H συγκριτική φιλολογία και η ανθρωπολογία του Μύθου έφτασαν πρόσφατα σε ένα εντυπωσιακό κοινό συμπέρασμα: η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Παπουτσωμένος Γάτος και πολλά άλλα κλασικά ευρωπαϊκά παραμύθια είναι στην πραγματικότητα πολύ πολύ πιο παλιά απ’ όσο μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε. Όχι απλώς πιο παλιά από την καταγεγραμμένη τους εκδοχή (των Γερμανών αδελφών Γκριμ τον δέκατο ένατο αιώνα και 150 χρόνια νωρίτερα του Γάλλου λαογράφου Σαρλ Περό), ούτε καν λίγο πιο παλιά από την Αναγέννηση και τις προφορικές παραδόσεις του ύστερου Μεσαίωνα – την «παλαιότητα» αυτή τη γνωρίζαμε. Η πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι τα παραμύθια αυτά, με διαφορετική ίσως διανομή ρόλων και εναλλασσόμενο φινάλε, αλλά με την ίδια ακριβώς δομή, πλοκή και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, συνοδεύουν τον Άνθρωπο από την προϊστορική εποχή, πριν από τη γραφή, πριν από την οργανωμένη κοινωνία και την Ιστορία, από τον καιρό των πρώτων «κοινοτήτων». Ότι αποτελούν, δηλαδή, εικόνες και παραβολικές διδαχές μιας πολύ μακρινής ανθρώπινης κατάστασης και πραγματικότητας και ότι, παρ’ όλα αυτά, μπόρεσαν να επιβιώσουν ανά τους αιώνες και να διασχίσουν διαγώνια την ανθρώπινη εξέλιξη· μπόρεσαν να εξιστορηθούν και να γίνουν κατανοητά με τον πλέον φυσικό τρόπο σε εποχές ασύλληπτα διαφορετικές μεταξύ τους, συμπεριλαμβανομένης της σύγχρονης – να είναι, κοντολογίς, αυτό που λέμε αρχέτυπα. Ας μείνουμε λίγο στην Κοκκινοσκουφίτσα.
Ξεφεύγοντας λίγο από τον κανόνα της βερσιόν Γκριμ/Περό (καθώς και από το θρυλικό καρτούν του Τεξ Άβερι της δεκαετίας του ’40, που εξέθρεψε με τις ερωτικές αναφορικές εικόνες του τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές της Δύσης), σκαλίζοντας τις παλιότερες παραδόσεις, τα χειρόγραφα, τις φήμες, βρίσκουμε πραγματικά αμέτρητες εκδοχές του παραμυθιού αυτού, εκδοχές όπου το τρίγωνο Κοκκινοσκουφίτσα - Γιαγιά - Λύκος ανατρέπει τους ρόλους του, τεντώνεται, ξεχειλώνει και σπάει. Εκδοχές όπου το τερατώδες, το μπουρλέσκ και η λίμπιντο δεν αποκρύπτονται, δεν «κωδικοποιούνται» καν, αλλά υπερτερούν: αποτελούν τον ίδιο τον χαρακτήρα της αφήγησης. Ο λύκος (στην Ιταλία, λυκάνθρωπος) αφήνει συχνά τη σάρκα και το αίμα της γιαγιάς στο τραπέζι ώστε η ανήξερη Κοκκινοσκουφίτσα να την κανιβαλίσει. Αλλού, η Κοκκινοσκουφίτσα δραπετεύει από το κρεβάτι, λέγοντας στον μεταμφιεσμένο λύκο ότι πρέπει να πάει στην τουαλέτα και ότι καλό είναι να μην τα κάνει στα σεντόνια, ενώ σε πολλές εκδοχές δεν υπάρχει καθόλου το πρόσωπο του «κυνηγού»: η Κοκκινοσκουφίτσα σώζεται από μόνη της, ή με τη βοήθεια μιας πλύστρας, ή και δεν «σώζεται» καθόλου, καθώς ο κόκκινος σκούφος της σημαίνει ανώτερη κοινωνική τάξη κι έτσι ο ακροατής καλείται (προς στιγμήν) να ταυτιστεί περισσότερο με τον λύκο, ο οποίος τη βιάζει πριν τη φάει – ναι μεν μετά τον ξεκοιλιάζουμε και τη βγάζουμε έξω ζωντανή, αλλά αυτή δεν είναι πια παρθένα.
Ο κόσμος είναι τα πάντα, είναι μυθιστόρημα. Και η Ζυράννα Ζατέλη, με το Φως του λύκου, παραδίδει πριν και πάνω απ’ όλα ένα συγκλονιστικό ρεσιτάλ αυτής ακριβώς της εμπεδωμένης γνώσης ως λογοτεχνικής πεποίθησης.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως κι αν το διηγηθούμε αυτό το παραμύθι, όποιος και όποτε κι αν το διηγηθεί, όποιο άλλο παράπλευρο μήνυμα κι αν θέλει να περάσει, πιστεύοντας ότι «αντιστρέφει» τον μύθο, και κάποιες φορές όντως αντιστρέφοντάς τον, υπάρχει ένα καίριο και απροσπέλαστο κεντρικό ζήτημα, μία βασική «πληροφορία», που αυτήν τελικά μεταδίδει ο άνθρωπος στον όμοιό του, ό,τι άλλο κι αν νομίζει ότι κάνει: υπάρχει Λύκος. Ποια είναι ακριβώς η φύση του, οι προθέσεις του, ο ρόλος του, το συζητάμε. Πάντως, υπάρχει. Είναι εκεί έξω –ή και μέσα σου ακόμα– και τώρα το ξέρεις. Και η κοινότητά σου, η κοινωνία σου, τα έργα και οι ημέρες σου, η ύπαρξή σου ολόκληρη οφείλει εφεξής να συμπεριλάβει αυτή την πολύ βασική γνώση. Η «γνώση» αυτή, του «Λύκου», δεν εμποδίζει την ανθρώπινη περιπέτεια· τη συνοδεύει. Είναι μια γνώση βαθιά, απαραίτητη, ώστε να μπορέσεις να μπεις κάπου. Πού; Στον κόσμο.
Κι ο κόσμος δεν είναι παραμύθι. Δεν είναι, δηλαδή, ένα φαινομενικά απλοϊκό σχήμα, ένα τρίγωνο, τετράγωνο, με διαγώνια ηθοπλασία, στιβαρή πρώτη ανάγνωση και ξεκάθαρο μήνυμα προς όλους τους αποδέκτες. Ο κόσμος είναι τα πάντα, είναι μυθιστόρημα. Και η Ζυράννα Ζατέλη, με το Φως του λύκου, παραδίδει πριν και πάνω απ’ όλα ένα συγκλονιστικό ρεσιτάλ αυτής ακριβώς της εμπεδωμένης γνώσης ως λογοτεχνικής πεποίθησης. Είναι ανάγκη να προϋπάρχει το παραμύθι, η επίγνωση του Λύκου –ήδη από τον τίτλο, σαν «το φως του», σαν «η ώρα του»– ώστε να υπάρξει το κοσμογονικό μυθιστόρημα. Και πράγματι, με το που πιάνεις το βαρύ αυτό βιβλίο στα χέρια σου νιώθεις αμέσως έναν κόσμο να πλησιάζει, να έρχεται προς τα σένα· και να φτάνει η ώρα που θα μάθεις, επιτέλους, τι γίνεται ενόσω υπάρχει ο Λύκος. Τι γίνεται στη ζωή.
Από την αρχή του πρώτου κεφαλαίου, «κάπου στα βόρεια της χώρας», είμαστε ήδη στα γοητευτικά όρια του Απροσδιόριστου: Πότε; Πόσο βόρεια; Ποιας χώρας; Ναι, ποιας χώρας, καθώς οι ιστορίες αυτές μάς έρχονται από έναν καιρό που η Κεντρική Μακεδονία ίσως να μην αποτελεί ακόμα μέρος του νεοελληνικού κράτους. Και να αποτελούσε όμως, πάλι δεν θα εννοούνταν εδώ αυτή η «χώρα» αλλά η ευρύτερη επικράτεια του τόπου – της χώρας πριν από τα μικρά εθνοτικά κουτάκια και τα στενά εθνικά περιγραφικά πλαίσια.
Από την πρώτη στιγμή, λοιπόν, σε αυτόν τον τόπο τίθεται το ζητούμενο του μυθιστορήματος. Και είναι το ζητούμενο των μεγάλων αφηγήσεων: το δωδεκάχρονο αγόρι που έχουν πάει «να σφάξει το πρώτο ζώο της ζωής του» δεν έχει ιδέα τι πρόκειται να του συμβεί – όπως και ο αναγνώστης δεν ξέρει τι θα του συμβεί στο Φως του λύκου. «Όσο να συγκεντρώσουν την σκέψη τους σε ό,τι επρόκειτο να γίνει, βρίσκονταν με ματωμένα χέρια, γόνατα, σαγόνια, και ποτέ στην ζωή τους δεν θα μπορούσαν να πουν “τι έγινε” τότε». Το συγκεκριμένο αυτό «τι έγινε», και μάλιστα τι έγινε «τότε», αυτό το ανείπωτο που δεν γίνεται να αποδοθεί, μόνο να το ζήσεις, να ήσουν εκεί, είναι το ίδιο το θέμα του βιβλίου. Μπαίνουμε εκεί, και βρισκόμαστε στην καρδιά ενός κόσμου γεμάτου λέξεις και φράσεις ακριβές, βαρύτιμες από την ιδιαίτερη και μακρόχρονη χρήση τους· στο κέντρο ενός σύμπαντος με «τελετές» και «αγρίμια» με «βρόμικα νύχια», «ζιζάνια», «πλεξούδες που έφταναν ως το στήθος» και «αγνές ψυχές». Οι εσωτερικοί χώροι, φύση κι αυτοί, το προαιώνιο σπηλαιώδες εσωτερικό κάστρο του Ανθρώπου, είναι «μεγάλα ψηλοτάβανα δωμάτια, βαρειά από μια ρόδινη θαλπωρή κι αδημονία», και οι απόρθητοι από την Ιστορία τοίχοι τους είναι «σκεπασμένοι με κόκκινα ιχράμια για να κρατούν τη ζέστη».
Οι λέξεις και οι εικόνες επαναλαμβάνονται, αντηχούν μέσα στο κείμενο, έρχονται και ξανάρχονται ως ισχυρές εμμονικές σπίθες μέχρις ότου ανάψουν στο μυαλό του αναγνώστη το βραδυφλεγές φιτίλι μιας νέας ανιστορικής πραγματικότητας που, μολονότι αχαρτογράφητη, δείχνει απίθανα κοντινή. Δική του. Του μιλάει διαρκώς για κάτι που μοιάζει πολύ με ένα δικό του βίωμα, σαν τέλειο καθρέφτισμα γνωστών του καταστάσεων και παθών. Είναι μεν η νωπογραφία (σε πολλαπλά δωμάτια) της ιστορίας μιας μεγάλης οικογένειας στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, όμως είναι και αυτή του δικού του πιθανού παρελθόντος, του Έλληνα αναγνώστη που συχνά δεν έχει σαφή εικόνα του τόπου του πριν από τα 1900, ή και καθόλου εικόνα – μόνο τρομερές υποψίες.
Οι δέκα ιστορίες των ισάριθμων μεγάλων κεφαλαίων, με κοινό παρονομαστή τους ίδιους ήρωες που επιστρέφουν, χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη φωνή. Ο τρόπος αφήγησης ανήκει στην παράδοση εκείνη των μυθολογικών-συμβολιστικών κατασκευών ή του Φανταστικού, που ξέρουν ότι δεν γίνεται –δεν πρέπει– να αποδοθούν ως έπος αλλά ως ένα εκτενές σύμπλεγμα μυθιστοριών και ψυχικών τοπίων: ένα corpus όπως αυτά που μας έχουν δώσει τα μεγάλα μυθιστορήματα του μαγικού ρεαλισμού ή, σε διαφορετικό πλαίσιο, ενός Μπόρχες (των διηγημάτων, ακόμη και του Βιβλίου των φανταστικών όντων), όπου η φωνή ξέρει ότι «υπάρχει», ότι διηγείται μια ιστορία και ότι η ιστορία αυτή –και η φωνή– σε κρατάει απ’ το νήμα της Γλώσσας και της Γνώσης. «Ήταν ένα συμβάν ιστορικό, απ’ όπου κι αν το δούμε», διαβάζουμε στην αρχή της τρίτης ιστορίας («Με βέλη του ο έρωτας», σελ. 108), και λίγο παρακάτω: «Την ιδέα για το συγκεκριμένο εκείνο γεγονός έμπροσθεν του πανδοχείου την είχε μια γυναίκα απ’ αυτές που δεν εμφανίστηκαν ακόμα στην ιστορία μας». Αυτό το «εμείς» του «απ’ όπου κι αν το δούμε», και κυρίως αυτή η «ιστορία μας», για την οποία η φωνή με γλυκιά συνενοχή πληροφορεί τον αναγνώστη ότι δεν έχει εμφανίσει ακόμα όλα της τα πρόσωπα, συνοδεύει ως διαρκής δυναμική συνείδηση το μυθιστόρημα εν μέσω παγανιστικού καρναβαλιού με τραγόμορφους κουδουνοφόρους μια Καθαρά Δευτέρα, καταδρομές λύκων στο χωριό με πρόβατα που τους ακολουθούν πειθήνια ως τον χαμό τους, ανίερες ερωτικές πράξεις μεταξύ ενός νεαρού έφηβου μουσουλμάνου και μιας κωφάλαλης και υπέροχα ζωηρά «παιχνίδια των λαγών» στο καθάριο σεληνόφως. Όλα αυτά τα στοιχεία, και άπειρα άλλα, είναι που «επανέρχονται» με το φως του λύκου, για να πάμε πίσω στον τίτλο της ζατελικής κατάθεσης. Το ίδιο το βιβλίο είναι, κατά βάση, μια ιδιότυπη επαναφορά.
Και είναι σημαντικό το βιβλίο αυτό, μαζί και η επαναφορά που καταφέρνει. Είναι σημαντικό για πολλούς και διάφορους λόγους, αποτύπωσης μοναδικών χαρακτήρων και ιδιωματικών ομιλιών, δοξασιών και ηθών, διεύρυνσης της λογοτεχνικής αφορμής, εντυπωσιακού υφολογικού πλούτου, λόγους των οποίων η ανάλυση δυστυχώς δεν χωράει σε τούτο το κείμενο· αλλά ας ειπωθεί τουλάχιστον εδώ ότι είναι σημαντικό, συν τοις άλλοις, και για τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία κατά την οποία εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα. Το παν-μυθολόγημα Και με το φως του λύκου επανέρχονται κυκλοφορεί και δημιουργεί αμέσως αίσθηση (με αλλεπάλληλα μεγάλα τιράζ που εξαντλούνται το ένα μετά το άλλο, συνολικά γύρω στα 400.000 αντίτυπα μέχρι σήμερα), πηγαίνοντας καθέτως ενάντια στο ρεύμα της εποχής του. Η Ελλάδα του πρώτου μισού των ’90s είναι η χώρα του «Κλικ» και του «Τροχού της Τύχης», της πολυπόθητης άφιξης των McDonald’s, του Πρώτου Πακέτου Ντελόρ και της τηλεπρόσκλησης στον Νιλ Σεντάκα να έρθει να μας πει κι εμάς το «Oh Carol» από δικό μας τηλεοπτικό στούντιο, ότι γίναμε επιτέλους άνθρωποι. Είναι μια εποχή γενικευμένης και συνειδητής απομάγευσης, θριαμβευτικής προέλασης του κυνισμού και της απάθειας, και ανάδειξής τους σε κυρίαρχες κοινωνικές αξίες με μοναδική μεταφυσική ή υπερβατική αντιπρόταση μια κακοχωνεμένη νεο-ορθοδοξία και έναν ντελιριακό εθνικισμό για το Σκοπιανό. Και ξαφνικά, μέσα σε όλον αυτό τον ορυμαγδό «winner» εξαχρείωσης, με προβεβλημένες κουλ πένες να μας λένε μάλιστα και ότι τo lifestyle του ’80-’90 απάλλαξε την ελληνική επαρχία από τη «μιζέρια» και τον «καρυωτακισμό» της, βγαίνει το Φως του λύκου, ένα βιβλίο που επανενώνει με τρόπο αυτονόητο, και συνεπώς απολύτως λυτρωτικά, το νερό με το χώμα, το ζώο με τον άνθρωπο, τη ζωή με τον θάνατο. Ένα βιβλίο που μιλάει από τις λιθόχτιστες επάλξεις μιας βαλκανικής επικράτειας με χαρακτήρες ιερατικούς, άλλοτε αγνούς άλλοτε εωσφορικούς, έκθαμβους μπροστά στο μυστήριο της ζωής και ταυτόχρονα κλειδοκράτορές του, ανάκατους μες στη μυσταγωγική χορογραφία του λυκόφωτος, ζωντανούς, σεξουαλικούς, αιώνιους. Χαρακτήρες που διαθέτουν πάντα (και είναι αξιοσημείωτη ως προς αυτό η συνέπεια του κειμένου) μια δυνατότητα άμεσης ψυχικής σύνδεσης με τον αναγνώστη και τη δική του εσωτερική, προγενέστερη γνώση των καταστάσεων.
Στην ιστορία «Ζωηρές ψυχές και σιάνκες, οι σκιές τους» (σελ. 185), η Εύθα σκοτώνει με χτυπήματα τσάπας ένα φίδι και την ίδια στιγμή λέει «Έλεος, έλεος!», κάνοντας τη φωνή του φιδιού. «Δεν θύμιζε κάτι αυτή η φωνή, δεν έμοιαζε με της Εύθας, κι όμως η τσάπα της ανεβοκατέβαινε σαν μαστίγιο». Ύστερα, μπροστά στα μάτια του έντρομου γείτονα που παρακολουθεί τη σκηνή («Το σκότωσες, πάμε να φύγουμε» – «Πήγαινε στη δουλειά σου, εγώ θα μείνω λίγο»), γονατίζει μπροστά στο νεκρό φίδι και το θρηνεί: «Ελέησόν με, Κύριε, ότι κατεπάτησέν με άνθρωπος... όλην την ημέραν πολεμών έθλιψέν με...». Ο αναγνώστης ανακαλεί εδώ ότι έχει θρηνήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάθε έντομο που κάποτε συνέτριψε, ότι φαντάστηκε τη φωνή και τα λόγια κάθε πλάσματος που συνάντησε ποτέ στον δρόμο του και γίνεται μαζί η Εύθα, ο έντρομος γείτονας και το φίδι.
Υπάρχει μια ώρα της ημέρας που είναι αναγκαστικά λυρική. Που ο λυρισμός της ξεχειλίζει από κάθε πόρο της ατμόσφαιρας, περικλείοντας και κατακτώντας πρόσκαιρα ολόκληρη την ύπαρξη. Είναι μια στιγμή μαγική και επικίνδυνη («Αυτή είναι η ώρα του λύκου», του θύμιζε ο Θωμάς-του-Νταίμονα. «Αυτή είναι». – «Γλυκειά ώρα... βλαστήμα τα. Σου ’ρχεται να σφαχτείς»). Στα γαλλικά περιγράφεται με την έκφραση «entre chien et loup» – μεταξύ σκύλου και λύκου: η ώρα της ημέρας που το φως έχει μεν πέσει, αλλά δεν έχεις καταλάβει ακόμα ότι δεν είναι πια μέρα κι έτσι εξακολουθείς να κοιτάζεις τα πράγματα χωρίς να ξέρεις ότι δεν τα βλέπεις καλά – που μπορεί, λοιπόν, να πάρεις κατά λάθος τον λύκο για σκύλο.
Θέλει ιδιαίτερη τέχνη για να αποδώσεις λογοτεχνικά μια λυρική στιγμή χωρίς λογοτεχνικό λυρισμό. Θα προσθέταμε ότι αποτελεί μάλιστα και απαραίτητη προϋπόθεση ενός τέτοιου εγχειρήματος, καθώς η μαγεία μιας στιγμής (και, κατ’ επέκταση, του κόσμου ως στιγμής) υφίσταται στον βαθμό που η στιγμή αυτή είναι πραγματική, στον βαθμό που υπάρχει μέσα στην απλότητα και στον χειροπιαστό ρεαλισμό του πραγματικού λόγου, των πραγματικών καταστάσεων και των πραγματικών ανθρώπων. Το Φως του λύκου αποδίδει αριστουργηματικά αυτήν τη στιγμή: το λυκόφως, κατά το οποίο ο νους αντιλαμβάνεται εικόνες που είναι ήδη στο χθες, και το λυκαυγές, όπου τις ξαναπλάθει ως τον πραγματικό κόσμο της επόμενης μέρας.
Ο Μάκης Μαλαφέκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Κοινωνική Ανθρωπολογία. Παρουσίασε σεμινάρια στη Σορβόννη για την ιστορία του ευρωπαϊκού κόμικ και εργάστηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση, το σχέδιο και τη ζωγραφική. Ζει και εργάζεται στο Παρίσι και στην Αθήνα. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, η Μεσακτή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.