ΕΝΤΕΛΩΣ ΤΥΧΑΙΑ, το βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη To πάθος χιλιάδες φορές (Καστανιώτης, 2009) το διάβασα υπό τη μουσική συνοδεία του σάουντρακ του Dune, της νέας πολυσυζητημένης ταινίας του Ντενί Βιλνέβ, βασισμένης στο ομώνυμο θρυλικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Φρανκ Χέρμπερτ. Δεν έχω διαβάσει το τελευταίο, ούτε την ταινία σκοπεύω να δω άμεσα, για κάποιον ενστικτώδη λόγο ωστόσο το σάουντρακ αυτό μου φάνηκε ταιριαστό για την ανάγνωση ενός βιβλίου όπως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα της Ζατέλη. Ο λόγος αυτός είναι απλός και μπορεί να συνοψιστεί σε μία και μόνο λέξη: αλλόκοσμο.
Τα πολύ παλιά τα χρόνια, στο ξεκίνημα των καιρών
και στο μακρινότερο σημείο της γης ήταν μια πόρτα.
Μια κλειδωμένη πόρτα. Από όλες τις μεριές του κόσμου ταξίδευαν άντρες και γυναίκες με κλειδιά στο χέρι για να ανοίξουνε την πόρτα.
Μα η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα.
Αυτή την πόρτα ακριβώς ανοίγει η συγγραφέας για να μας αποκαλύψει λοξά, μα όλο και πιο γλαφυρά έναν κόσμο που μοιάζει με τον δικό μας, ή μάλλον είναι ο δικός μας, αλλά διαθλασμένος, ιδωμένος μέσα από το πολύχρωμο και γεμάτο παράξενα πλάσματα και απρόσμενα ρεύματα νερό που βλέπει η φαντασία της. Ο κόσμος αυτός φαντάζει αρχικά δύστροπος: βρίσκεται και αναπτύσσεται εκτός του comfort zone του αναγνώστη, ο οποίος, για να επιτύχει την εμβύθισή του σε αυτό το αλλόκοτο εν πολλοίς σύμπαν (το «immersion», που θα του επιτρέψει και την πλήρη απόλαυση του κειμένου), πρέπει να παραμερίσει τη σύνδεσή του με την υλική και συμβατική καθημερινότητά του.
Το Πάθος χιλιάδες φορές είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, η οποία ξεκίνησε με το Ο θάνατος ήρθε τελευταίος (2001) και ολοκληρώνεται φέτος με το Ορατή σαν αόρατη, δώδεκα ολόκληρα χρόνια αργότερα. Ο τίτλος, ποιητικός ξανά, μου φέρνει στο μυαλό τον Θωμά Κοροβίνη και το βιβλίο του Τι πάθος ατελείωτο (Άγρα, 2014), τίτλος δανεισμένος φυσικά από τον Μάρκο Βαμβακάρη – και πράγματι, οποία έκπληξις: ανοίγοντας το βιβλίο, λίγο πριν από την έναρξη του κειμένου, διαβάζω αφιέρωση, μεταξύ άλλων, «στον Θωμά Κοροβίνη». Η φαντασία και οι αγγελιοφόροι της επικοινωνούν πράγματι με μυστήριους τρόπους.
Τα μυθιστορήματα της Ζατέλη είναι βραδύκαυστα, διηθούνται στα αλλεπάλληλα στρώματα της φαντασίας και της μνήμης, για να μετουσιωθούν σε κείμενο ως νεφελώδες, αλλά εύγευστο απόσταγμα γραφής. Το υλικό της είναι «βαθιές καταβολές, μυστικές επήρειες, μνήμες προσωπικές, μνήμες συλλογικές, κυτταρικές, πράγματα που κουβαλάω μέσα μου όπως σχεδόν κουβαλώ το πετσί μου, τα μάτια ή τα χέρια μου».
Τα βιβλία της Ζατέλη αποτελούν μια προσαρμοσμένη στο ελληνικό (φυσικό και ψυχικό) τοπίο εκδοχή του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού. Προσωπικά, ξαναδιαβάζοντας βιβλίο της μετά από αρκετά χρόνια (και ίσως φανεί σε μερικούς τραβηγμένο) στο μυαλό μου σχημάτιζα εικόνες παρόμοιες με τα anime του Μιγιαζάκι: μια παράλληλη με τη δική μας πραγματικότητα, γεμάτη πλάσματα παραμυθένιου, αλλά δυσοίωνου φορτίου (όπως ο κηροπώλης με τα μακριά, βρόμικα νύχια, μεταξύ πολλών άλλων), που ακόμα κι αν μοιάζουν μ’ εμάς, εξάπτουν την αίσθηση του ανοίκειου, κάνοντάς μας να αναμένουμε από στιγμή σε στιγμή την εκδήλωση μιας παράταιρης ή ακόμα και επικίνδυνης ενέργειας.
Το στοιχείο αυτό του τρόμου ενισχύεται και από το διαρκές και κυρίαρχο θέμα του θανάτου, με την πρωταγωνίστρια Λεύκα να έχει το χάρισμα να ανακουφίζει με το χάδι της τους μελλοθάνατους. Εκτός της Λεύκας, συναντάμε πλήθος άλλων χαρακτήρων, όλων των ηλικιών και με αξιοπερίεργα ονόματα (Ντάφκος, Ωραιοζήλη, Μάργω, Κάσση κ.ά.), οι μοίρες των οποίων διαπλέκονται σε δεκαεπτά εκτενή κεφάλαια που θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως μεμονωμένες αφηγήσεις. Στο κέντρο του μυθιστορήματος, πάντως, βρίσκεται σίγουρα η αινιγματική ελαφίνα Λεύκα, που σταδιακά γίνεται κορίτσι και θα υιοθετήσει το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους. Με μη γραμμική πλοκή, που εκτυλίσσεται αργά και με αρκετές εκτενείς παρεκβάσεις, η ανάγνωση απαιτεί υπομονή και συγκέντρωση. Το ογκώδες μυθιστόρημα (800 σελίδες σχεδόν) στοχεύει στη συναισθηματική απόκριση του αναγνώστη, χωρίς να θέλει να συναρπάσει με την πλοκή, τις ανατροπές ή ακόμα και με τα διδάγματα ή τα μεγαλόπνοα θέματα που μπορεί ένα πεζογράφημα να θίξει – υπό την έννοια αυτή θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένα μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα.
Η Λεύκα, από τη μεριά της, αποτελεί μια ευθεία ενσάρκωση της ίδιας της συγγραφέως, αφού, διακατεχόμενη από το πάθος της γραφής, λειτουργεί ως ένα όχημα για τους προβληματισμούς της Ζατέλη γύρω από την τέχνη της. Η τελευταία έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: «Βλέπετε, το γράψιμο είναι ό,τι ξέρω καλύτερα να κάνω στη ζωή μου, ό,τι αγαπώ και κατέχω σε βάθος, κι όμως, αν με ρωτήσετε τι είναι, θα δυσκολευτώ πολύ να το διατυπώσω. Γι’ αυτό και δεν μου πέρασε απ’ τον νου να κάνω ένα δοκίμιο πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, μια εργασία, που θα ήταν ίσως κι ευκολότερο, αλλά ακριβώς να αναπλάσω τα της γραφής μέσα από ιστορίες».
Το γράψιμο, λοιπόν, στον κόσμο του μυθιστορήματος αλλά και στο μυαλό της Ζατέλη είναι από μόνο του ένα επιπλέον μαγικό στοιχείο, ένα ανεξιχνίαστο πετραδάκι που εν προκειμένω προσθέτει αχλή στην ατμόσφαιρα των σελίδων. Δηλαδή δημιουργεί με ένα εργαλείο που και η ίδια, θαρραλέα και έντιμα, παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει τη βαθύτερη φύση του, το οποίο επίσης εμφανίζεται και ως θέμα στο ίδιο το βιβλίο. Πρόκειται, λοιπόν, για ολομέτωπη και πολυεπίπεδη παρείσφρηση του αλλόκοτου, σαν η συγγραφέας να θέλει να καταστήσει θεμελιώδες στοιχείο του βιβλίου της την αίσθηση πως ναι, τελικά είναι τόσο παράξενο που ζούμε.
Η Ζατέλη αποτελεί δίχως αμφιβολία μία από τις πιο σημαντικές φωνές της ελληνικής πεζογραφίας, με βιβλία που φανερώνουν τόλμη, προσωπικότητα, ψυχικό πλούτο και συγγραφικό μόχθο. Κάθε έργο της, λόγω μεγέθους, αλλά κυρίως λόγω του διαστήματος που μεσολαβεί κάθε φορά από το προηγούμενο, έχει φτάσει να αποτελεί εκδοτικό γεγονός και οι φανατικοί της αναγνώστες το περιμένουν με λαχτάρα, σχεδόν όπως κάποιοι άλλοι προσδοκούν κάθε χρόνο το καινούργιο iPhone.
Ξωτικόμορφη και η ίδια, γνέθει έναν κόσμο εξωτικό, μα σκοτεινό. Με γλώσσα που αντλεί από την πλούσια λαογραφική παράδοση, χαμηλότονη, με ποιητικά ξεσπάσματα, θέτει εξαρχής ένα στοίχημα με τον αναγνώστη: ή όλα ή τίποτα. Διακύβευμα, ο χρόνος. Δημιουργεί έτσι έναν άχρονο μύθο που περικλείει τα πάντα της ζωής. Άλλωστε: «Για μένα το χθες, το σήμερα και το αύριο είναι ένα αιώνιο παρόν».
*Η παράθεση αποσπασμάτων είναι από συνέντευξη της Ζατέλη στην Παρί Σπίνου για την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (28/6/09).
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε στη Χιμάρα το 1988 και μεγάλωσε στη Σκάλα Λακωνίας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Ανεκπλήρωτοι Φόβοι (Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013), το μυθιστόρημα Η λάσπη (υποψήφιο για το Athens Prize for Literature 2015) και τη συλλογή διηγημάτων Τραμπάλα, από τις εκδόσεις Μελάνι. Τον Οκτώβριο του 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το πρώτο του βιβλίο για παιδιά Το δέντρο που είχε μια μπάλα για κεφάλι, σε εικονογράφηση Βασίλη Γαλάνη. To διήγημά του Καρδιές για φάγωμα γυρίστηκε σε ταινία μικρού μήκους. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις. Ζει στην Αθήνα. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, Χάθηκε βελόνι, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.