Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο οποίος απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 77 ετών, αποτέλεσε για περισσότερο από μισό αιώνα ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Άνθρωπος με τεράστια μόρφωση και καλλιέργεια, ίσως και λίγο «παλιάς κοπής», αλλά συγχρόνως μέγας ανανεωτής, που συνέβαλε στην προώθηση της σκηνικής αναπαράστασης του αρχαίου δράματος και της αττικής κωμωδίας όσο και στην ανάδειξη ξεχασμένων και παροπλισμένων ελληνικών θεατρικών κειμένων του Επτανησιακού Θεάτρου, της Ενετικής Κρήτης και της ελληνικής γραμματείας των περασμένων αιώνων γενικότερα. Σε αυτά να προσθέσουμε και τις αναρίθμητες σκηνοθεσίες κλασικών έργων και όπερας.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1940, γιος του κορυφαίου μουσουργού Αντίοχου Ευαγγελάτου και της αρπίστριας Ξένης Mπουρεξάκη, μεγάλωσε σε ένα σπίτι φιλελεύθερο, με προοδευτικές για την εποχή ιδέες, όπου κυριαρχούσε η μουσική. Ο ίδιος παρακολουθούσε μαθήματα βιολιού και πιάνου, γι’ αυτό μέχρι κάποια ηλικία πίστευε ότι θα γινόταν μαέστρος. Ωστόσο, εφόσον η οικογένεια ενδιαφερόταν εξίσου για την ποίηση και την τέχνη γενικότερα, φλέρταρε επίσης από νωρίς και με την ιδέα να γίνει σκηνοθέτης.
Σκηνοθέτησε από Σαίξπηρ και Λόπε ντε Βέγκα μέχρι Μπρεχτ και Πιραντέλο, όλους του Έλληνες ποιητές της αρχαιότητας, Αριστοφάνη αλλά και όλα εκείνα τα χαμένα κείμενα της ελληνικής γραμματείας προηγούμενων αιώνων, που με επίμονη προσωπική έρευνα ανέσυρε από τη λήθη.
Τελικά, έγινε δεκτός στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ παράλληλα ξεκίνησε σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, οπότε σιγά-σιγά η μουσική υποχώρησε από το επαγγελματικό του πλάνο. Με δασκάλους του τον Άγγελο Τερζάκη και τους Θεοδωρακόπουλο, Μαρινάτο και Θωμαδάκη, που «γεφύρωναν» τις σπουδές του στη Φιλοσοφική με αυτές στη Δραματική Σχολή, η πορεία του έμοιαζε προδιαγεγραμμένη.
Με την αποφοίτησή του από τη σχολή του Εθνικού εργάστηκε για έναν μόλις χρόνο ως ηθοποιός με επιδόσεις στην κωμωδία. Όπως έλεγε και ο ίδιος: «Αν έμενα στην υποκριτική, θα γινόμουν ένας πολύ καλός β’ κωμικός». Αντ’ αυτού, προτίμησε να ιδρύσει, μαζί με συμφοιτητές του από το Εθνικό, τη Νεοελληνική Σκηνή. Έτσι, σε ηλικία 21 ετών βρέθηκε να υπογράφει την πρώτη του σκηνοθεσία με την κρητική κωμωδία του 1655 «Φορτουνάτος» του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου.
Όταν στα 30 του ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα την ιστορία του θεάτρου στην Κεφαλονιά την περίοδο 1600-1900 («Ιστορία του Θεάτρου εν Κεφαλληνία 1600-1900») ήταν ήδη ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης του ελεύθερου θεάτρου. Αυτήν τη δραστηριότητα τη συνέχισε και στη Βιέννη, όπου βρέθηκε για μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεατρολογία. Ταξιδεύοντας στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, ήρθε σε επαφή με όλες τις σημαντικές πρωτοποριακές παραστάσεις της εποχής του, τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του Στάιν στο Βερολίνο, του Μπρουκ στο Παρίσι, του Στρέλερ στο Πίκολο, τις όπερες του Τζεφιρέλι.
Το 1972 σκηνοθέτησε πρώτη φορά στην Επίδαυρο για το Εθνικό Θέατρο την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή με την Αντιγόνη Βαλάκου στον ομώνυμο ρόλο, μια παράσταση που θεωρήθηκε καινοτόμος. Στις πρώτες του απόπειρες στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου είχε για συμμάχους του τον Κώστα Γεωργουσόπουλο στη μετάφραση, τον Δημήτρη Τερζάκη στη μουσική και τον Γιώργο Πάτσα στα σκηνικά και στα κοστούμια. Παιδί του Εθνικού ο ίδιος, δεν ήθελε να ανατρέψει τη μεγάλη του παράδοση αλλά να την προχωρήσει, να την ξεπεράσει μορφολογικά. Και το πέτυχε, ανάγοντας την «Ηλέκτρα» του σε σημείο αναφοράς για πολλές δεκαετίες.
Το 1975 ίδρυσε το Αμφι-Θέατρο ως σκηνή πειραματισμού, εγκαινιάζοντάς το με τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Στην διανομή συμμετείχαν ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Ηλίας Λογοθέτης, ο Νίκος Μπουσδούκος, ο Δημήτρης Καταλειφός, ο Δημήτρης Πιατάς. Πρόκειται για μια παράσταση που άφησε εποχή – και ήταν μόνο η αρχή. Με πρωταγωνίστρια τη σύντροφό του Λήδα Τασοπούλου, για τρεις δεκαετίες σάρωνε στα διεθνή φεστιβάλ, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές με σημαντικά έργα του ελληνικού και διεθνούς δραματολογίου, όπως η θρυλική σήμερα παράσταση «Ιφιγένεια εν Ληξουρίω» του Πέτρου Κατσαΐτη.
Το 1977 χρίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, όπου σκηνοθέτησε δημοφιλή έργα, κάποια από τα οποία αποτέλεσαν μνημειώδεις παραστάσεις, όπως ο «Ιούλιος Καίσαρ» του Σαίξπηρ, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ρόλο του Βρούτου. Με το τέλος της θητείας του στον Βορρά ανέλαβε, την περίοδο 1984-1987, τη διεύθυνση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όπου και σκηνοθέτησε όπερες των Mότσαρτ, Pοσίνι, Nτονιτσέτι, Mπελίνι, Mπετόβεν, Bάγκνερ, Bέρντι, Στράους, Όφεμπαχ, Mπιζέ και άλλων σημαντικών συνθετών. Στη Λυρική επέστρεψε το 1999 ως πρόεδρος, τιμητική θέση την οποία διατήρησε έως το 2006. Προηγουμένως, το διάστημα 1992-1999, είχε διατελέσει επίσης πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (ΙΤΙ). Tο 1989 εκλέχθηκε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1991 δίδασκε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, του οποίου διετέλεσε επίσης πρόεδρος από το 2005 έως το 2007.
Όταν το Φεβρουάριο του 2011 αναγκάστηκε, λόγω οικονομικού αδιεξόδου, να αναστείλει τη λειτουργία του Αμφι-Θεάτρου της οδού Αδριανού στην Πλάκα, είχε ήδη στο ενεργητικό του περί τις 220 παραστάσεις, γεγονός που τον καθιστά τον πλέον παραγωγικό Έλληνα σκηνοθέτη. Σκηνοθέτησε από Σαίξπηρ και Λόπε ντε Βέγκα μέχρι Μπρεχτ και Πιραντέλο, όλους του Έλληνες ποιητές της αρχαιότητας, Αριστοφάνη αλλά και όλα εκείνα τα χαμένα κείμενα της ελληνικής γραμματείας προηγούμενων αιώνων, που με επίμονη προσωπική έρευνα ανέσυρε από τη λήθη. Αυτή, όμως, δεν ήταν η πιο σοβαρή απώλεια στη ζωή του. Λίγα χρόνια πριν είχε χάσει τη λατρεμένη του σύζυγο του και μητέρα των παιδιών του Λήδα Τασοπούλου, και έναν μόλις χρόνο πριν τον γιο του Αντίοχο, σε ηλικία 23 ετών. Η κόρη του Κατερίνα, ακολουθώντας τα βήματά του, είναι σήμερα μία από τις πιο καταξιωμένες σκηνοθέτιδες του ελληνικού θεάτρου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του τιμήθηκε με πλειάδα βραβείων, ανάμεσα στα οποία το «Kαρλ Σκράουπ» του Λαϊκού Θεάτρου της Bιέννης για την καλύτερη σκηνοθεσία της χρονιάς το 1974, το «Kάρολος Kουν» το 1988, ενώ το 1991 η Προεδρία της Ιταλικής Δημοκρατίας του απένειμε το παράσημο Cavaliere Ufficiale για την προβολή του ιταλικού πολιτισμού στην Ελλάδα. Το 2004 επανήλθε με το ανώτερο παράσημο Ordine della Stella Solidarietà Italiana-Cavaliere (III Classe) για την προσφορά του στη σύσφιγξη των ελληνο-ιταλικών πολιτιστικών σχέσεων. Το 1999 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας τού απένειμε το παράσημο του Tαξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος και το 2005 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, μέχρι που το 2012 ανακηρύχθηκε αντιπρόεδρος και έναν χρόνο μετά πρόεδρός της.
Το καλοκαίρι του 2016 σκηνοθέτησε για μία μόνο βραδιά στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, τον «Αμύντα» του Γεωργίου Μόρμορη. Στην υπόκλιση, σύσσωμο το θέατρο τον χειροκρότησε όρθιο. Όμως η οριστική αυλαία για τον Σπύρο Ευαγγελάτο, ο οποίος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας τον τελευταίο χρόνο, έμελλε να πέσει σήμερα, 24 Ιανουαρίου 2017.
Όταν, λίγα χρόνια πριν, σκηνοθετούσε τη «Μήδεια» για την Επίδαυρο, είχε δηλώσει στη LifΟ, με αφορμή το τέλος του έργου του Ευριπίδη: «Η Μήδεια είναι η τραγική ηρωίδα που έχει κάνει το απεχθέστερο έγκλημα, έχει σκοτώσει τα παιδιά της και η ίδια δεν τιμωρείται. Αυτό είναι το τρομερό, φεύγει με το άρμα του ήλιου, χάνεται. Στη ζωή δεν υπάρχει δικαίωση πολλές φορές. Αυτό είναι το πικρό μήνυμα».
σχόλια