Δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, σεναριογράφος και μυθιστοριογράφος, η Τζόαν Ντίντιον (1934-23/12/21) υπήρξε μια από τις καλύτερες πένες της Αμερικής. Συγγραφέας ασυνήθιστης οξυδέρκειας και ευφάνταστης αντίληψης, τόσο με τα μη μυθοπλαστικά βιβλία της όσο και με τα μυθιστορήματά της πρόσφερε ένα πανόραμα των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στις ΗΠΑ κατά την τελευταία πενηκονταετία, εξομολογούμενη ταυτόχρονα κι όσα σημάδεψαν την προσωπική της ζωή.
Συμπορευόμενη με το ρεύμα της νέας δημοσιογραφίας, μιας σχολής που εμπλούτισε το ρεπορτάζ με λογοτεχνικά χαρίσματα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην υποκειμενική ματιά, η μικροκαμωμένη Ντίντιον με την νευρώδη πένα της ζωντάνεψε την παράνοια της γενέτειράς της, της Καλιφόρνια, έστρεψε τα βέλη της στον πολιτικό συντηρητισμό απομακρυνόμενη από μια ρεπουμπλικανική οικογενειακή παράδοση, φιλοτέχνησε πορτρέτα σαν της Τζόαν Μπαέζ ή του Τζον Γουέιν, κράτησε αποστάσεις από τις ακρότητες του φεμινισμού, συνυπέγραψε το σενάριο της ταινίας «Υπόθεση πολύ προσωπική» με τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Μισέλ Φάιφερ, ενώ με το δοκιμιακό «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» θρήνησε δημόσια το χαμό του συζύγου της, αποσπώντας το 2005 το NationalBook Award.
Κι όμως, ως τότε, κανένα βιβλίο της δεν είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Το κενό ήρθε να καλύψει την επόμενη χρονιά η έκδοση του «Παίξ’ το όπως πάει» (μετ. Α. Παπαδοπούλου, Εμπειρία Εκδοτική), ενός λιτού και καυστικού μυθιστορήματος, του μόνου δικού της που δεν τοποθετείται σε κάποιο έντονο πολιτικό φόντο, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1970 φέρνοντας στην επιφάνεια μια άλλη όψη του Χόλιγουντ, κάθε άλλο παρά φωτεινή. «Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο τόσο ελλειπτικό και γρήγορο, που θα τελείωνε πριν το καταλάβει κανείς» είχε δηλώσει γι’ αυτό η ίδια. «Ένα βιβλίο όπου όλα θα συνέβαιναν εκτός της σελίδας, ένα λευκό βιβλίο όπου ο αναγνώστης έπρεπε να φέρει τους δικούς του εφιάλτες…»
Με ύφος γειωμένο, αποστασιοποιημένο, σχεδόν δημοσιογραφικό και με φανερή την αγωνία της να εκλογικεύσει ό,τι της συνέβη, η αμερικανίδα συγγραφέας ταξινομεί ένα κουβάρι από σκέψεις, τύψεις και ματαιωμένες προσδοκίες, περιπλανιέται στην περασμένη της ζωή, ανακαλεί διαβάσματα, ταξίδια και φιλικές συνάξεις, ανασύρει συνειρμικά εικόνες συντροφικότητας και σπαράγματα οικογενειακών συνηθειών, συνομιλεί νοερά με τον απόντα σύντροφό της.
Κεντρική ηρωίδα στο «Παίξ’ το όπως πάει» είναι δευτεροκλασάτη ηθοποιός, πρώην μοντέλο, η Μαράια Γουάιεθ. Μια γυναίκα γερασμένη πριν την ώρα της, στα τριανταένα της, διαλυμένη συναισθηματικά και απολύτως αποστασιοποιημένη απ’ όσα εκτυλίσσονται γύρω της. Οι επαρχιώτες γονείς της, που τόσο λαχταρούσαν να την δούνε σταρ, έχουν πεθάνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο σκηνοθέτης άντρας της την έχει εγκαταλείψει, το κοριτσάκι που απέκτησαν πάσχει από κάποιου είδους καθυστέρηση και βρίσκεται σε κλινική όπου του «βάζουν ηλεκτρόδια στο κεφάλι και βελόνες στην σπονδυλική στήλη και προσπαθούν να δουν τι φταίει», ο ατζέντης της μάλλον την αγνοεί και η ίδια αυτοταπεινώνεται μέσα από άδοξες, περιστασιακές σχέσεις, καταναλώνοντας αφειδώς ηρεμιστικά.
Η Ντίντιον συστήνει την ηρωίδα της όχι μόνο ξεναγώντας μας στις σκέψεις της αλλά και μέσα από τα βλέμματα τρίτων, σε μια περίοδο όπου και η τελευταία της ελπίδα να ξαναφτιάξει τη ζωή της έχει χαθεί: ενώ θα ήθελε απεγνωσμένα να κρατήσει το παιδί που έχει συλλάβει συνδεόμενη μ’ έναν σεναριογράφο, οικογενειακό τους φίλο, υποκύπτει στον εκβιασμό του άντρα της και υφίσταται μια παράνομη έκτρωση, κάτω από άθλιες συνθήκες, χωρίς καν χρήση αναισθητικού. Κι επιπλέον, η αυτοκτονία, μπροστά στα μάτια της, ενός άλλου οικογενειακού φίλου, παραγωγού αυτή τη φορά, της έχει σχεδόν χρεωθεί. Τι μέλλον μπορεί να διεκδικήσει μια τέτοια γυναίκα, που ούτε τον οίκτο μας δεν μπορεί να κερδίσει καλά καλά;
Η Μαράια Γουάιεθ αποτελεί ενσάρκωση των παρακμασμένων γυναικών -όχι μόνο του Χόλιγουντ, όχι μόνο της δεκαετίας του ΄70- που παλεύουν με την κατάθλιψη και την ανορεξία μέσα σ’ ένα σκληρό κοινωνικό περιβάλλον όπου αδυνατούν να σταθούν πια. Κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια του κόσμου που περιέγραψε εδώ η Ντίντιον σαλεύουν ηθικές αδυναμίες, ερωτικές συναλλαγές και κάθε είδους καταχρήσεις, ικανές να στεγνώσουν τους χυμούς κάθε ασπόνδυλης προσωπικότητας. Παρουσιάζοντας με τόση δύναμη το τοπίο μιας άνυδρης ψυχής, το «Παίξ’ το όπως πάει» διαβάζεται λες και γράφτηκε σήμερα. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει στην αγορά, έχει εξαντληθεί.
Αν μη τι άλλο, υπάρχει η «Χρονιά της μαγικής σκέψης» (μετ. Ξ. Μαυρομμάτη, Κέδρος, 2011), το πιο σπαρακτικό έργο της Ντίντιον, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της λογοτεχνίας του πένθους και συνδυασμός ταυτόχρονα απομνημονευμάτων και ρεπορτάζ, το οποίο στην θεατρική του εκδοχή έχει παιχτεί από μορφές όπως η Βανέσα Ρεντγκρέιν και η Φανί Αρντάν.
«Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει. Κάθεσαι για δείπνο κι η ζωή που ήξερες τελειώνει. Το ζήτημα της αυτολύπησης…» Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που έγραψε η Ντίντιον δυό μόλις μέρες μετά το «συμβάν». Την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2003, ο επί σαράντα χρόνια σύζυγός της, ο σεναριογράφος και λογοτεχνικός κριτικός Τζον Γκρέγκορι Νταν, υπέκυπτε μπροστά στα μάτια της από οξύ καρδιακό επεισόδιο. Είχαν μόλις επισκεφτεί την υιοθετημένη κόρη τους, η οποία νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στην εντατική, λόγω πνευμονίας και σηπτικού σοκ. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μια ολόκληρη ζωή χανόταν με τον πιο βίαιο και αναπάντεχο τρόπο. Θα ΄πρεπε όμως να περάσουν εννιά ακόμη μήνες για να στραφεί η Ντίντιον στο γράψιμο ξανά, αξιοποιώντας το ψυχοθεραπευτικά για ν’ αναμετρηθεί με την απώλεια.
Με ύφος γειωμένο, αποστασιοποιημένο, σχεδόν δημοσιογραφικό και με φανερή την αγωνία της να εκλογικεύσει ό,τι της συνέβη, η αμερικανίδα συγγραφέας ταξινομεί ένα κουβάρι από σκέψεις, τύψεις και ματαιωμένες προσδοκίες, περιπλανιέται στην περασμένη της ζωή, ανακαλεί διαβάσματα, ταξίδια και φιλικές συνάξεις, ανασύρει συνειρμικά εικόνες συντροφικότητας και σπαράγματα οικογενειακών συνηθειών, συνομιλεί νοερά με τον απόντα σύντροφό της. Παράλληλα, μπολιάζει το γραπτό της με ιατρικές γνωματεύσεις, επιστημονικά δεδομένα και ψυχαναλυτικές θεωρίες, ενώ αποτιμά με καινούρια ματιά μια σειρά από θρησκευτικές και κοινωνικές συμβάσεις συνδεδεμένες με το πένθος. Το μακάβριο, πάντως, αντισταθμίζεται στο βιβλίο από μια διάθεση παιγνιώδη και ειρωνική. Η ζωή δεν φοβάται τον θάνατο αλλά τον αγκαλιάζει, έλεγε με τον τρόπο της η Ντίντιον. Και, με την συνδρομή της μνήμης, μπορεί και να τον υπερβεί.