«Εγώ, προσωπικά, αισθάνομαι περισσότερο μουσικός παρά σκηνοθέτης. Σαν ένστικτο, σαν ιδιοσυγκρασία. Λατρεύω τη μουσική, δεν είναι τυχαίο ότι είμαι γόνος μουσικής οικογένειας», έλεγε σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, φιλόλογος και ερευνητής Σπύρος Ευαγγελάτος το 1999. Και πράγματι, η ζωή του ξεκίνησε και διαμορφώθηκε σε ένα μουσικό περιβάλλον. Γιος του επιφανούς μουσουργού και αρχιμουσικού Αντίοχου Ευαγγελάτου, με καταγωγή από την Κεφαλονιά, και της αρπίστριας Ξένης Μπουρεξάκη, με καταγωγή από την Κρήτη (καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι τα δύο νησιά υπήρξαν φυτώρια λογοτεχνικής παραγωγής, από αυτά προέρχονται τα έργα στα οποία θα αφιερωνόταν), γεννήθηκε το 1940 στην οδό Πατησίων στην Αθήνα. Η πρώτη του επαφή με την τέχνη ήταν μέσω της μουσικής. Έτσι, είναι να απορεί κανείς που δεν έγινε μαέστρος σαν τον πατέρα του, τραγουδιστής της όπερας, όπως η αδελφή του Δάφνη. Εν τέλει, ίσως να μην έχει καμία σημασία ποιον δρόμο διάλεξε, καθώς, όπως έλεγε και ο ίδιος, αισθανόταν «σαν ένας μουσικός που σκηνοθετεί». Περιέγραφε τη δουλειά του ως εξής: «Η έννοια της παύσης, της μεταλλαγής, των ρυθμών, η έννοια ακόμα και της ουσίας, της ατμόσφαιρας μιας κατάστασης, λειτουργούν κατά έναν τρόπο μαγικό μουσικά μέσα μου, κι αυτό προσπαθώ να μεταφέρω».
Η πρώτη του επαφή με την τέχνη ήταν μέσω της μουσικής. Έτσι, είναι να απορεί κανείς που δεν έγινε μαέστρος σαν τον πατέρα του, τραγουδιστής της όπερας, όπως η αδελφή του Δάφνη. Εν τέλει, ίσως να μην έχει καμία σημασία ποιον δρόμο διάλεξε, καθώς, όπως έλεγε και ο ίδιος, αισθανόταν «σαν ένας μουσικός που σκηνοθετεί».
Το θέατρο το πρωτογνώρισε χάρη στη μητέρα του που τον έπαιρνε μαζί της, παιδάκι, σε παραστάσεις του θεάτρου Κοτοπούλη και του Εθνικού, όπου έπαιζε ζωντανά άρπα – εκείνος την περίμενε στα παρασκήνια. Ωστόσο, η πρώτη παράσταση που θυμάται ήταν, στα 5 του, η Απαγωγή απ’ το σεράι» του Μότσαρτ στη Λυρική, με διευθυντή ορχήστρας τον πατέρα του. Παρόλο σκηνοθέτησε και όπερα, το θέατρο ήταν εκείνο που τον κέρδισε, γιατί, όπως έλεγε, υπήρχαν οι μεγάλοι Έλληνες τραγικοί και ο Σαίξπηρ, κείμενα τα οποία τον είλκυαν και προσπαθούσε να αναμετρηθεί μαζί τους από την εφηβεία. Τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα τον οδήγησαν καταρχάς στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και παράλληλα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Ως ηθοποιός δεν τα πολυκατάφερνε, και το ήξερε, αλλά ήταν απολύτως βέβαιος για τον τελικό του στόχο. Έτσι, μετά από σύντομο πέρασμα από ιδιωτικούς θιάσους, όπου ανέλαβε μικρούς ρόλους, ίδρυσε τη Νεοελληνική Σκηνή, στο πλαίσιο της οποίας, σε ηλικία μόλις 21 ετών, σκηνοθέτησε τον Φορτουνάτο του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου. Στην πορεία ανέβασε τη Μαρία Δοξαπατρή του Δημήτρη Βερναρδάκη και τον Θυέστη του Πέτρου Κατσαΐτη, μέχρι που το 1964 παρουσίασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ένα δικό του έργο, το ιστορικό δράμα Νικόλαος Γαλάτης. Η δεύτερη κρατική σκηνή της χώρας έμελλε να γίνει όχι μόνο ένας από τους βασικούς χώρους δημιουργίας και πειραματισμού του αλλά και διευθυντής της. Λίγο καιρό αφότου ξεκίνησε τη γόνιμη συνεργασία του με την Αντιγόνη Βαλάκου, που θα εξελισσόταν θριαμβευτικά τις επόμενες δεκαετίες, έφυγε το 1966 στη Βιέννη για σπουδές θεατρολογίας. Εκεί ήρθε σε επαφή με τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, εντρυφώντας σε θέματα που άπτονται της θεατρικής πράξης. Αυτό του έδωσε το έναυσμα να δραστηριοποιηθεί καλλιτεχνικά σε πολλές σημαντικές θεατρικές σκηνές αλλά και όπερες του γερμανόφωνου χώρου.
Από το 1968 και μετά άρχισε να δημοσιεύει τακτικά επιστημονικές εργασίες επάνω στο Κρητικό και στο Επτανησιακό Θέατρο, αποτέλεσμα σχολαστικών ερευνών στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, όπως και σε αρχεία και βιβλιοθήκες άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, απ’ όπου ανέσυρε ξεχασμένα θεατρικά κείμενα της περιόδου από το 1600 έως το 1900, η οποία αποτέλεσε πεδίο βαθύτερου ενδιαφέροντος για εκείνον. Γνωστά ή εντελώς άγνωστα έργα των Κορνάρου, Χορτάτση, Φόσκολου, Κατσαΐτη, Μοντσελέζε, Μόσχου, Ψυχάρη, Ραγκαβή, Μισιτζή, Μάτεσι, Κάλβου υπήρξαν το υλικό που τα επόμενα χρόνια θα παρουσίαζε στη σκηνή, εμπλουτίζοντας τη σύγχρονη ελληνική παραστασιολογία.
Στις 21 Απριλίου του 1967, ημέρα επιβολής της στρατιωτικής χούντας στην Αθήνα, ο Ευαγγελάτος βρισκόταν στη Βιέννη, όπου έκανε πρεμιέρα το πρώτο του ελληνικό δράμα – πρότεινε στο γερμανόφωνο κοινό τις δικές του Τρωάδες. Πέντε χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1972, θα κατέβαινε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο με το Εθνικό (ο νεαρότερος μέχρι εκείνη τη στιγμή σκηνοθέτης), σκηνοθετώντας την Ηλέκτρα του Σοφοκλή με μια ρηξικέλευθη προσέγγιση που έφερε μια νέα πνοή στον χώρο. Συνολικά παρουσίασε την πλειονότητα των σωζόμενων τραγωδιών, προτείνοντας ερμηνείες και λύσεις από τις οποίες άντλησαν ιδέες οι επόμενες γενιές σκηνοθετών.
Με το Ονειρόδραμα του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στο ΚΘΒΕ και με τους Γίγαντες του βουνού του Λουίτζι Πιραντέλλο στο Εθνικό Θέατρο η σκηνοθετική του αξία αναγνωρίστηκε ομόφωνα. Κι ενώ ήδη κατά τη διάρκεια της παράλληλης σκηνοθετικής του δραστηριότητας στην Αυστρία είχε υπογράψει την πρώτη του σκηνοθεσία στην όπερα, μαζί με σημαντικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, ξεκίνησε το 1971 με τον Φάλσταφ του Βέρντι τη συνεργασία του με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Το 1974 επανέλαβε την πρώτη του οπερατική σκηνοθεσία, την Κάρμεν του Μπιζέ, σε μετάφραση του δασκάλου του Άγγελου Τερζάκη. Σημειωτέον ότι στις περισσότερες παραστάσεις που αναλάμβανε είχε συνοδοιπόρο –και σταθερό συνεργάτη τα επόμενα χρόνια– τον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Γιώργο Πάτσα.
Το 1975 ξεκίνησε η μεγάλη διαδρομή του Αμφι-θεάτρου με την εμβληματική παράσταση του Ερωτόκριτου του Βιτσέντζου Κορνάρου, δίνοντας το στίγμα μιας νέας εποχής που ξεπρόβαλλε με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα. Ο θίασός του τότε αποτελούνταν από ιδιαίτερα ταλαντούχους ηθοποιούς όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Ηλίας Λογοθέτης, ο Στάθης Κακαβάς, ο Δημήτρης Πιατάς, ο Ρήγας Αξελός, ο Νίκος Μπουσδούκος, η Άννυ Λούλου, η μετέπειτα σύζυγός του Λήδα Τασοπούλου και άλλοι. Παρόλο που δεν έπαψε να σκηνοθετεί για τις μεγάλες κρατικές σκηνές, ήταν οι παραστάσεις του Αμφι-Θεάτρου που τα επόμενα τριάντα έξι χρόνια αποτέλεσαν την προσωπική του κατάθεση ως σκηνοθέτη, ερευνητή, μεταφραστή και δραματουργό. Στην πρώτη και πλέον γόνιμη περίοδο ανήκει και η πρωτοποριακή Λυσιστράτη του 1976 μόνο με άντρες ηθοποιούς σε μετάφραση Κώστα Ταχτσή. Όλες του τις σκηνοθεσίες κωμικών έργων τις μπόλιαζε με στοιχεία του λαϊκού θεάτρου από την επιθεώρηση, τη φαρσοκωμωδία, τα μπουλούκια, το μπουρλέσκ. Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Αμφι-Θεάτρου ήταν τα εξαιρετικά επιμελημένα προγράμματα, όπου ο θεατής μπορούσε να βρει εκτενείς αναλύσεις των έργων από προσωπικότητες, να εντρυφήσει σε φιλολογικές αναφορές και παραπομπές αλλά και να διαβάσει το θεατρικό κείμενο.
Το 1978 ανέλαβε τη διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος μέχρι το 1980 σκηνοθέτησε μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες επιτυχίες του: τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Πέτρο Φυσσούν, Θάνο Τζενεράλη, Φαίδωνα Γεωργίτση Αλεξάνδρα Λαδικού και Λίνα Λαμπράκη στους κεντρικούς ρόλους και τους Πέρσες του Αισχύλου με τους Αντιγόνη Βαλάκου, Μάνο Κατράκη και Πέτρο Φυσσούν. Συγχρόνως, συνέβαλε στην ίδρυση της Όπερας Θεσσαλονίκης, του Θεάτρου Ανατολικής Μακεδονίας, της Ποντιακής Σκηνής και της Παιδικής Σκηνής.
Το 1984 το Αμφι-Θέατρο απέκτησε μόνιμη στέγη στην Αδριανού 111, στην Πλάκα. Ήταν η χρονιά που ο Ευαγγελάτος ανέλαβε τη διεύθυνση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής – τα επόμενα τρία χρόνια στόχος του ήταν να αναδείξει νέους αρχιμουσικούς και σκηνοθεσίες που θα προσείλκυαν νεανικό κοινό. Το 1988 έλαβε το βραβείο «Κάρολος Κουν» για τη σκηνοθεσία της Ορέστειας του Αισχύλου και το 1989 ίδρυσε το Εργαστήριο υποκριτικής τέχνης για το θέατρο και την όπερα. Δύο χρόνια μετά εκλέχτηκε καθηγητής του νεοσύστατου τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην ίδρυση του οποίου είχε συμβάλει αποφασιστικά. Μεταξύ 1997 και 2007 διετέλεσε αρκετές χρονιές πρόεδρός του, όπως και πρόεδρος της ΕΛΣ την περίοδο από το 1999 μέχρι το 2006. Οι τιμητικές βραβεύσεις τόσο για τον ίδιο όσο και για το Αμφι-Θέατρο από πολιτιστικούς και πολιτειακούς θεσμούς τα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι το τέλος της ζωής του είναι εντυπωσιακές και πολυάριθμες.
Το 2005, οπότε εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε πρόωρα από τη ζωή η σύζυγός του Λήδα Τασοπούλου. Το 2010 έχασε τον γιο του Αντίοχο και τον επόμενο χρόνο το πνευματικό του «παιδί», το Αμφι-Θέατρο, το οποίο έκλεισε για οικονομικούς λόγους. Ωστόσο συνέχισε ακάθεκτος τη σκηνοθετική του δραστηριότητα στο Εθνικό και στην ΕΛΣ, όπως και τις μελέτες του για τους εκλεκτούς του συγγραφείς Βιτζέντζο Κορνάρο και Γεώργιο Χορτάτση. Το 2013 ανακηρύχθηκε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Το καλοκαίρι του 2016 σκηνοθέτησε στο Ηρώδειο την τελευταία του παράσταση, τον Αμύντας του Γεωργίου Μόρμορη, με τον οποίο ασχολούνταν επιστημονικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Πέθανε στις 24 Ιανουαρίου του 2017, σε ηλικία 77 ετών.
Συνολικά έκανε 214 σκηνοθεσίες έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου (Γκαίτε, Λόπε ντε Βέγκα, Γκολντόνι, Μολιέρο, Πιραντέλλο, Λόρκα, Ίψεν, Μπρεχτ, Τσικαμάτσου) που παρουσίασε σε μεγάλα θέατρα, μεγάλες όπερες, στην Επίδαυρο, πραγματοποίησε παγκόσμιες περιοδείες και συνεργασίες με θιασάρχες-σταρ, συμμετείχε σε τελετές μεγάλων εκδηλώσεων, γενικά γνώρισε την απόλυτη καταξίωση. Ως θεωρητικός συνέγραψε περί τις 50 μελέτες, άρθρα, λιμπρέτα, έργα δημοσιευμένα και ανέκδοτα, έκανε μεταφράσεις, έργα, αναρίθμητες συνεργασίες, διδασκαλίες, ξεκίνησε πρωτοβουλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ίσως ο πιο ακαταπόνητος και συγκροτημένος Έλληνας σκηνοθέτης, ο Σπύρος Ευαγγελάτος υπήρξε ο άνθρωπος που με την καλλιτεχνική του ευφυΐα έθεσε ψηλά τον πήχη και αναμετρήθηκε με τους μεγάλους του ευρωπαϊκού θεάτρου, «παρασύροντας» τους συνεργάτες του σε ανάλογες επιδιώξεις. Έτσι, κάποιοι από τους πλέον εμπνευσμένους καλλιτέχνες του ελληνικού θεάτρου της εποχής μας ξεπήδησαν από το Αμφι-Θέατρο, όπως και σύγχρονοι μελετητές του θεάτρου.
Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης μόλις κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο αυτό σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό. Περιέχει εκτενέστατη παραστασιολογία, φωτογραφικό υλικό, χρονολόγιο, κριτικές, αποσπάσματα συνεντεύξεων, προσωπικά και επιστημονικά κείμενα συνεργατών και φίλων του. Ανάμεσά τους βρίσκονται προσωπικότητες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης (ανέβασε την όπερά του Κώστας Καρυωτάκης στην ΕΛΣ), η Κική Δημουλά, ο Άγγελος Δεληβορριάς, ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Βασίλειος Πετράκος, η Χρύσα Μαλτέζου, ο Λουκάς Καρυτινός, η Μαρία Βασιλειάδου, η Ελένη Γουλή, η Καίτη Διαμαντάκου, η Κωστάντζα Γεωργακάκη, ο Γιώργος Λεωτσάκος και η θεατρολόγος και σύζυγός του Χριστιάννα Ματζουράνη, που είχε την επιστημονική επιμέλεια της έκδοσης μαζί με τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο. Το ενδιαφέρον είναι ότι σχεδιάστηκε όσο ο Σπύρος Ευαγγελάτος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, όπως και ο επιστήθιος φίλος του Γιώργος Πάτσας, ο οποίος συνέβαλε στο αισθητικό μέρος του τόμου. Μέσα από τις σελίδες και τις εικόνες του περνάει όχι μόνο η εντυπωσιακή καριέρα ενός ιδιαίτερα παραγωγικού ανθρώπου αλλά και η ιστορία του θρυλικού Αμφι-Θεάτρου και ως εκ τούτου σημαντικού μέρους της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου μιας ολόκληρης εποχής, από το 1960 μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.