Το 2008 το Μουσείο Μπενάκη ανέλαβε την έκδοση του συνόλου του έργου του Ανδρέα Κάλβου, υπό την επίβλεψη επιστημονικής επιτροπής που απαρτίζεται από τους Δημήτρη Αρβανιτάκη, Σπύρο Ασδραχά, Νάσο Βαγενά, Bertrand Bouvier, Ευριπίδη Γαραντούδη, Mario Vitti. Η πρώτη, προδρομική έκδοση, που πραγματοποιήθηκε χάρη στην ευγενική χορηγία του κ. Ντίνου Μαρτίνου, κυκλοφόρησε τον χειμώνα του 2014, με τη δίτομη Αλληλογραφία του Ζακύνθιου λόγιου και ποιητή, σε εισαγωγή-επιμέλεια-σχολιασμό Δημήτρη Αρβανιτάκη και σε συνεργασία με τον Λεύκιο Ζαφειρίου.
Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, διδάκτωρ Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, υπεύθυνος του εκδοτικού προγράμματος του Μουσείου Μπενάκη και των εκδόσεων της βιβλιοθήκης του μουσείου, παραθέτει εδώ πολύτιμες γνώσεις γύρω από το πρόσωπο και το έργο του Ανδρέα Κάλβου. Με φόντο τον ιταλικό και βρετανικό κοινωνικοπολιτικό περίγυρο του Κάλβου στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., ο κ. Αρβανιτάκης τοποθετείται γύρω από το ζήτημα των τριών ταυτοτήτων του ποιητή. Όπως χαρακτηριστικά λέει: «Ο Κάλβος γεννήθηκε Επτανήσιος, μεγάλωσε ως Ιταλός και πέθανε Έλληνας».
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννιέται στη Ζάκυνθο το 1792, φεύγει το 1802 για την Ιταλία και μένει στο Λιβόρνο, όπου σπουδάζει μέχρι το 1812, οπότε πηγαίνει στη Φλωρεντία. Εκεί συναντά τον Ugo Foscolo, τιμημένο ποιητή της Ιταλίας, και μυείται στον πνευματικό του κύκλο. Το 1813 ακολουθεί τον Foscolo που αυτοεξορίζεται στην Ελβετία για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Μεταξύ 1816-1820 διαμένει στο Λονδίνο ως φιλοξενούμενος του Foscolo.
Αυτό που δεν γνωρίζει ο μέσος Έλληνας αναγνώστης (ίσως επειδή δεν είναι κομμάτι της παιδείας του) και οι φιλόλογοι δεν δίνουν σημασία ή αποσιωπούν συνειδητά είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Κάλβου γράφτηκε στα ιταλικά.
Δύο προηγούμενες μελέτες του κ. Αρβανιτάκη που εξέδωσε το Μουσείο Μπενάκη, Στον δρόμο για τις πατρίδες (2010) και Απολογία της αυτοκτονίας, Ένα αφελές κείμενο του Ανδρέα Κάλβου (2012), ρίχνουν φως σε δύο σημεία: στην αλλαγή του ρόλου του λόγιου-διανοούμενου σε Ιταλία και Ευρώπη και στη διαμόρφωση μιας νέας έννοιας ως προς το τι θεωρείται πατρίδα. Ο Ανδρέας Κάλβος υιοθετεί αναπόφευκτα τις νέες ιδέες, έτσι όπως εκφράζονται σε μια οριακή, ιστορική στιγμή. Ο κ. Αρβανιτάκης εξηγεί: «Στα μεταναπολεόντεια χρόνια αρχίζει να διαμορφώνεται μια άλλη έννοια της ιδέας της πατρίδας, καθώς παίρνει πολιτικό νόημα και γίνεται έθνος. Ο Κάλβος ακολουθεί τους Ιταλούς εξόριστους στο Λονδίνο και γράφει στο περιοδικό "Ape italiana a Londra" ("Ιταλική μέλισσα στο Λονδίνο"). Στο Λονδίνο ο Κάλβος λειτουργεί ως Ιταλός λόγιος και δίνει μια διάλεξη για τον Ισοκράτη, όπου λέει ότι "πατρίδα" δεν είναι το μέρος όπου γεννηθήκαμε αλλά το μέρος όπου μπορούμε να ζήσουμε ελεύθεροι. Συνεπώς, πατρίδα θεωρείται η "εθνική πατρίδα" και η πολιτική της έκφραση. Κομμάτια της διάλεξης του Κάλβου δημοσιεύονται στο "Ape" και περιέχονται στο βιβλίο μου. Όπως προκύπτει από τη μελέτη μου, ο δρόμος προς τις πατρίδες είναι ο δρόμος για τις "εθνικές πατρίδες". Στο Λονδίνο ο Κάλβος γράφει και την πρώτη του ωδή, "Ελπίς πατρίδος", στα ελληνικά, το 1819. Βλέπουμε, δηλαδή, εδώ να διαμορφώνεται, πέραν του πολιτισμικού στοιχείου, μια εθνική συνείδηση και ο Κάλβος να διακρίνεται ως ένας πολιτικός/μαχητικός λόγιος. Πολύ διαφορετική πορεία, δηλαδή, από αυτήν του Διονύσιου Σολωμού, που είναι κορυφαίος ποιητής, αλλά όχι διανοούμενος. Ο Σολωμός δεν δραστηριοποιείται πολιτικά, παρόλο που διαπλάθεται στο ίδιο περιβάλλον με τον Κάλβο. Ο Κάλβος δεν είναι μόνον ποιητής. Στο νεανικό του ιταλόγλωσσο κείμενο Απολογία της αυτοκτονίας, που κατά τη γνώμη μου δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε από τους Έλληνες φιλολόγους λόγω απλοϊκότητας, ο Κάλβος προσπαθεί να αποτυπώσει τον απόηχο μεγάλων συζητήσεων του Διαφωτισμού, καθώς ο εθελούσιος θάνατος θεωρείται πολιτικό εργαλείο αυτοπροσδιορισμού απέναντι στον Θεό και, κατ' επέκταση, απέναντι στον δυνάστη. Ο καινούριος διανοούμενος αποδεσμεύεται πλέον από την Αυλή ή την Εκκλησία. Συνεπώς, η Απολογία της αυτοκτονίας δεν είναι ένα κείμενο απαισιόδοξο επειδή ο ποιητής δυστυχεί για τη μοίρα της υπόδουλης Ελλάδας, όπως το ερμηνεύει ο Γεώργιος Ζώρας που ανακάλυψε το κείμενο, όντας επίσης και ο επιμελητής της έκδοσης των «Ωδών» του 1962. Κάθε άλλο. Ο νεαρός Κάλβος, έχοντας ως ίνδαλμα τον Ugo Foscolo, τον καινούργιο πολιτικό διανοούμενο, που είναι στρατιώτης και γράφει κείμενα επιθετικά, πολεμικά, θέλει με τη σειρά του να γράψει ένα κείμενο ηρωικό, αντιτυραννικό. Η Απολογία αποτελεί, έτσι, μια καλλιτεχνική διεκδίκηση».
Το 1820 ο Ανδρέας Κάλβος εντάσσεται στους καρμπονάρους, μία από τις πολλές μυστικές οργανώσεις που στόχο της έχει την ανατροπή τυραννικών καθεστώτων, όπως και η Φιλική Εταιρεία που προετοιμάζει την Ελληνική Επανάσταση. Ο Κάλβος, που αισθάνεται Ιταλός λόγιος, τάσσεται υπέρ του αγώνα για την απελευθέρωση της Ιταλίας.
«Αυτό που δεν γνωρίζει ο μέσος Έλληνας αναγνώστης (ίσως επειδή δεν είναι κομμάτι της παιδείας του) και οι φιλόλογοι δεν δίνουν σημασία ή αποσιωπούν συνειδητά είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Κάλβου γράφτηκε στα ιταλικά» λέει ο κ. Αρβανιτάκης. «Το 1811 ο Κάλβος γράφει το ποίημα για τον Ναπολέοντα, το οποίο δεν έχουμε εντοπίσει ακόμα, στα ιταλικά. Εντάσσεται, δε, στο κύμα υπέρ του Ναπολέοντα, όταν οι Ιταλοί ελπίζουν ότι ο Ναπολέων θα τους βοηθήσει να φτιάξουν ελεύθερο ιταλικό κράτος. Επίσης και η "Ωδή εις Ιονίους" γράφεται στα ιταλικά, αλλά έχει διπλό ακροατήριο, Έλληνες και Ιταλούς. Ο Κάλβος θέλει να χτυπήσει την τυραννία και παράλληλα να πάει ενάντια στο αποκοίμισμα των μαζών που δέχονται την τυραννία. Την ίδια εποχή γράφει τρία έργα αντιτυραννικά στα ιταλικά, τις τραγωδίες Ιππίας, Θηραμένης και Δαναΐδες, που είναι επεξεργασίες είτε αρχαιοελληνικών μύθων, είτε γεγονότων που τοποθετούνται μέσα στο μεγάλο ζήτημα της ιταλικής λογοτεχνίας».
Το 1820 ο Κάλβος φεύγει από το Λονδίνο και επιστρέφει στην Ιταλία. Το 1821 συλλαμβάνεται στη Φλωρεντία ως καρμπονάρος και απελαύνεται από τους Αυστριακούς, που δεν τον φυλακίζουν γιατί είναι Άγγλος υπήκοος του βρετανικού προτεκτοράτου των Επτανησίων. Επιστρέφει στην Ελβετία, όπου γράφει πλέον τις ελληνόγλωσσες «Ωδές» (1824) στη Γενεύη, με θέμα την Ελληνική Επανάσταση που έχει ήδη ξεσπάσει. Στην Ελλάδα επιστρέφει ξανά το 1826.
O κ. Αρβανιτάκης τονίζει ότι το 1821 είναι μια πολύ σημαντική χρονιά γιατί ο Κάλβος αποκόπτεται από την Ιταλία, αν και εκείνος θέλει να γυρίσει πάλι πίσω. Μάλιστα, αναφέρεται στον Νάσο Βαγενά, που είχε πει ότι αυτή είναι μια ευτυχής στιγμή για την ελληνική λογοτεχνία αλλά όχι για τον Κάλβο, που ήθελε να διαπρέψει στα ιταλικά γράμματα. «Δεν ξέρουμε τι θα γινόταν αν συνέχιζε να ζει στην Ιταλία ή αν δεν είχε ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση. Η σημερινή ιταλική φιλολογία τον αγνοεί, αλλά όλα του τα νεανικά έργα είναι ιταλόγλωσσα. Για να καταλάβουμε πόσο Ιταλός είναι, το 1814 μεταφράζει στα ιταλικά, από τα σιτσιλιάνικα, ποιήματα του Σικελού ποιητή Giovanni Meli. Ο Κάλβος νιώθει ότι ανήκει στον ιταλικό κόσμο, στον οποίο μεγάλο κομμάτι της επτανησιακής λογιοσύνης αισθάνεται να ενσωματώνεται πολιτισμικά, εφόσον τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό βενετική κυριαρχία και "βλέπουν" προς τη Δύση. Ο Foscolo γεννιέται στη Ζάκυνθο, πηγαίνει στην Ιταλία, γίνεται Ιταλός ποιητής και πρώτο όνομα στα 18 του χρόνια, γράφοντας μια τραγωδία που παίζεται στη Βενετία και κάνει πάταγο. Ο Κερκυραίος ιστοριογράφος Ανδρέας Μουστοξύδης, επίσης, διαπρέπει στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας και ζει ένα πολύ μεγάλο διάστημα της ζωής του στην Ιταλία. Αυτό θέτει το ερώτημα στη μεταγενέστερη λογιοσύνη: τι κάνουμε με αυτές τις προσωπικότητες που βρίσκονται ανάμεσα στον ελληνικό και στον ιταλικό κόσμο;».
Στην εισαγωγή της Αλληλογραφίας, ο κ. Αρβανιτάκης αναλύει το εύλογο αυτό ερώτημα που σχετίζεται με την πρόσληψη του Ανδρέα Κάλβου από τους Έλληνες του 19ου αιώνα. Πώς τον θυμούνται οι Επτανήσιοι και πώς οι Αθηναίοι; Οι Επτανήσιοι τον θυμούνται ως λόγιο που εργάστηκε στην Ιόνιο Ακαδημία. Λιγότερο ως ποιητή. Οι Αθηναίοι, όμως, για όσους τον θυμούνται από τις ανθολογίες και την επανέκδοση του έργου του, είναι ο ποιητής που έγραψε για την Ελληνική Επανάσταση. Το βασικό ποίημα που ανθολογείται είναι η «Ωδή στον Ιερό Λόχο» και ξεκάθαρα αφορά τη θεματική αυτή. Η ποίηση του άγνωστου, άσημου Κάλβου ανακαλύπτεται από τον τριαντάχρονο Κωστή Παλαμά σ' ένα αθηναϊκό παλαιοπωλείο και στην πασίγνωστη διάλεξή του στον «Παρνασσό» το 1889, με τίτλο «Κάλβος ο Ζακύνθιος», το αναγνωστικό κοινό της Αθήνας υποδέχεται και μαθαίνει για την ύπαρξη των «Ωδών», που αποκτά επίσης σχεδόν τσάμπα ο Παλαμάς από τον παλαιοπώλη, μαζί με την αγορά του «Οδοιπόρου» του καταξιωμένου Παναγιώτη Σούτσου.
Όσο και να ακούγεται παράδοξο, προβάλλονται σοβαρές ενστάσεις από τους λόγιους Έλληνες του 19ου αιώνα για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κάλβος στην ελληνόφωνη ποίησή του. Ακόμα και για τον Κερκυραίο ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Δε Βιάζη (1849-1927), που συνέβαλε στην επιβολή και ανάδειξη της ποιητικής αξίας του Κάλβου και στην τεκμηρίωση της βιογραφίας του (πολύ περισσότερο από τη διάλεξη του Παλαμά, που ξεχάστηκε), τα ιδιότυπα ελληνικά του ποιητή δεν είναι αποδεκτά. Ο κ. Αρβανιτάκης εξηγεί το φαινόμενο ως εξής: «Ο Κάλβος βρίσκεται στον δρόμο του Κοραή. Πιστεύει ότι πρέπει να καθαριστεί η ελληνική γλώσσα για να αποκτήσει την εθνική της ταυτότητα. Έτσι, στους στίχους του υπάρχει μια συνύπαρξη από αρχαΐζοντες τύπους και τύπους της ομιλουμένης. Ας πούμε, η λέξη "οθώνια" που χρησιμοποιεί είναι εξεζητημένη λέξη της αρχαΐζουσας, που σημαίνει σεντόνι. Όπως το "βροντάουν", που είναι τύπος γλωσσικός. Αν το δει κανείς ως ποιητικό αποτέλεσμα, αυτό είναι πάρα πολύ γοητευτικό. Διότι δημιουργεί και με την ακουστική μια αίσθηση ποιητικού αποτελέσματος. Τα όπλα πράγματι "βροντάουν". Το ακούμε κιόλας. Ο Κάλβος δεν ανήκει ούτε στους καθαρεύοντες, ούτε στους αρχαΐζοντες, ούτε στους ομιλουμένους. Υπάρχει μια ερμηνεία που λέει ότι ο Κάλβος δεν έχει ζήσει ποτέ σε πραγματικό περιβάλλον που να μιλιέται η ελληνική γλώσσα. Το 1826 βρίσκεται για πρώτη φορά σε περιβάλλον που ακούει πραγματικά ελληνικά γύρω του, όπως μιλιούνται στον μπακάλη, στη γειτονιά, στα καφενεία. Στην πρώτη έκδοση των "Ωδών" του 1824 αναφέρει ότι είναι γραμμένες "εις την σήμερον ομιλουμένη γλώσσα". Ο Βαγενάς λέει ότι δεν έχει πραγματική συνείδηση του υλικού που μιλιέται εκείνα τα χρόνια.
O Σεφέρης κατάλαβε ότι τον 19ο αιώνα, μέσα στη μεγάλη σύγκρουση για τη γλώσσα, δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τον Κάλβο, παρόλο που ήταν σπουδαίο ταλέντο. Ο Τυπάλδος χαρακτηρίζει τα άτακτα ελληνικά του Κάλβου "γκρέκο συφοριασμένο". Όταν σταμάτησε, πλέον, το γλωσσικό ζήτημα και πολύ αργότερα, τον 20ό αιώνα, οι μοντερνιστές Σεφέρης, Ελύτης, Κάλας, επαναξιολόγησαν την ποίηση του Κάλβου, είδαν στους στίχους του την άρνηση και καταδίκη της ομοιοκαταληξίας, το πρελούδιο του ελεύθερου στίχου. Πρόσεξαν την τόλμη της μεταφοράς και την τόλμη της ίδιας της γλώσσας».
Σκοπός της μελέτης του συνόλου του έργου του Κάλβου είναι να δει για πρώτη φορά ο Έλληνας αναγνώστης το ιδεολογικό πλαίσιο από το οποίο προήλθε η ποίησή του. Ο Ανδρέας Κάλβος δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από το ελληνόφωνο έργο του. Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης επιμένει στην έρευνα του «κόσμου του Κάλβου» μέσα από το πρίσμα της απελευθέρωσης του λογίου και την οριοθέτηση του δραματικού ρόλου του διανοουμένου που διαφαίνεται και στις «Ωδές». Τυγχάνει η «Ωδή εις Ιονίους», που γράφεται στα ιταλικά, σε παράλληλη ανάγνωση με τις ελληνόφωνες «Ωδές», να μιλά για το ίδιο ακριβώς πράγμα. Την πραγμάτωση του αγώνα.
Στην τελευταία χρονολογημένη επιστολή (1869) του Κερκυραίου πρεσβευτή στο Λονδίνο Πέτρου Βράιλα Αρμένη (1813-1884), που βρίσκεται στον δεύτερο τόμο της Αλληλογραφίας, μαθαίνουμε έμμεσα ότι ο Ανδρέας Κάλβος είχε ζητήσει να τον δει γιατί ανησυχούσε για την πατρίδα. Είχε μεσολαβήσει η Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Λίγες μέρες πριν πεθάνει στο Λάουθ της Αγγλίας, στις 3 Νοεμβρίου 1869, ο Κάλβος φαίνεται να έχει αποκτήσει τη συνείδηση του Έλληνα.
Ο κ. Αρβανιτάκης, έχοντας δει το πρώτο βήμα να γίνεται με την Αλληλογραφία, καταλήγει αισιόδοξα: «Πριν από λίγες μέρες, ο Άγγελος Δεληβορριάς ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τη θέση του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη. Υπό μία έννοια, είναι ευτυχής συγκυρία που το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί σήμερα. Γιατί είναι και καρπός της δικής του "πολιτικής". Και δεν θέλω να μην επισημανθεί, για μία ακόμα φορά, η ανυπολόγιστη συνεισφορά του στη διαμόρφωση της εντελώς διακριτής φυσιογνωμίας του Μουσείου Μπενάκη: ενός πολυδιάστατου πολιτιστικού οργανισμού, ανοιχτού στην κοινωνία, στις καλές τέχνες, στην επιστημονική έρευνα. Κυρίως, όμως, ενός οργανισμού ανήσυχου! Να μία περιουσία πολύτιμη –και για τις καλές και για τις κακές μέρες–, μία περιουσία που θα πρέπει τώρα να μη χαθεί!».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2015 με αφορμή την έκδοση "Aνδρέας Κάλβος, Αλληλογραφία". Εισαγωγή, επιμέλεια, σχεδιασμός: Δημήτρης Αρβανιτάκης, (ΙΙ τόμοι), Εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη