ΤO 2002, ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ από τη Γαλλία με το μεταπτυχιακό μου και με μια υποτροφία για διδακτορικό, πήγα να επισκεφτώ τον καθηγητή και μέντορά μου ‒ο οποίος δεν βρίσκεται στη ζωή πια‒ για να συζητήσουμε το θέμα της διατριβής μου. Στο γραφείο του διόρθωνε τα γραπτά των φοιτητών του στο πανεπιστήμιο. Το μάθημα Ιστορίας που δίδασκε ήταν από τα πλέον δύσκολα και το ήξεραν όλοι οι φοιτητές του, ήταν όμως μια συνθήκη που είχε χτιστεί συνειδητά ανάμεσά τους.
Με είχε να περιμένω στο γραφείο του μέχρι να τελειώσει τη διόρθωση, τα γραπτά των φοιτητών του είχαν πάντα προτεραιότητα. Η τακτική του ήταν πάντα η ίδια: αυτά που περνούσαν τα έβαζε δεξιά, αυτά που έκοβε, αριστερά, και όσα διεκδικούσαν το 5 στο κέντρο, για επανεξέταση.
Τη στιγμή της διόρθωσης ένας από τους καλύτερούς του φίλους μπήκε στο γραφείο. Την επόμενη μέρα θα έκανε μια δύσκολη χειρουργική επέμβαση. Εκείνη τη στιγμή ο καθηγητής έβαζε ένα γραπτό στο κέντρο, ήθελε να το ξαναδεί. Σε ένα κλίμα αρκετά φορτισμένο ο φίλος του, που ήξερε τις συνήθειές του, απηύθυνε μια παράκληση.
«Αυτόν τον φοιτητή δεν τον γνωρίζω, αλλά για την εγχείρηση που θα κάνω αύριο, πέρασέ τον, σε παρακαλώ!»
«Είσαι ο στενότερός μου φίλος μου, θα το κάνω, απλώς σκέψου αν ο γιατρός που θα σε χειρουργήσει αύριο είχε περάσει στο πανεπιστήμιο το μάθημα της Χειρουργικής με αντίστοιχο τρόπο» του είπε με την αξεπέραστη φλεγματικότητά του.
«Μα, δεν είναι το ίδιο πράγμα» αντέτεινε ο φίλος του.
«Είναι ακριβώς το ίδιο» του απάντησε με ένα μεγάλο, πλατύ χαμόγελο.
Ο εορτασμός για το 1821 δεν χρειάζεται να γίνει μια γιορτή που την «εκθέτουμε στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία», παραφράζοντας κάπως τον Καβάφη.
Αυτή την ιστορία, όχι ακριβώς χιουμοριστική αλλά από την προσωπική μου εμπειρία, επέλεξα για να υπογραμμίσω απλώς ότι η Ιστορία είναι επιστήμη. Μπορεί να είναι ένα πεδίο στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι, αλλά δεν παύει να είναι επιστημονικό πεδίο που αντλεί μεθοδολογία ακόμα και από τον χώρο της Ιατρικής, όπως είχε επισημάνει ο Δ. Λυπουρλής, αλλά βέβαια έχει αναπτύξει και τη δική της μέθοδο, ενώ ο ίδιος ο ιστορικός δοκιμάζεται συχνά σε διάφορους ρόλους.
Ο ιστορικός γίνεται δικαστής για να φτάσει στα συμπεράσματά του, όπως επισήμανε ο Γκίνζμπουργκ, ακόμα και ντετέκτιβ στην έρευνά του. Μπορεί να χρησιμοποιήσει στοιχεία από την Ψυχολογία ή την Κοινωνιολογία. Οι ιστορικοί μάς αρέσει να βλέπουμε την Ιστορία ως τον κορμό και τις υπόλοιπες επιστήμες ως τα κλαδιά της. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα τεράστιο «μονοπάτι που φτιάχνουμε περπατώντας», αντλώντας από τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, και το οποίο ξεκινά από την αρχαιότητα και φτάνει ως σήμερα.
Ακόμα και αν αλλάζει ο τρόπος εξιστόρησής της και από την αφήγηση γύρω από τη φωτιά, τους τροβαδούρους και διάφορους αφηγητές έχουμε φτάσει στις μεγάλες συνθέσεις, στην αρχειακή έρευνα και στην κριτική ματιά αλλά και στον σχολιασμό της, η Ιστορία έχει ένα μεγάλο καθήκον, τη μεταφορά της γνώσης, και δεν πρέπει να αναλώνεται σε σοσιαλμιντιακές και γαργαλιστικές αναζητήσεις και να εκπίπτει. Το χθες έχει αναγκαστικά την οπτική του σήμερα, χωρίς να ξεχνάμε αυτό που έλεγε ο Marc Bloch, ότι οι άνθρωποι μοιάζουν πιο πολύ στον καιρό που έζησαν παρά στους ίδιους τους πατεράδες τους ‒ πρέπει να θυμόμαστε ότι τα γεγονότα εξετάζονται στο χωροχρονικό τους συγκείμενο.
Το 1821 γνώρισε τρεις μεγάλες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. Τα απομνημονεύματα των αγωνιστών αλλά και ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα από κοντά, όπως ο Φωτάκος ή ο Κασομούλης, τις μεγάλες συνθέσεις της Επανάστασης, σαν του Φίνλεϊ, του Σπ. Τρικούπη, του Γκόρντον και του Δ. Κόκκινου, αλλά και την τρίτη σημαντική προσέγγιση, που ήταν η μεταπολεμική.
Οι μεγάλες προσωπικότητες που άλλαξαν την πορεία της ελληνικής ιστοριογραφίας: οι Δημαράς, Σβορώνος, Παναγιωτόπουλος, Ηλιού και Ασδραχάς ανέδειξαν την ιστορία των νοοτροπιών, των ιδεών, των γραμμάτων, την κοινωνική διάσταση, την ιστορία του Διαφωτισμού αλλά και την οικονομική ιστορία. Τη φουρνιά αυτήν τη διαδέχτηκε μία ακόμη, αποτελούμενη από τους Λούκο, Κιτρομηλίδη, Μιχαηλάρη αλλά και άλλους που ανέδειξαν επίσης ενδιαφέροντες τομείς της ευρύτερης περιόδου.
Το 2021 προσφέρει μια σπουδαία ευκαιρία να υπάρξει όχι μια νέα προσέγγιση ‒δεν ανακαλύπτουμε νέες ιστορίες πια‒ αλλά μια επαναπροσέγγιση των σπουδαίων αυτών διαδρομών και τομών και η διείσδυση στις πορείες των πρωταγωνιστών, στις ιδεολογικές διαδρομές τους αλλά και στους μετασχηματισμούς, τους κοινωνικούς αλλά και της της ιδιοπροσωπίας τους.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 όχι μόνο οδηγείται σε μια πετυχημένη έκβαση αλλά προτάσσει και πρωτοποριακά διακυβεύματα, όπως η εθνική ενοποίηση, η ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης και το χτίσιμο μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας. Έτσι, συνιστά ένα γεγονός ιδιαίτερα σύνθετο, το οποίο κινητοποίησε πολλές και διαφορετικές δυνάμεις του Ελληνισμού, όπως οι Έλληνες της Διασποράς, ο εμπορικός κόσμος, ο πνευματικός κόσμος με τους γνωστούς ως σήμερα εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και, βέβαια, οι Έλληνες και οι Ρωμιοί που έμεναν στον ελλαδικό χώρο και ανέλαβαν κυρίως το έργο του πολέμου. Τα ερωτήματα που προκύπτουν, κατά συνέπεια, είναι πολλά και σύνθετα:
– Ποια ήταν η κεντρομόλος δύναμη που έφερε κοντά όλες αυτές τις διαφορετικές συνιστώσες του ελληνισμού;
– Τι συνένωσε την εσωτερική αγωνιστική εμπειρία και την ευρωπαϊκή επαναστατική έμπνευση;
– Πώς εισέβαλαν οι εθνικές ιδέες σε έναν χώρο όπως ήταν τα Βαλκάνια, από τα οποία έως τότε οι εθνικές συγκρούσεις απουσίαζαν; Υπάρχουν κι άλλα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πλαίσιο γύρω από το οποίο θα στηνόταν ένας εορτασμός με πολλά μηνύματα για το 1821 αλλά και ένας πραγματικός εορτασμός, κάτι που δεν έγινε ούτε στα 100 ούτε στα 150 χρόνια από το 1821, για διαφορετικούς λόγους.
Ο Ν. Σβορώνος μίλησε για τη συνείδηση της ενότητας για το ελληνικό έθνος. Αυτό το νήμα της ενότητας με τους συγχρονικούς όρους θα μπορούσε να αναζητηθεί και τώρα. Είναι αυτό το αδιόρατο νήμα που ένωσε φουστανελοφόρους και δυτικότροπους, Ανατολίτες και διαφωτιστές και σήμερα μπορεί να ενώσει αυτούς που αναζητούν μια κοινή πατρίδα στην Ελλάδα για να ζήσουν και να ευημερήσουν σε ένα πλαίσιο ελευθερίας και ειρήνης.
Ο εορτασμός για το 1821 δεν χρειάζεται να γίνει μια γιορτή που την «εκθέτουμε στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία», παραφράζοντας κάπως τον Καβάφη. Βρίσκεται ήδη στο βάθρο που του αξίζει γιατί είναι ένα γεγονός ελευθερίας, πατριωτισμού και ενότητας και αυτές είναι αξίες που δεν πρέπει ούτε να ευτελίζονται ούτε να χαρίζονται στα άκρα.
σχόλια