ΑΠ' ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ της Ζυράννας Ζατέλη, oι Mαγικές βέργες του αδελφού μου είναι το πιο προσωπικό. Είναι ένα μέρος της ιστορίας του αδελφού της Χρήστου Καρακόλη, που αφορά τη σχέση του με τις περίτεχνες βέργες, εντυπωσιακά έργα τέχνης που κατασκευάζει αφαιρώντας το δέρμα του ξύλου, δημιουργώντας με τον φλοιό συμμετρικά σχήματα, «ονειρική γεωμετρία» όπως την ονομάζει η συγγραφέας, «μικροσκοπικά, πολυάριθμα, εκπληκτικής ακρίβειας και ομορφιάς μοτίβα, συνεχώς εναλλασσόμενα και πάντα αρμονικά μεταξύ τους».
Ο μαγικός ρεαλισμός δεν λείπει ούτε από αυτό το σχεδόν βιογραφικό βιβλίο που είναι ταυτόχρονα κι ένα χρονικό του τρόπου που γράφτηκε, κατά παραγγελία, για να συνοδεύσει τη συγκεκριμένη έκδοση, η οποία περιέχει και αρκετά από τα έργα του αδελφού της.
Πρόσωπα και ιστορίες που έχουν βάση πραγματική, «πράγματα, εικόνες που την κυνηγούν, σπαράγματα συμβάντων κι εντυπώσεων» υπάρχουν διάχυτα σε όλα τα μυθιστορήματά της, στις Μαγικές Βέργες, όμως, υπάρχει εξιστόρηση αληθινών περιστατικών από την παιδική ηλικία της ίδιας και του μεγαλύτερου αδελφού της, του οποίου η τέχνη την έχει σημαδέψει με έναν τρόπο μεταφυσικό. Περιστατικά που έχουν συμβεί στην πραγματικότητα ή μέσα στα όνειρα και στη φαντασία της. Όπως τότε που είχε πέσει σε έναν πυρετό σιωπής και δεν μπορούσε να βρει λέξεις για το τέλος του κειμένου και ήρθε ένα όνειρο να της λύσει τα χέρια:
«Είδα ένα παιδάκι στο βάθος μιας θαμπής, απόλυτα σαγηνευτικής υπαίθριας έκτασης, ένα μικρό αγόρι, να μου κουνάει το χέρι και να φωνάζει ενθαρρυντικά: “Πλείστες όσες υπομονές!...”. Τι παράξενη ενθάρρυνση, και τι παράξενο να ακούς μια τέτοια κουβέντα από ’να μικρό παιδί, τόσο ασύμβατη με την ηλικία του, τόσο αναπάντεχη για το μπόι του. Κοντά στα πόδια του, αν και στεριά, βρισκόταν και μια βάρκα. Πλησίασα και, έκθαμβη, είδα πως η βάρκα ήταν γεμάτη σκαλισμένες βέργες, κατάλαβα πως το παιδάκι ήταν ο Χρήστος, μικρότερος και από την ηλικία που είχε σε εκείνην τη φωτογραφία μπροστά στο σινεμά. Πρώτη φορά ήμουν μεγαλύτερη απ’ αυτόν, τον μεγαλύτερό μου, που με καλούσε κατά κάποιον τρόπο πίσω, βαστώντας –τώρα το πρόσεχα– ένα σουγιαδάκι στο χέρι του, ανάμεσα σε δείκτη και αντίχειρα, και στην άκρη του σουγιά μπηγμένο ένα μήλο, σαν να επρόκειτο να τ’ αφήσει να πέσουν κατακόρυφα στη γη και να πεταχτεί από κει ένα δέντρο! “Δες”, σαν να μου έλεγε, “δες!...” κι εγώ, όλο και πιο έκθαμβη, προσπαθούσα να θυμηθώ πού αλλού το είδα αυτό, πού αλλού».
Ο μαγικός ρεαλισμός δεν λείπει ούτε από αυτό το σχεδόν βιογραφικό βιβλίο που είναι ταυτόχρονα κι ένα χρονικό του τρόπου που γράφτηκε, κατά παραγγελία, για να συνοδεύσει τη συγκεκριμένη έκδοση, η οποία περιέχει και αρκετά από τα έργα του αδελφού της. Ο θαυμασμός για τις βέργες του Χρήστου –πολύτιμα αποκτήματα που η συγγραφέας δύσκολα μοιράζεται, όπως ομολογεί κάποια στιγμή– εκφράζεται με έναν τρόπο που είναι εντελώς δικός της:
«Κάθε φορά που βλέπω μια καινούργια κεντημένη βέργα του ή έρχομαι αντιμέτωπη με μια σειρά από καινούργιες (ζούμε μακριά και ανά μήνες μόνο ανταμώνουμε), μου συμβαίνει κάτι που, παλιότερα, ως παιδί, το έλεγα με την έκφραση “παθαίνω θαυμασμό”. Παθαίνω θαυμασμό, λοιπόν, χάνω τον νου μου, δεν προλαβαίνω να κοιτάω, να παρατηρώ, να απορώ και να εκπλήσσομαι με την υπομονή και το δαιμόνιό του – με τρελαίνουν τα σχέδια, τα φιδάκια και οι μάσκες με παλαβώνουν, νοιώθω σαν άρρωστη, βαλαντωμένη από χαρά να βλέπω αυτό που βλέπω, σε σημείο να τον ρωτάω καμιά φορά, μήπως, μα τον Θεό, μας δουλεύει! Γιατί… τι “σοβαρότερη” κουβέντα να πει κανείς για κάτι τόσο δουλεμένο, τόσο όμορφο, αφοπλιστικό και ασυνήθιστο, που αγγίζει τα όρια του μαγικού».
Ο αδερφός της, καθηγητής φυσικής στο επάγγελμα, «πρώτο όνομα στη Θεσσαλονίκη, περιζήτητος στον τομέα του» είναι αυτοδίδακτος καλλιτέχνης. «Την τέχνη να κόβει ένα κλαδί δέντρου και να το μεταμορφώνει σε έναν τόσο αριστοτεχνικό μικρόκοσμο δεν τη διδάχτηκε από κανέναν – το βαθύ μεράκι, η φαντασία, το ύφος ή το τάλαντο δεν διδάσκονται, υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, κι αφού υπάρχουν, συμβαίνουν και εκδηλώνονται, καλλιεργούνται με τον χρόνο. Ωστόσο τα ερεθίσματα, οι εκ των έξω σιωπηρές προτροπές, δεν έλειψαν ούτε και στην περίπτωση του Χρήστου. Από μια σταλιά παιδί είχε τη “λόξα” να παρατηρεί τους νεαρούς της εποχής –δεκαετία του πενήντα– που σκάλιζαν με τους σουγιάδες τους βέργες και βεργάκια για να κάνουν φιγούρα στα κορίτσια. Συνηθιζόταν στα ορεινά χωριά της Μακεδονίας, οι νεαροί συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα φτιάξει την καλύτερη βέργα, έστω κι αν τα έργα που σκάρωναν επάνω στον φλοιό ήταν υποτυπώδη, λίγο-πολύ χοντροκομμένα, ίσα να φαίνεται πως δεν κρατούν ένα απλό κλαδί κρανιάς αλλά μια βέργα περιπάτου, ούτως ειπείν, ή καλύτερα να τους συνοδεύει ένα “σήμα”, ένα στοιχείο μαγκιάς, που ασφαλώς τους ξεχωρίζει από το πλήθος και τραβάει τα βλέμματα, κεντρίζει την περιέργεια των όποιων ακατάδεκτων ή ευσυγκίνητων κοριτσιών».
Η (λεπτομερής και αρκούντως λογοτεχνική) περιγραφή της βέργας ως αντικείμενο εντυπωσιασμού και «φιγούρας» είναι ένας ολόκληρος κόσμος στο σύμπαν του βιβλίου, όπως και οι πληροφορίες για τα είδη των ξύλων, από διαφορετικά δέντρα, που προσφέρονται για κοπή μόνο ένα συγκεκριμένο διάστημα το φθινόπωρο και τον χειμώνα, και ο τρόπος που πρέπει να τα μεταχειριστεί κανείς για να καταφέρει να τα σκαλίσει, πριν χαθούν οι χυμοί τους και στεγνώσουν. Ακόμα πιο δύσκολο είναι το ψάξιμο του ίσιου κλαδιού και η «ιεροτελεστία» της πρώτης χαρακιάς.
«Χρησιμοποίησε και μίαν άλλη έκφραση για την πρώτη χαρακιά: “αφ’ ης στιγμής, δηλαδή, ανοίξει η πρώτη πληγή στο σώμα τους”. Περίεργο, αλλά δεν το είχα σκεφτεί αυτό, ή δεν ήθελα να το σκεφτώ, και προφανώς είδε την έκπληξη στο πρόσωπό μου. “Δυστυχώς… τι νομίζεις;”, μου είπε, “το να τις κεντήσω σημαίνει πως τις πληγώνω κιόλας, δεν γίνεται αλλιώς”, και τα δάχτυλά του περιέτρεξαν και θώπευσαν ολόκληρη τη βέργα μ’ έναν τρόπο που ούτε να περιγράψω δύναμαι ούτε και να ξεχάσω. (Ο νους μου πήγε, τηρουμένων των αναλογιών, σε εκείνους τους πρωτόγονους σπουδαίους λαούς που γονάτιζαν μπροστά στο ελάφι ή όποιο άλλο ζώο είχαν θανατώσει, για να επιβιώσουν, και ικέτευαν τη συγγνώμη του, ακόμη και το έλεός του προς αυτούς, κάποιες φορές και με δάκρυα).
Οι βέργες γίνονται ένας σχεδόν ονειρικός κόσμος μέσα από τις λέξεις της Ζυράννας Ζατέλη, γοητευτικός, και με κάποιον τρόπο μεταφυσικό καταφέρνει να σου μεταδώσει την «άνευ όρων γοητεία» που ασκούν πάνω της, «σαν να την άγγιξε η κάθε μία ξεχωριστά και να τη γήτεψε για πάντα».
«Το ίδιο θα έλεγα ακόμη κι αν ο εμπνευστής τους, ο δημιουργός τους, δεν μου ήταν ούτε έβδομος ξάδελφος, δεν γνώριζα καν το όνομά του, ή ήταν κάποιος που είχε προ πολλού εκλείψει απ’ τον γνωστό μας κόσμο, είτε ως φυσική οντότητα είτε –μαζί με τη μαγική του βέργα–, ως σπάνιο είδος», γράφει. «Αλλά ακόμη καλύτερα που είναι αδελφός μου».
O M.Hulot είναι δημοσιογράφος, διευθυντής σύνταξης της έντυπης LiFO και συγγραφέας του βιβλίου Σουβλάκι, μια πανάρχαια ελληνική ιστορία, που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.