Γνωρίζουμε ελάχιστα τη ρωμαϊκή τραγωδία. Ο Ζολί ενδιαφέρεται για το ζήτημα του "μη αναπαραστάσιμου": πώς παρουσιάζουμε αυτό που δεν παρουσιάζεται;».
Η ριζική μεταμόρφωση του Ατρέα σε τέρας –που, ως γνωστόν, μαγειρεύει τα παιδιά του αδελφού του Θυέστη και του τα σερβίρει στο πιο μακάβριο δείπνο της μυθολογίας– αντανακλά την κατάρρευση της ηθικής τάξης και των άγραφων νόμων, που σηματοδοτεί μια νέα εποχή.
Ο Μολιέρος και οι κάμερες
Με διάθεση ανατρεπτική καταφθάνει στην Αβινιόν ο γνωστός σκηνοθέτης Οσκάρας Κορσουνόβας και ο «Ταρτούφος» του. O 49χρονος δημιουργός από τη Λιθουανία μετατρέπει τον διαβόητο υποκριτή του Μολιέρου σε σύγχρονο απατεώνα και μετρ των δημοσίων σχέσεων.
Κάμερες υπάρχουν παντού και καταγράφουν όσα γίνονται πάνω και πίσω από τη σκηνή: είμαστε στο θέατρο, σε βίντεο-γκέιμ ή σε ριάλιτι σόου; H νέα θρησκεία είναι το χρήμα και στο όνομα αυτού ο τσαρλατάνος Ταρτούφος θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο εξαγοράς, διαφθοράς και προπαγάνδας προκειμένου να επιτύχει τους δόλιους στόχους του. Αυτή θα είναι η πέμπτη συμμετοχή του Κορσουνόβας στο Φεστιβάλ.
Επίθεση στην οικογένεια
Πρόσφατα θαυμάσαμε τη δουλειά του πάνω στον Μπέργκμαν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Τώρα, ο Ίβο βαν Χόβε επιχειρεί να μας γνωρίσει μια μείζονα μορφή της δανέζικης λογοτεχνίας, τον Λούι Κουπέρους (1863-1923), έναν συγγραφέα ο οποίος άσκησε δριμεία κριτική στη συντηρητική κοινωνία της Χάγης.
Ο εξηντάχρονος Βέλγος σταρ επέλεξε το «Όσα περνούν», μια τραγική ιστορία για τα καταπιεσμένα συναισθήματα που εκρήγνυνται όταν έρθουν στην επιφάνεια μετά από πολύ καιρό. Δύο ηλικιωμένοι εραστές περιμένουν τον θάνατο, πεπεισμένοι ότι κανένας δεν γνωρίζει το τρομερό μυστικό που τους ενώνει. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους προσπαθούν εις μάτην να ξεφύγουν: τα οικογενειακά βάρη κληρονομούνται ακόμα και εν αγνοία μας.
Η σκηνή μετατρέπεται σε ένα δωμάτιο αναμονής ή σε καθαρτήριο, έναν χώρο απώλειας των ψευδαισθήσεων, μιαν άβυσσο όπου οι επιθυμίες χαλιναγωγούνται ή αποδεσμεύονται. Ντυμένος στα μαύρα, ο θίασος μοιάζει με αρχαίο Χορό που ασφυκτιά από ανομολόγητη αγωνία. Μπορεί να αποδράσει κανείς από την κληρονομιά του; Μπορεί, τέλος, να υπάρξει άλλο μοντέλο σχέσεων εκτός απ' αυτό της κλασικής οικογένειας;
Ένας από τους πιο δραστήριους καλλιτέχνες της Αιγύπτου, ο σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας Αχμέντ Ελ Ατάρ, θέτει ερωτήματα γύρω από τις μορφές καταπίεσης στη σύγχρονη αραβική κοινωνία, ειδικότερα όπως αναπτύσσονται στο οικογενειακό περιβάλλον. Το 2005 ο Ελ Ατάρ είχε επιλεγεί από την αραβική έκδοση του «Newsweek» ως μία από τις 42 προσωπικότητες που έχουν ασκήσει σημαντική επιρροή στον αραβικό κόσμο.
Στη νέα του δουλειά με τίτλο «Mama» (18-23 Ιουλίου) τολμά να επιτεθεί στη μητέρα –συνήθως τιμώμενο πρόσωπο και αντικείμενο σεβασμού–, προκειμένου να διερευνήσει τις ευθύνες της σε καιρούς κρίσης.
Η αναπαράσταση της βίας
Επιδιώκοντας να πλέξει έναν ιστό διαφορετικών αφηγήσεων με άξονα την ιστορία της τρομοκρατίας, ο γνώριμος πλέον και σ' εμάς Ζυλιέν Γκοσλέν παρουσιάζει τρία έργα του Ντον Ντελίλο, τους «Παίκτες», τα «Ονόματα» και το «Μάο ΙΙ», σε μια ελεύθερη τριλογία (7-13 Ιουλίου).
Τόσο για τον Αμερικανό συγγραφέα όσο και για τον Γάλλο σκηνοθέτη η Ιστορία δεν βιώνεται με γραμμικό τρόπο, εφόσον είναι κι αυτή θρυμματισμένη, ενίοτε φορτισμένη με στιγμές τρομερής έντασης, όπως οι πληροφορίες που μας περιβάλλουν ανερμάτιστα. Αν η διαδικασία της ανάγνωσης ενός μυθιστορήματος διακόπτεται συστηματικά και μπλέκεται με τα γεγονότα της καθημερινότητάς μας, τότε και ο μαραθώνιος του Γκοσλέν φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια οκτάωρη εμπειρία που διανοίγεται σε ονειρικά τοπία και αποσκοπεί στη συνύφανση του πραγματικού με τον θεατρικό χρόνο.
Τι μπορεί να κάνει το θέατρο όταν βρεθεί αντιμέτωπο με την αδυσώπητη όψη της πραγματικότητας; Ο Ελβετός σκηνοθέτης Μίλο Ράου, ο σημαντικότερος ίσως εκπρόσωπος του σύγχρονου θεάτρου-ντοκουμέντο, καταπιάνεται εδώ και δεκαπέντε χρόνια με τα πιο ακραία πολιτικά ζητήματα –τη γενοκτονία της Ρουάντα, τον πόλεμο στο Κονγκό, τη φίμωση των καλλιτεχνών στο καθεστώς Πούτιν, την πτώση του Τσαουσέσκου–, ρισκάροντας ακόμα και τη ζωή του.
Μετά την αναπαράσταση της δίκης των Pussy Riot που σκηνοθέτησε στη Μόσχα το 2013, του απαγορεύτηκε η είσοδος στη Ρωσία. Η νέα του δουλειά με τίτλο «La Reprise - History/ies of theatre (I)» (7-14 Ιουλίου) εμπνέεται από μια αληθινή ιστορία, τον φόνο ενός γκέι άνδρα στη Λιέγη το 2012 από τέσσερις νέους, και επιχειρεί να θέσει ερωτήματα γύρω από την αναπαράσταση μιας μοντέρνας τραγωδίας.
Πώς μπορεί να «ζωντανέψει» θεατρικά ένα θύμα; Πώς μπορεί ν' αντικρίσει κανείς κατάματα την Ιστορία; Στο «La Reprise - History/ies of theatre (I)» ο Ράου φιλοδοξεί να συλλάβει την ουσία της θεατρικής τέχνης και να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα σε δύο είδη «αλήθειας»: της ζωής και της σκηνής.
Τα WikiLeaks εμπνέουν
Σε συνομιλία με το παρόν εμπλέκεται και ο νεοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Ετιέν Γκοντιγιέρ. Στο «Pale Blue Dot» (20-24 Ιουλίου) στρέφεται στα WikiLeaks και στήνει ένα σύγχρονο δράμα με πρωταγωνιστές τον Τζούλιαν Ασάνζ, την Τσέλσι –πρώην Μπράντλεϊ– Μάνινγκ, τη Χίλαρι Κλίντον, το Ιράκ, τις ΗΠΑ κι ένα φάντασμα.
Χρησιμοποιώντας ευρηματικό μοντάζ, το σόου αυτό πειραματίζεται με ποικίλες μορφές έκφρασης, συζητήσεις MSN, συνεντεύξεις Τύπου, μαρτυρίες, ακόμη και έμμετρους μονολόγους, με απώτερο στόχο τη διερεύνηση των ορίων της ελευθερίας της έκφρασης και του καθήκοντος. Οι πόλεμοι δεν διεξάγονται πλέον στα πεδία της μάχης αλλά στα μίντια.
Το 2015, ο Γκοντιγιέρ ίδρυσε την Compagnie Y, με την οποία, έναν χρόνο αργότερα, δημιούργησε το «Pale Blue Dot». Επιθυμία της ομάδας του, που πήρε το όνομά της από τη γενιά που ήρθε στη ζωή τη δεκαετία 1980-1990, είναι ν' αναμετρηθεί καταπρόσωπο με την Ιστορία.
σχόλια