ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ έφυγε από την ζωή στα 87 της, η Αμερικανίδα (με καταγωγή από την Πράγα) δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζάνετ Μάλκολμ, μάλλον άγνωστη στη χώρα μας, στην Αμερική όμως θεωρούνταν κορυφαία εκπρόσωπος της ερευνητικής δημοσιογραφίας, ειδικά στα κομμάτια που έγραφε στο New Yorker για δεκαετίες, και μέχρι πολύ πρόσφατα.
Συγχρόνως, το επίπεδο και η διαύγεια της γραφής της συγκρινόταν με επιφανείς εκπροσώπους της Νέας Δημοσιογραφίας όπως η Τζόαν Ντίντιον και ο Τομ Γουλφ αλλά και με πιο «ακαδημαϊκές» περιπτώσεις διανοουμένων όπως ο Έντουαρντ Σαΐντ ή η Σούζαν Σόνταγκ (αντίθετα από όλους τους παραπάνω όμως, εκείνη αντιλαμβανόταν κατ' αρχάς τον εαυτό της ως δημοσιογράφο ή ρεπόρτερ).
Τα βιβλία της καλύπτουν ένα εντυπωσιακό εύρος θεμάτων και προσώπων –από την ψυχανάλυση και την φωτογραφία ως τη Σίλβια Πλαθ, τον Τεντ Χιουζ και τον Τσέχοφ– στα ελληνικά όμως έχει μεταφραστεί μόνο, αν δεν κάνω λάθος, η μελέτη της για την Γερτρούδη Στάιν και την Άλις Μπ. Τόκλας με τίτλο «Δύο ζωές: Γερτρούδη και Άλις».
«Όποιος δημοσιογράφος δεν είναι τόσο ηλίθιος ή τόσο αυτάρεσκος ώστε να μην μπορεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει γύρω του, γνωρίζει ότι αυτό που κάνει είναι ηθικά επιλήψιμο. Εμφανίζεται ως πρόσωπο εμπιστοσύνης και τρέφεται από τη ματαιοδοξία, την άγνοια ή τη μοναξιά των ανθρώπων… ».
Με διαφορά όμως το πιο διάσημο –ή μάλλον το πιο διαβόητο– βιβλίο της είναι «Ο δημοσιογράφος και ο δολοφόνος» (The Journalist and the Murderer) που αρχικά είχε εμφανιστεί σε δύο μεγάλες συνέχειες στο New Yorker το 1989 πριν εκδοθεί την επόμενη χρονιά. Παρότι αφορά κάποιες πολύ συγκεκριμένες παραμέτρους μιας υπόθεσης που είχε απασχολήσει έντονα την αμερικανική κοινή γνώμη (ένας γιατρός κατηγορήθηκε, και εν τέλει καταδικάστηκε, για τον φόνο της οικογένειάς του) ουσιαστικά αποτελεί μια πραγματεία για τα όρια του δημοσιογραφικού αμοραλισμού στην αναζήτηση της «αλήθειας» (με ή χωρίς εισαγωγικά).
Η πρώτη φράση του κειμένου είχε πέσει ως βόμβα τότε στον δημοσιογραφικό κόσμο και ο απόηχος της παραμένει έντονος μέχρι σήμερα:
«Όποιος δημοσιογράφος δεν είναι τόσο ηλίθιος ή τόσο αυτάρεσκος ώστε να μην μπορεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει γύρω του, γνωρίζει ότι αυτό που κάνει είναι ηθικά επιλήψιμο. Εμφανίζεται ως πρόσωπο εμπιστοσύνης και τρέφεται από τη ματαιοδοξία, την άγνοια ή τη μοναξιά των ανθρώπων… ».
Χαμός είχε γίνει τότε μ’ αυτή την «ισοπεδωτική» για τον κλάδο παρατήρηση, παρότι εννοούσε μάλλον (και εξέφρασε με θεαματικό τρόπο) ότι είναι πάντα πολύ περίεργη η συναλλαγή ανάμεσα στον αθρογράφο / ρεπόρτερ και τα υποκείμενα της δημοσιογραφικής έρευνας, στο σύγχρονο μιντιακό τοπίο όμως μοιάζει μάλλον ήπια, ακόμα και κοινότοπη.
Στο ίδιο βιβλίο, το οποίο όταν κυκλοφόρησε θεωρήθηκε «ακραίο» και «αμφιλεγόμενο», αποτελεί όμως εδώ και χρόνια ένα από τα βασικά εγχειρίδια των δημοσιογραφικών σπουδών στα αμερικανικά πανεπιστήμια, σημειώνει σχετικά με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο στη δημοσιογραφία και τα ζητήματα που προκύπτουν από την «βιωματική» εμπλοκή του αρθρογράφου στην ιστορία που παρουσιάζει:
«Αυτός ο χαρακτήρας, το "Εγώ" του αρθρογράφου, είναι διαφορετικός από όλους τους άλλους που εμφανίζονται σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, η εξαίρεση στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίον τίποτα δεν πρέπει να αποτελεί εφεύρημα του γράφοντος: στη δημοσιογραφία όμως το πρώτο πρόσωπο, ο χαρακτήρας "Εγώ" αποτελεί καθαρό σχεδόν εφεύρημα. Αντίθετα από το πρώτο πρόσωπο στην αυτοβιογραφία, που εκπροσωπεί ευθέως τον συγγραφέα, το "Εγώ" στη δημοσιογραφία μόνο με έναν έμμεσο και σαθρό τρόπο μπορεί να συνδεθεί με τον γράφοντα – με τον τρόπο, ας πούμε, που συνδέεται ο Σούπερμαν με τον Κλαρκ Κεντ. Είναι μια σύμβαση, μια ad hoc κατασκευή, όπως ο χορός στην αρχαιοελληνική τραγωδία, μια εμβληματική φιγούρα, μια ενσάρκωση της ιδέας του απαθούς και νηφάλιου παρατηρητή της ζωής. Υπάρχουν ωστόσο ανάμεσα στους δημοσιογράφους αρκετοί που έχουν σοβαρό πρόβλημα να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τον Σούπερμαν των κειμένων τους».
Ακόμα πιο «σκληρό» (πλην όμως ακριβές) για αυτό το παράξενο σινάφι που χάνεται συχνά ανάμεσα στην ιδέα περί λειτουργήματος, στον αισθησιασμό, στην αναζήτηση της αλήθειας, στον αμοραλισμό και στη διαπλοκή, ήταν ίσως αυτό που είχε γράψει σε ένα άλλο μεταγενέστερο βιβλίο της που επίσης εκκινούσε από την κάλυψη ενός «πολύκροτου εγκλήματος» (Iphigenia in Forest Hills: Anatomy of a Murder Trial, 2011):
«Η ανθρώπινη αδυναμία εξακολουθεί να αποτελεί το μέσο συναλλαγής, το νόμισμα της δημοσιογραφίας, η κακεντρέχεια το ένστικτο που την κινητοποιεί».