Από τα δρομάκια της Πλάκας τη βλέπω να κατεβαίνει για να με συναντήσει στον μικρό πεζόδρομο της Ηπίτου. Έχει μόλις τελειώσει εξάωρη πρόβα για τον Άμλετ της, απαντά σε mail, μιλά με συνεργάτες, μοιάζει κατάκοπη αλλά και τρομερά ορεξάτη, ξέρει πια με βεβαιότητα πως οι υποχρεώσεις της δεν χωρούν στο 24ωρο. Συγχρόνως ψαχουλεύει στην τσάντα να ξεδιαλύνει τους κωδικούς και τα νέα κλειδιά που εδώ και πέντε μέρες έχει προσθέσει στο μπρελόκ της. Είναι αυτά με τα οποία ανοίγει τα γραφεία του Φεστιβάλ Αθηνών.
Το κορίτσι-θαύμα του ελληνικού θεάτρου, η κόρη του Σπύρου Ευαγγελάτου και της Λήδας Τασοπούλου, που άντεξε σφοδρά χτυπήματα και φλέγεται όταν καταπιάνεται με τα πιο απαιτητικά κείμενα, δεν είναι μόνο η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών αλλά φέτος αναμετριέται και με τη μνήμη, τη δική της και των θεατών. Οκτώ χρόνια μετά το κλείσιμο του θρυλικού Αμφι-Θεάτρου και δύο από τον θάνατο του πατέρα της, η Κατερίνα Ευαγγελάτου επιστρέφει εκεί και αξιοποιώντας τη φυσική φθορά του χώρου κοιτά στα μάτια το τραγικό, σαιξπηρικό έπος.
Καθισμένη στο γεμάτο λουλούδια νέο της γραφείο, με τις ιστορικές αφίσες στις κορνίζες, τα απομεινάρια του χρόνου και την ιστορία του θεσμού να σε κυνηγά στους διαδρόμους, η Κατερίνα διασκεδάζει τις εντυπώσεις, αγοράζοντας «σχολικά» (στιλό, γόμες, μαρκαδόρους) για την πρώτη της σεζόν στον οργανισμό, κρατά παντού σημειώσεις και με σιγουριά που δεν συνάδει ούτε με την ηλικία της ούτε με το μέγεθος της δοκιμασίας που την περιμένει καταστρώνει σχέδια. Βουρκώνει όταν μιλά για εκείνους που λείπουν, λάμπει ολόκληρη όταν διαπιστώνει με πόση θέρμη υποδέχτηκε ο καλλιτεχνικός κόσμος τον ερχομό της στο Φεστιβάλ Αθηνών και το μάτι της γυαλίζει όταν πρέπει να συγκρατηθεί και να μην αποκαλύψει όσα ονειρεύεται για το μέλλον του.
Δεν με βαραίνει καμία κληρονομιά. Μόνο με κινητοποιεί. Οι γονείς μου ήταν τρομερά ελεύθεροι με τη διαπαιδαγώγηση και το μεγάλωμά μας, δεν υπήρχαν κατευθυντήριες για το πού θα στραφούμε. Είχαν έγνοια μόνο για την παιδεία, την καλλιέργεια, την ακεραιότητα, την πνευματικότητά μας, το καλό γούστο. Αλλά αυτά θα μπορούσα να γίνω και γιατρός και να τα έχω.
Όχι, ο χώρος δεν την πλακώνει. Απεναντίας, για άλλη μια φορά, με τη γνώριμη αυτοπεποίθηση και εργασιομανία της, βουτά με λαχτάρα και αγωνία μικρού παιδιού στα νέα της καθήκοντα. Κι αν περνάτε άγρια μεσάνυχτα από κει και δείτε φως αναμμένο, είναι εκείνη που με τους συνεργάτες της ξημεροβραδιάζεται στο υπέροχο νεοκλασικό. Άλλωστε, πότε αυτό το κορίτσι φοβήθηκε να περπατήσει στα σκοτάδια και να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα του χθες;
«Επιστρέφοντας στη σφραγισμένη θεατρική έδρα των γονιών μου, προσπαθώ να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου και να τη μετατρέψω σε μια τρυφερή δημιουργικότητα. Την πρώτη μέρα που μπήκαμε για πρόβες ξενάγησα τους ηθοποιούς, τους διηγήθηκα κομμάτια της ιστορίας. Ήθελα να ξέρουν ότι κάποτε γίνονταν εκεί πράγματα τρομερά, χωρίς φυσικά να βαραίνω και να υπονομεύω το σήμερα με τις αναφορές στο χθες. Χάρηκα που όλοι ανεξαιρέτως ένιωσαν την αύρα του χώρου. Κι εγώ θέλω να νιώθω το παρελθόν. Να με σκεπάζει δεν θέλω».
H πρώτη της ανάμνηση από το Αμφι-Θέατρο χάνεται μέσα στον χρόνο. Τα παιδικά της χρόνια, η ζωή της όλη, η ιστορία της οικογένειάς της, είναι ταυτισμένη με τη θρυλική, πλακιώτικη θεατρική εστία. «Δεν έχω αναμνήσεις από το μέρος. Είμαι το μέρος. Ακόμα και την ηλικία μου με τις παραστάσεις του τη μετράω. Ξέρω, για παράδειγμα, ότι στον Άμλετ του μπαμπά μου ήμουν 11 ετών».
Αλλά μήπως και οι τελευταίες της στιγμές στον χώρο ξεχνιούνται; «Καθώς το θέατρο έκλεινε, αποφασίσαμε να οργανώσουμε ένα μπαζάρ και να δώσουμε αντικείμενα, κοστούμια, παλιά προγράμματα, αφίσες, γλυπτά του θεάτρου. Ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν σε αυτή την κυψέλη για να αποκτήσουν ένα κομμάτι της. Η τελική σκηνή είχε δύο πρόσωπα: εμένα και τον πατέρα μου να κλειδώνουμε για τελευταία φορά την πόρτα και να κατηφορίζουμε παρεΐτσα προς τη Αδριανού».
Τα αντικείμενα σπόρπισαν, το πρόγραμμα του Άμλετ από την ιστορική παράσταση που ανέβασε στον ίδιο χώρο ο Σπύρος Ευαγγελάτος το 1991 έμεινε με τις υπογραμμίσεις και τις παρατηρήσεις της 11χρονης Κατερίνας κλεισμένο στο συρτάρι της, στο θέατρο μπήκε πωλητήριο. «Πολύς κόσμος εσφαλμένα θεωρεί ότι το ακίνητο μας ανήκει και όχι ότι το νοικιάζαμε. Από τη μέρα που παραδώσαμε το κλειδί, δεν είχα ξαναμπεί στον χώρο. Ωστόσο, όταν πριν από δύο χρόνια άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό μου ο Άμλετ, ξεκίνησα μια κουβέντα με τους ιδιοκτήτες. Όμως οι φιλοδοξίες μου πάγωσαν διότι βρέθηκε αγοραστής. Απομακρύνθηκα κι άρχισα να κοιτάω άλλους πιθανούς χώρους. Πλησιάζοντας ο καιρός, μέσα στην αγωνία μου που δεν έβρισκα χώρο, είπα: «Θα τηλεφωνήσω, ποτέ δεν ξέρεις». Περίμενα να μου πουν ότι το θέατρο είναι πια διαμερίσματα, αντ' αυτού όμως ζήτησαν να με συναντήσουν. Κάπως έτσι έμαθα πως όσο εγώ δεν έβρισκα εναλλακτική λύση η πώληση είχε ματαιωθεί την τελευταία στιγμή. Μεταφυσικό;».
Στην Αδριανού, λοιπόν, έχει στηθεί εδώ και καιρό ένα μικρό εργοτάξιο, αφού στα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν το ισόγειο του θεάτρου (όπου υπήρχε το φουαγέ) έγινε κατάστημα. «Η θρυλική είσοδος στην Αδριανού 111 δεν υπάρχει πια. Ως εκ τούτου, στο θέατρο θα μπαίνουμε από την Αγγελικής Χατζημιχάλη, δρόμο που παλιότερα χρησιμοποιούσαμε ως έξοδο κινδύνου). Η αίθουσα και τα καμαρίνια είναι όπως τα αφήσαμε: θα δείτε τα καθίσματα όπως τα θυμάστε, το ηλεκτρολογείο, τα χρώματα στους τοίχους, τις σιδεριές ψηλά... Οι εργασίες είναι πυρετώδεις για να φτιαχτούν ένα στοιχειώδες κυλικείο, τουαλέτες και χώρος υποδοχής. Θέλω να υπάρχει η αίσθηση της ιστορικής φθοράς του. Ακόμα και στη σύλληψη και στο σκηνικό του Αμλετ χρησιμοποιούμε τη φθορά του χώρου. Θα είναι σαν ένα παλίμψηστο, πίσω από το οποίο θα υπάρχουν τα αποτυπώματα από παλιές παραστάσεις του Αμφι- Θεάτρου».
Ο Άμλετ τη στοιχειώνει χρόνια. Κι αν δεν επέστρεφε στο Αμφι-Θέατρο, ίσως να μην τον ανέβαζε ποτέ όπως ονειρεύτηκε. Όχι γιατί οφείλει να συνεχίσει την οικογενειακή ιστορία και να ανταποκριθεί στο θεατρικό κληροδότημα αλλά για να τοποθετήσει άλλη μια ψηφίδα σε αυτό το μοναδικό, προσωπικό μωσαϊκό των 39 ετών της που, κακά τα ψέματα, είναι σημαδεμένο από σφοδρές απώλειες, μεγάλα κείμενα κι ακόμα μεγαλύτερες επαγγελματικές προκλήσεις.
«Δεν με βαραίνει καμία κληρονομιά. Μόνο με κινητοποιεί. Οι γονείς μου ήταν τρομερά ελεύθεροι με την διαπαιδαγώγηση και το μεγάλωμά μας, δεν υπήρχαν κατευθυντήριες για το πού θα στραφούμε. Είχαν μόνο έγνοια για την παιδεία, την καλλιέργεια, την ακεραιότητα, την πνευματικότητά μας, το καλό γούστο. Αλλά αυτά θα μπορούσα να γίνω και γιατρός και να τα έχω. Καταλαβαίνω ότι οι προκλήσεις μοιάζουν μεγαλεπήβολες, αλλά από την επαφή με το μεγάλο σύμπαν νιώθω να πλαταίνω κι εγώ. Είναι τρομερά διεγερτική η εργασία σε πλούσιο έδαφος. Όσο για το μεγάλο πένθος, είναι το μόνο που δεν διάλεξα. Μικρή έλεγαν ότι ήμουν το δυνατό παιδί της οικογένειας. Έτσι όπως τα έφερε η ζωή, κατάφερα να ακονίσω αυτήν τη δύναμη. Δεν είχα άλλη επιλογή. Αν δεν το έκανα, δεν θα ζούσα. Η μητέρα μου πέθανε το 2005 όταν σπούδαζα στη Ρωσία. Ο αδερφός μου ως το 2010, ο μπαμπάς και η γιαγιά μου έχουν δει παραστάσεις μου. Καμιά φορά ονειρεύομαι να τους είχα όλους μαζί στο θέατρο να παρακολουθούν κάτι δικό μου, να ήταν ξανά εδώ να τα πούμε, να με βοηθήσουν. Άλλες φορές, πάλι, τους νιώθω συνέχεια μαζί μου».
Παραδόξως, η Κατερίνα δεν είναι από εκείνους που πιστεύουν πως μόνο όσοι σημαδεύτηκαν από κάτι μπορούν να το αποτυπώσουν στην τέχνη. «Σαφέστατα είμαστε ό,τι έχουμε ζήσει. Σαφέστατα χωρίς το βίωμα η ανάγνωση που θα έκανα στα έργα θα ήταν εντελώς διαφορετική. Ωστόσο ο πόνος δεν σκιάζει την πρόβα. Απλώς μπαίνει στην ιδιοσυγκρασία μου. Από την άλλη, δεν μου αρέσουν οι μελοδραματισμοί. Το ταλέντο και η καλλιτεχνική έμπνευση μπορούν να βρεθούν και να καλλιεργηθούν χωρίς την οδύνη».
Άλλωστε, είναι τόσα άλλα συμπαντικά που τη δένουν με τον νέο της ήρωα. «Νιώθω από μικρή μια τρομερή εγγύτητα με τον Άμλετ, κυρίως στο κομμάτι που αφορά τη σχέση του με τον θάνατο και τον φόβο για το μετά. Με ενδιαφέρει το κομμάτι που αφορά τη διαδοχή των γενεών, που μιλά για ό,τι συνέβη στο παρελθόν και συνθλίβει το σήμερα. Αναμφίβολα, όμως, ζουμάρω στον χώρο και στον συσχετισμό του έργου με την τέχνη του θεάτρου. Θέλω μέσα από αυτό το κείμενο να μιλήσουμε και για τη θεατρική τέχνη, τη θνησιγενή, που γεννιέται και πεθαίνει, που χτίζει χώρους που όλοι μαζί στο τέλος γκρεμίζονται και κανείς δεν θυμάται τι υπήρξε. Δεν μπορώ να παραβλέψω πως ο Άμλετ πεθαίνει λέγοντας στον Οράτιο: "Μην πεθάνεις κι εσύ μαζί μου γιατί θέλω κάποιος να μείνει πίσω και να διηγηθεί την ιστορία". Ο παραλληλισμός με το Αμφι-Θέατρο νομίζω πως είναι σαφής».
Τελικά, να ζει κανείς ή να μη ζει; «Για να είμαστε σήμερα εδώ και να τα λέμε, σαφέστατα "να ζει"». Έχουν υπάρξει στιγμές που έχει επιλέξει το δεύτερο; «Όχι, ακόμα και τις μέρες που είχα εξαντλήσει κάθε μου δύναμη, που οι δυσκολίες και οι απώλειες με είχαν συνθλίψει, που οι αδικίες νόμιζα ότι με είχαν βάλει στόχο, ακόμα και τότε η ζωή πάντα νικούσε τον θάνατο», λέει και παραδέχεται: «Δεν έχω φαντάσματα να με στοιχειώνουν, να ταράζουν τη συνείδησή μου. Φαντάσματα είναι μόνο οι άνθρωποι που κουβαλώ. Αυτοί που πέρασαν από τη ζωή μου και δεν υπάρχουν πια».
Η Κατερίνα επιμένει ότι δεν ήταν υποψιασμένη ούτε στο ελάχιστο όταν της έγινε η πρόταση από το υπουργείο Πολιτισμού. «Έπεσα κυριολεκτικά από τα σύννεφα και ζήτησα χρόνο να το σκεφτώ. Πέρα από τις διαβεβαιώσεις που ήθελα να έχω, έπρεπε να μελετήσω τα θέλω, τις προθέσεις, την καλλιτεχνική μου πορεία και την προσωπική μου ζωή. Δεν είχα ιδέα, γιατί, έτσι όπως είχαν στηθεί οι συγκεκριμένοι διαγωνισμοί, δεν θα λάμβανα ποτέ μέρος. Δεν νομίζω ότι φτιάχτηκαν για να αντικατοπτρίζουν καλλιτεχνικό διευθυντή. Δεν είμαι χαρακτήρας που πιστεύει μόνο στις αναθέσεις. Ασφαλώς και χωράνε διαγωνισμοί στους καλλιτεχνικούς επικεφαλής. Αρκεί ο τρόπος αξιολόγησής τους να μη συνδέεται μόνο με κάποια κριτήρια όπως τα πτυχία, η γλώσσα ή το point-system. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου δύσκολα θα έρθει κάποιος ξένος αναγνωρισμένος καλλιτέχνης να ηγηθεί του φεστιβάλ, θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος (ενδεχομένως και μέσα από μια συνέντευξη με ανθρώπους κύρους, σωστά και αντικειμενικά διαλεγμένους) να αξιοποιούνται οι Έλληνες που αποδεδειγμένα έχουν την αισθητική, τον χαρακτήρα, τις γνώσεις στο αντικείμενο, το όραμα για τον θεσμό αυτόν που είναι ταυτισμένος με τον πολιτισμό και τα καλοκαίρια μας».
Έτσι όπως τα έφερε η ζωή, και με την Εθνική Λυρική Σκηνή να εγκαινιάζει παραδοσιακά το Ηρώδειο, ενδέχεται του χρόνου η διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών να είναι αυτή που θα το ανοίξει, καθώς, όπως έχει ανακοινωθεί, η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει αποδεχτεί την πρόταση του Γιώργου Κουμεντάκη και το επόμενο καλοκαίρι θα σκηνοθετήσει τον πρώτο της Ριγκολέτο με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Πλατανιά, Χριστίνα Πουλίτση κ.ά. «Δεν θεωρώ ότι το φεστιβάλ ανακόπτει την καριέρα μου, αλλά, αν είχα επιλογή, σίγουρα δεν θα σκηνοθετούσα από την πρώτη μου χρονιά. Τώρα, όμως, οι αποφάσεις έχουν παρθεί, το χρονοδιάγραμμα τρέχει. Μπροστά μου υπάρχει ένας Άμλετ που ετοιμάζεται κι ένας Ριγκολέτο που σχεδιάζεται. Από την άλλη, και ο Ολιβιέ Πι, που διευθύνει την Αβινιόν, σκηνοθετεί στο φεστιβάλ του τουλάχιστον δύο παραγωγές τον χρόνο. Δεν είμαι εδώ μόνο ως μάνατζερ αλλά και για να κάνω μια προσωπική κατάθεση» λέει.
Και σε αυτήν την προσωπική κατάθεση το φεστιβάλ τι θέση έχει; «Είναι σαν ένα είδος εξωτερικής πολιτικής. Μπορεί πια τα ερεθίσματα να είναι πολλαπλά και από διάφορους οργανισμούς που κάνουν εξαιρετική δουλειά, όμως κάποτε ο θεσμός αυτός υπήρξε το πολιτιστικό μας παράθυρο στον κόσμο. Για μένα είναι σημαντικό να αποτελεί εξαίρεση. Να ανοίγει πόρτες που κανείς δεν φανταζόταν ότι υπάρχουν, να έχει παλμό και τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης για τον θεατή. Θα ήθελα να επενδύει στην ελληνική παραγωγή και να προβάλλει τους καλλιτέχνες μας, να φιλοξενεί παραστάσεις που θα παρακολουθεί κανείς μόνο σ' εμάς, να προσφέρει στους δημιουργούς ασφάλεια και ευκαιρίες για παραγωγές με ρίσκο που δεν θα έχουν το άγχος της είσπραξης, να γίνει μια πλατφόρμα συνάντησης μεταξύ Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, να προφέρει την δυνατότητα για παγκόσμιες πρεμιέρες. Το φεστιβάλ δεν φτιάχνεται με εμπορικά κριτήρια για να παράγει μαζικό πολιτισμό. Δεν είναι ποπκόρν για υπερκατανάλωση αλλά ένας θεσμός που θέλει να προσφέρει κάτι εντελώς ξεχωριστό στον κάθε θεατή».
Όσο για τους χώρους, επιθυμεί τον διακριτό τους χαρακτήρα, αλλά δεν είναι τώρα η στιγμή να αποφασίσει αν θα προστεθούν νέοι. «Προέχει να δω τι θα συμβεί με τους υπάρχοντες και κυρίως να βρούμε νέα έδρα, καθώς τα γραφεία αυτά που βλέπεις δεν θα μας φιλοξενούν για πολύ. Το Φεστιβάλ αναζητά σπίτι!». Και εν μέσω μετακόμισης θα γίνουν όλα αυτά που συζητάμε δυο ώρες; «Φυσικά! Και γραφεία θα βρούμε, και πρόγραμμα θα ετοιμάσουμε όσο πιο άμεσα γίνεται, και το μέλλον θα φροντίσουμε, διότι με απασχολεί επίσης πολύ να ταξιδέψουν οι ελληνικές παραγωγές του φεστιβάλ στο εξωτερικό. Θα τα καταφέρουμε όλα, βήμα-βήμα. Έχω αναλάβει μόλις πέντε μέρες και με δυσκολία μπορώ να μιλήσω για ολόκληρη την τριετία. Δεν ονειρεύτηκα ποτέ ότι θα καθόμουν σ' αυτήν τη θέση, γιατί γενικά δεν κάνω τέτοιου είδους όνειρα. Βαδίζω παρέα με τον χρόνο. Δεν έχω ετοιμάσει ποτέ μακρά χρονοδιαγράμματα...»
Info
Ο «Άμλετ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, κάνει πρεμιέρα στο Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου στις 7 Δεκεμβρίου.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO