Για μια ολόκληρη γενιά, κυρίως εκείνη της Μεταπολίτευσης που ωρίμασε σε μια εποχή καλλιτεχνικής έκφρασης, πολιτικού θεάτρου και υπό τη σκιά των σπουδαίων Ελλήνων δημιουργών (της ποίησης, του κινηματογράφου, της μουσικής και του θεάτρου), τα θεατρικά προγράμματα αποτέλεσαν ένα –παράλληλο– βίωμα εξίσου σημαντικό με τη θεατρική πράξη. Και για να μην παρερμηνευτεί αυτή η διαπίστωση, εννοούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις τα προγράμματα που συνόδευαν τις παραστάσεις ρεπερτορίου και εκείνες των νεανικών θεατρικών ομάδων λειτούργησαν συμπληρωματικά όχι μόνο για την κατανόηση του έργου σε βάθος αλλά και εγκυκλοπαιδικά, θεωρητικά, αισθητικά. Ένα «εγχειρίδιο» όχι απλώς πληροφοριακό σχετικά με τους συντελεστές αλλά με βασικό στόχο να φωτίσει το καλλιτεχνικό όραμα του σκηνοθέτη και το πνεύμα του συγγραφέα. Να αποκαλύψει, να εμπνεύσει, να διδάξει το κοινό, είτε το υποψιασμένο είτε το απαίδευτο, να δώσει ώθηση στην ανύπαρκτη θεατρική παιδεία του τόπου και να προάγει την πολιτικο-κοινωνική συνειδητοποίηση.
Αυτό ακριβώς αποτυπώθηκε στις αναζητήσεις και στις αγωνίες μιας εποχής που ξεπήδησε αμέσως μετά την επτάχρονη δικτατορία, κατά τη διάρκεια της οποίας η λογοκρισία και οι οπισθοδρομικές επιταγές της είχαν κάνει την πνευματική ζωή, την ελληνική κοινωνία και φυσικά το ανανεωτικό βλέμμα των νέων να βαλτώσουν. Γιατί, σε μια χώρα στην οποία ανέκαθεν η εξωστρέφεια μέσα από τη διεργασία του θεάματος λειτουργούσε ως το μεγάλο ατού της επιβίωσής της, η τέχνη του θεάτρου και οτιδήποτε τη συνόδευε αποτελούσαν στήριγμα και έμπνευση για το μέλλον.
Η θεατρική μυσταγωγία της «ηρωικής» εποχής του ’70 και του ’80 έχει περάσει ανεπιστρεπτί και τα προγράμματα που συνδέονται με εκείνες τις παραστάσεις, που κάποιοι φύλαξαν ως κόρη οφθαλμού έχουν εκτός από ερευνητική και ιστορική, πρωτίστως ανεκτίμητη συναισθηματική αξία.
Η πολιτική σκέψη εκφρασμένη από τα στόματα των ηθοποιών δεν μπορούσε παρά να θεωρείται τροφή για επικοινωνία, εμβάθυνση και διάλογο. Αυτό το γνώριζε και το επιδίωξε πρώτος και περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ο αείμνηστος σκηνοθέτης και συγγραφέας Γιώργος Μιχαηλίδης. Με την ίδρυση του πρώτου περιφερειακού θεάτρου στην Ελλάδα, του Θεάτρου της Νέας Ιωνίας το 1965, έδωσε σημασία στο θεατρικό πρόγραμμα από την πρώτη στιγμή. Στο πρόγραμμα του δίπτυχου «Έξω από την πόρτα» του Βόλφγκανγκ Μπόχερτ (σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη) – «Ένας γάμος» του Άντον Τσέχοφ (σκηνοθεσία Λυκούργου Καλλέργη), μαζί με το «Αντιπολεμικό Μανιφέστο», διηγήματα και ποιήματα του Μπόχερτ αλλά και ένα κείμενο του Μάριου Πλωρίτη για τον Τσέχοφ, δημοσιεύονται ολόκληρα τα έργα. Το ίδιο συμβαίνει με το πρόγραμμα του «Ορέστη» του Ευριπίδη που ανέβηκε σε ελεύθερη απόδοση και σκηνοθεσία πάλι του Μιχαηλίδη. Αυτό θα αποτελούσε έκτοτε και την ειδοποιό διαφορά σε σύγκριση με τα προγράμματα άλλων θεάτρων, δηλαδή η δημοσίευση των έργων. Να επισημάνω ότι φυσικά και δεν επρόκειτο για πολυτελείς εκδόσεις, αλλά για χαμηλού κόστους τυπωμένα φυλλάδια, πιθανόν χρηματοδοτημένα από τον δήμο Νέας Ιωνίας, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του οποίου λειτουργούσε το θέατρο, το οποίο έκλεισε με την επιβολή της δικτατορίας, όπως άλλωστε κάθε σημαντική προσπάθεια εκείνα τα χρόνια, καθώς πάγωσε η πολιτιστική έκρηξη της δεκαετίας του ’60.
Ο Μιχαηλίδης συνέχισε να σκηνοθετεί, για το Ελεύθερο Θέατρο (Η όπερα του ζητιάνου, 1970), για το Πατάρι του Σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου του Στέφανου Ληναίου και αλλού, μέχρι που μαζί με μια παρέα παθιασμένων για θέατρο και πολιτική αντίσταση νέων ηθοποιών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν οι Λευτέρης Βογιατζής, Σοφία Σπυράτου, Σοφοκλής Πέππας, Μαρίκα Τζιραλίδου, Τάσος Υφαντής, Αλεξάνδρα Παντελάκη, Μηνάς Κωνσταντόπουλος, εγκαινίασε το 1972 επί της οδού Κεφαλληνίας 18, εκεί που σήμερα στεγάζεται το θέατρο της Μπέτυς Αρβανίτη, το πρώτο Ανοιχτό Θέατρο.
Εναρκτήριο έργο ήταν «Τα οράματα του Μπίχνερ», βασισμένο στον «Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ, και το επόμενο η μεγάλη επιτυχία «Κυριακάτικος περίπατος» του Ζορζ Μισέλ. Τα συνόδευαν καλαίσθητα προγράμματα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Το πρώτο είχε στο εξώφυλλο ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη, το δεύτερο ένα σκίτσο του Αντώνη Κυριακούλη. Αλλά η νέα μεγάλη πρωτοτυπία ήταν η παράλληλη έκδοση της «Μηνιαίας Επιθεώρησης Πολιτικού Θεάτρου - Ανοιχτό Θέατρο». Περιοδική έκδοση σε επιμέλεια του ηθοποιού Νίκου Μπαλή, ασπρόμαυρη και τυπωμένη σε γραφομηχανή, που συνόδευε τις παραστάσεις του Μιχαηλίδη και περιείχε εξαιρετικά κείμενα του ίδιου του σκηνοθέτη αλλά και μεταφράσεις σπουδαίων διανοητών από τους συντελεστές της ομάδας. Εκεί μπορούσε να βρει κανείς εκτενές άρθρο για τον Μπρεχτ σε μετάφραση του Βογιατζή, το κείμενο του «1789» του Θεάτρου του Ήλιου σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Παντελάκη, αφιέρωμα στον Κάρολο Κουν, μια συνομιλία μεταξύ Μιχαηλίδη και Ιάκωβου Καμπανέλλη, αναφορά στο φασιστικό ντελίριο του Πιραντέλο, κείμενα του Αραμπάλ, του Βάις κ.ά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ένα αφιέρωμα της Αγγέλας Αρτέμη για τις δραματικές σχολές, μιας και είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε. Αναφέρεται στις 39 σχολές που λειτουργούσαν ανά την Ελλάδα από τις οποίες έβγαινε ανεξέλεγκτος αριθμός ηθοποιών που ήταν αδύνατο να απορροφηθούν, ενώ θίγει την ανάγκη δημιουργίας «Ανωτάτης Ακαδημίας Θεάτρου, πανεπιστημιακού επιπέδου με πενταετή φοίτηση».
Η έκδοση αποτέλεσε σημαντικό ανάγνωσμα για τους θεατρόφιλους, τους διανοούμενους και κυρίως για τους νέους καλλιτέχνες. Όταν το Ανοιχτό Θέατρο μεταφέρθηκε το 1975 στο Γκύζη, τα προγράμματα σταδιακά και με τη συμβολή του θεσμού των επιχορηγήσεων από τη δεκαετία του ’80 και μετά εξελίχτηκαν σε πλήρεις εκδόσεις με έγχρωμα εξώφυλλα, πολλές φωτογραφίες και κείμενα.
Ωστόσο το 1975 σηματοδοτείται από την ίδρυση ενός ακόμα σπουδαίου θεατρικού οργανισμού, του Αμφι-θεάτρου του Σπύρου Ευαγγελάτου, με πρώτη και ιστορική παράσταση τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου. Τόσο εκείνο το πρώτο πρόγραμμα όσο και τα προγράμματα όλων των έργων που ανέβηκαν τις επόμενες δεκαετίες μέχρι που έκλεισε το θρυλικό θέατρο ξεχώριζαν καταρχάς αισθητικά, καθώς κρατήθηκε σε όλα το μακρύ παραλληλόγραμμο σχήμα, αλλά και εκδοτικά, με πρωτότυπα κείμενα-αναθέσεις σε ειδικούς και αναδημοσιεύσεις σπουδαίων διανοητών και λογοτεχνών, συμπληρώνοντας μια συλλογή 95 τόμων.
Επικοινώνησα με τον θεατρολόγο και βοηθό του Ευαγγελάτου από το 1997 μέχρι το 2011 κ. Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και μου είπε τα εξής: «Ο Ευαγγελάτος ανέθετε τον σχεδιασμό και την επιμέλεια του έντυπου προγράμματος κάθε παράστασης σε ειδικούς επιστήμονες, φιλόλογους ή θεατρολόγους, ενώ ορισμένα τα είχε επιμεληθεί ο ίδιος. Είχα τη χαρά και εγώ, ως νέος θεατρολόγος, να επιμεληθώ, στην πολυετή συνεργασία μας, κάποια από τα προγράμματα του Αμφι-θεάτρου, ανάμεσά τους το πρόγραμμα για το "Αντώνιος και Κλεοπάτρα" του Σαίξπηρ, για τη "Μήδεια" και την "Υψιπύλη" του Ευριπίδη, για τους "Τρελούς της Βαλένθια" του Λόπε Ντε Βέγκα κ.ά. Υπήρχε ασφαλώς μία πολύ συγκεκριμένη και συνεπής αντίληψη για τη μορφή και το περιεχόμενό τους, που είναι εμφανέστατη σε όλα τα προγράμματα και των 95 παραγωγών του θιάσου του, από το 1975 έως τη διακοπή της λειτουργίας του, το 2011. Περιείχαν πάντοτε το κείμενο της παράστασης μαζί με διαφωτιστικά κείμενα για τον συγγραφέα, την εποχή του και το έργο που παρουσιαζόταν, ενώ για τις παραστάσεις αρχαίου δράματος που φιλοξενούνταν στην Επίδαυρο η έκδοση ήταν δίγλωσση, στα ελληνικά και στα αγγλικά. Φιλοξενούνταν κείμενα πρωτότυπα, γραμμένα ειδικά για την περίσταση, αλλά και αναδημοσιεύσεις αποσπασμάτων από ευρύτερες μελέτες. Τέτοιες σημαντικές σειρές βέβαια είχαν δημιουργήσει και άλλοι θίασοι. Για τη συστηματική προσπάθεια του Ευαγγελάτου να συγκροτήσει, μέσω των προγραμμάτων του Αμφι-θεάτρου, μια θεατρική βιβλιοθήκη, θα μπορούσαμε να πούμε εκ των υστέρων πως είχε έναν διττό στόχο: από τη μία υπήρχε ένα έντυπο που φώτιζε τα πάντα γύρω από την παράσταση, άρα απευθυνόταν στους θεατές της, από την άλλη εμπλούτιζε την ελληνική βιβλιογραφία για το θέατρο, ιδίως σε μια εποχή που στην Ελλάδα δεν είχαν ακόμα βρει τη θέση τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι θεατρικές σπουδές. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως στα έντυπα προγράμματα του Αμφι-θεάτρου φιλοξενούνταν οι μεταφράσεις των έργων που είχαν εκπονηθεί κατά παραγγελία, ή οι εξαιρετικές διασκευές που έκανε ο ίδιος σε κείμενα της παλαιότερης ελληνικής γραμματείας, δηλαδή πρωτοδημοσιεύονταν εκεί, τότε εύκολα καταλαβαίνουμε τη σπουδαιότητα αυτής της σειράς και βέβαια την αξία της που διατηρείται αμείωτη ως σήμερα».
Όσοι παρακολουθούν θέατρο από τη δεκαετία του ’80 γνωρίζουν ότι τη σκυτάλη των εξαιρετικών προγραμμάτων πήρε ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης Λευτέρης Βογιατζής με την ίδρυση της Σκηνής αρχικά μαζί με μια ομάδα σημαντικών ηθοποιών της γενιάς του, όπως οι Ράνια Οικονομίδου, Σμαράγδα Σμυρναίου, Άννα Κοκκίνου, Γιώργος Κέντρος, Δημήτρης Καταλειφός, Νίκος Αλεξίου, Άννα Κουρή κ.ά. Μάλιστα η τακτική αυτή συνεχίστηκε και με τη Νέα Σκηνή, όταν το αρχικό σχήμα διαλύθηκε, καθώς χάρη στην Ειρήνη Λεβίδη τα προγράμματα ανανεώθηκαν και η εξαιρετική εκδοτική πρωτοβουλία διατηρήθηκε. Έχοντας περάσει ως νέος από το Ανοιχτό Θέατρο αλλά και ως πρωταγωνιστής από το Αμφι-θέατρο, και έχοντας καλλιεργήσει μια δική του αισθητική, ανήγαγε τα θεατρικά προγράμματα σε εκδόσεις υψηλής τέχνης. Ήδη από τη θρυλική παράσταση των «Αγροίκων» του Κάρλο Γκολντόνι ξεχωρίζει το πρόγραμμα το οποίο χαρακτηρίζεται ως μια άκρως επιμελής και πληρέστατη έκδοση με κείμενα για τον συγγραφέα, την εποχή, τη Βενετία, την κομέντια ντελ άρτε. Αυτό συνεχίστηκε με τις επόμενες παραστάσεις, όπου πια δεν αρκούνταν στην καλαισθησία αλλά συχνά το πρόγραμμα περιείχε το έργο, καθιστώντας όλα τα προγράμματα του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων αξιομνημόνευτες εκδόσεις, αντάξιες με τις πανεπιστημιακές. Άλλωστε σε κάποιες περιπτώσεις η επιμέλεια ανήκε στις εκδόσεις Άγρα.
Η διάλυση της Σκηνής συσπείρωσε τους ηθοποιούς Ράνια Οικονομίδου, Δημήτρη Καταλειφό, Γιώργο Κέντρο και τον σκηνοθέτη Τάσο Μπαντή, οι οποίοι δημιούργησαν το θέατρο Εμπρός. Συνέχισαν και εκείνοι την παράδοση των καλαίσθητων προγραμμάτων, χωρίς απαραίτητα το κείμενο του έργου, αλλά πάντα με ενδιαφέρουσα ύλη. Στα επόμενα χρόνια όλοι οι σημαντικοί οργανισμοί, όπως το Απλό Θέατρο του Αντώνη Αντύπα, η Εποχή του Βασίλη Παπαβασιλείου, το Θέατρο Σφενδόνη της Άννας Κοκκίνου, το Θέατρο του Νότου (Αμόρε) του Γιάννη Χουβαρδά, η Πράξη της Μπέτυς Αρβανίτη, το Θέατρο Άττις του Θόδωρου Τερζόπουλου, το Θέατρο των Εξαρχείων του Τάκη Βουτέρη και της Αννίτας Δεκαβάλλα, που πάντα εξέδιδαν το έργο, έδωσαν μια σειρά από αξιομνημόνευτα θεατρικά προγράμματα. Σε αρκετές περιπτώσεις συνδέονται με παραστάσεις που θεωρήθηκαν εμβληματικές, ως εκ τούτου αποτελούν και πολύτιμα memorabilia, επηρεάζοντας μάλιστα μέχρι και τους εμπορικούς θιάσους του κέντρου, των οποίων τα προγράμματα σε αρκετές περιπτώσεις βελτιώθηκαν σε ανέλπιστο βαθμό. Το ίδιο θα έλεγε κανείς και για τις εκδόσεις των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας υπό τη διεύθυνση της Μάγιας Λυμπεροπούλου.
Στη Θεσσαλονίκη η Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης της Ρούλας Πατεράκη, από το 1979 και μετά στο θέατρο Άδωνις, εξέδωσε επίσης αξιομνημόνευτα προγράμματα («Travesties», «Σκοτεινά εγκλήματα») τα οποία πρωτοπορούσαν με κείμενα που αφορούσαν την αβάν-γκαρντ της τέχνης και του κινηματογράφου, την ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου και την ιστορία γενικότερα, ενώ η παράλληλη ίδρυση της Πειραματικής Σκηνή της Τέχνης από τον θεατρολόγο Νικηφόρο Παπανδρέου πρόσφερε στην ελληνική θεατρική βιβλιογραφία τα περίφημα «Θεατρικά Τετράδια», κάτι ανάλογο εκείνων του Ανοιχτού Θεάτρου. Από το 1979 μέχρι την τελευταία παράσταση της ομάδας στο θέατρο Αμαλία το 2011, σχεδόν κάθε παράσταση συνοδευόταν από ένα σημαντικό αφιέρωμα στον εκάστοτε συγγραφέα. Συνολικός απολογισμός, 57 τεύχη με έργα ρεπερτορίου και κείμενα που παραμένουν μέχρι σήμερα βιβλιογραφικές αναφορές για κάθε σπουδαστή θεατρολογίας.
Οι ομάδες νέων καλλιτεχνών ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έδωσαν νέα πνοή στα θεατρικά προγράμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου και της Αγγελικής Στέλλατου, στα προγράμματα της οποίας κυριαρχούσε η εικαστική ματιά του Παπαϊωάννου τόσο στο φωτογραφικό υλικό όσο και στα σκίτσα, ακόμα και στη χρήση γραφιστικών στοιχείων.
Όσον αφορά τα προγράμματα του Εθνικού θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ή του Θεάτρου Τέχνης, θα λέγαμε ότι για πολλά χρόνια ήταν μεν αξιοπρεπή αλλά ανέμπνευστα και διεκπεραιωτικά, πλήρη από άποψη ύλης αλλά χωρίς απαραίτητα τολμηρά κείμενα. Μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να δίνεται σημασία στη γραφιστική τους ταυτότητα, με τα έργα να περιέχονται σε κάποιες περιπτώσεις. Βέβαια σε εποχές μεγάλης οικονομικής ευρωστίας τα προγράμματα του Μεγάρου ήταν εκείνα που ξεχώρισαν για την πολυτέλειά τους, ενώ σήμερα προγράμματα υψηλής αισθητικής συνήθως συνοδεύουν τις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Από εκεί και πέρα, τα προγράμματα της Στέγης επίσης ξεχώρισαν κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας της, αλλά σταθερή παρουσία με προγράμματα τα οποία είναι επιμελημένες εκδόσεις έχει κυρίως η Εθνική Λυρική Σκηνή. Ωστόσο την παράδοση των προγραμμάτων που περιέχουν το έργο συντηρούν ενίοτε το Θέατρο του Νέου Κόσμου και το Θέατρο Πορεία. Όπως και να το κάνουμε, η θεατρική μυσταγωγία της «ηρωικής» εποχής του ’70 και του ’80 έχει περάσει ανεπιστρεπτί και τα προγράμματα που συνδέονται με εκείνες τις παραστάσεις, που κάποιοι φύλαξαν ως κόρη οφθαλμού, έχουν εκτός από ερευνητική και ιστορική, πρωτίστως ανεκτίμητη συναισθηματική αξία.
Όπως πολύ εύστοχα μου είπε η Δηώ Καγκελλάρη, θεατρολόγος και διευθύντρια της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου: «Για μένα το πρόγραμμα είναι πριν από όλα ένα πολύτιμο τεκμήριο μιας εφήμερης τέχνης που γράφεται πάνω στην άμμο. Παράλληλα, για όσους και όσες από μας έχουμε συνδέσει τη ζωή μας με το θέατρο, τα προγράμματα αποτυπώνουν και το νήμα μιας διαδρομής μύησης στον ρόλο του θεατή. Θυμάμαι, λόγου χάριν, την κατάβαση στο μαγικό Υπόγειο του Κουν στα χρόνια της εφηβείας και την αίσθηση του "άλλου" θεάτρου που έβλεπα να αποτυπώνεται και στο πρόγραμμα, καθώς διέφερε από ό,τι έβλεπα μέχρι τότε με τους γονείς μου: δεν υπήρχαν τα μικρά πορτρέτα των ηθοποιών, όπως στα προγράμματα του Εθνικού Θεάτρου, ή αντίστοιχα οι ολοσέλιδες φωτογραφίες των προσωποπαγών θιάσων…».
Ευχαριστούμε για την παραχώρηση μέρους του αρχείου τους την Αλεξάνδρα Παντελάκη, τον Ερρίκο Σοφρά, την Τζούλια Τσιακίρη και τον Γιάννη Σκουρλέτη.