«Οι Καλιφορνέζοι ανακάλυψαν την έννοια του lifestyle. Αυτό και μόνο αιτιολογεί την καταδίκη τους». Η φράση περιέχεται στο μυθιστόρημα του Ντον Ντελίλο Λευκός Θόρυβος (White Noise) που κυκλοφόρησε δεκαπέντε χρόνια μετά από εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα του 1969, όταν οι πιστοί της «οικογενειακής» αίρεσης του διαβόητου (και πλέον «αείμνηστου») Τσαρλς Μάνσον κατέσφαξαν τελετουργικά σε πολυτελή βίλα στις παρυφές του Λος Άντζελες επτά ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και η έγκυος σύζυγος του Ρομάν Πολάνσκι, ηθοποιός Σάρον Τέιτ. Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει και ο εξής αφορισμός: «Κάποιοι άνθρωποι είναι μεγαλύτεροι από τη ζωή. Ο Χίτλερ είναι μεγαλύτερος από τον θάνατο». Κανένα από τα δύο αποσπάσματα δεν αναφέρεται, έμμεσα ή άμεσα, στα φρικιαστικά εγκλήματα που τότε συγκλόνισαν το σύμπαν και φάνηκαν να τελειώνουν εν μια νυκτί το χίπικο όνειρο, τα «καλοκαίρια της αγάπης» αλλά και τον ιδεαλισμό της δεκαετίας του '60 εν γένει. Μοιάζουν πάντως να αντικατοπτρίζουν κομμάτια και θρύψαλα από το σαλεμένο μυαλό του Μάνσον, ο οποίος, κατόπιν εντελώς αυθαίρετης ανάγνωσης του κομματιού των Beatles «Helter Skelter», επιζητούσε να ξεκινήσει φυλετικό πόλεμο, ενώ μετά τη σύλληψή του εμφανιζόταν στις δίκες με μόνιμο μειδίαμα αποστασιοποιημένου αρχιπαράφρονος και με μια σβάστικα χαραγμένη στο μέτωπό του.
Ήταν είκοσι οι νεκροί, όχι, δώδεκα, δέκα, δεκαοχτώ. Κάποιοι φανταζόντουσαν τελετές μαύρης μαγείας, άλλοι έριχναν το φταίξιμο σε κακό τριπάρισμα. Θυμάμαι όλη την παραπληροφόρηση εκείνης της μέρας πολύ καθαρά και θυμάμαι επίσης και κάτι που θα ήθελα να μη θυμάμαι: Θυμάμαι ότι ουδείς εξεπλάγη πραγματικά.
Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς έχει γραφτεί κατά καιρούς σχετικά με την υπόθεση αλλά και τη «σατανικά χαρισματική» προσωπικότητα του Πατριάρχη του Κακού και νομίζω ότι έχω διαβάσει τα περισσότερα μέσα στα χρόνια, αυτό όμως που θυμάμαι πιο έντονα (και μεταφράζω εδώ) είναι τα σχετικά αποσπάσματα από ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Πρόκειται για το White Album, τη συλλογή απομνημονευμάτων από εκείνες τις παράξενες μέρες μιας βέρας Καλιφορνέζας (με ό,τι συνειρμούς μπορεί να πυροδοτεί αυτή η ιδιότητα), της γνωστής και εξαίρετης δημοσιογράφου (με την πιο υπερβατική έννοια) δοκιμιογράφου, μυθιστοριογράφου και σεναριογράφου Τζόαν Ντίντιον. Στα αποσπάσματα δεν αναφέρεται καν το όνομα του Κτήνους, παρά μόνο οι δυσοίωνα κοντινοί απόηχοι των φριχτών εγκλημάτων σε μια ευρεία κοινότητα πλουσίων, δημιουργικών και διάσημων που ζούσαν στην μακάρια και προνομιακή κοσμάρα τους.
«... Παίξαμε στο πικάπ το "Lay Lady Lay" και το "Suzanne". Μετά κατεβήκαμε στη λεωφόρο Μέλροουζ να δούμε τη συναυλία των Flying Burritos. H πέργκολα με τα γιασεμιά είχε σκαρφαλώσει στη βεράντα του μεγάλου σπιτιού μας στη λεωφόρο Φράνκλιν και τα βράδια το άρωμα του γιασεμιού έμπαινε μέσα από τα ορθάνοιχτα παράθυρα. Έφτιαξα μπουγιαμπέσα για όσους δεν έτρωγαν κρέας. Φαντάστηκα ότι και η δική μου ζωή ήταν απλή και γλυκιά, και κάποιες φορές ήταν, υπήρχε όμως η αίσθηση ότι συνέβαιναν παράξενα πράγματα στην πόλη. Υπήρχαν φήμες. Υπήρχαν ιστορίες. Κανείς δεν έλεγε τίποτα, όλοι όμως μπορούσαν να φανταστούν τα πάντα. Αυτό το μυστικιστικό φλερτ με την ιδέα του "αμαρτήματος" –αυτή η αίσθηση ότι τελικά ήταν πιθανό να βρεθείς εντελώς "εκτός ορίων" και ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που το έκαναν αυτό ήδη– ήταν διαρκώς μαζί μας το 1968 και το 1969 στο Λος Άντζελες. Μια παρανοϊκή και σαγηνευτική στροβιλοειδής ένταση ανατρεφόταν μέσα στην κοινότητα. Ένα ανήσυχο τρέμουλο είχε εγκατασταθεί για τα καλά. Ανακαλώ μια εποχή που τα σκυλιά ούρλιαζαν κάθε νύχτα και το φεγγάρι ήταν πάντα γεμάτο. Στις 9 Αυγούστου του 1969, καθόμουν στο ρηχό κομμάτι της πισίνας της κουνιάδας μου στο Μπέβερλι Χιλς όταν της τηλεφώνησε ένας φίλος που είχε μόλις ακούσει για τους φόνους στο σπίτι της Σάρον Τέιτ Πολάνσκι στο Cielo Drive. Το τηλέφωνο χτύπησε πολλές φορές την επόμενη ώρα. Εκείνες οι πρώτες περιγραφές ήταν αντιφατικές και συγκεχυμένες. Ο ένας έλεγε κουκούλες, ο άλλος αλυσίδες. Ήταν είκοσι οι νεκροί, όχι, δώδεκα, δέκα, δεκαοχτώ. Κάποιοι φανταζόντουσαν τελετές μαύρης μαγείας, άλλοι έριχναν το φταίξιμο σε κακό τριπάρισμα. Θυμάμαι όλη την παραπληροφόρηση εκείνης της μέρας πολύ καθαρά και θυμάμαι επίσης και κάτι που θα ήθελα να μη θυμάμαι: Θυμάμαι ότι ουδείς εξεπλάγη πραγματικά.
...Πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω στο Λος Άντζελες πιστεύουν ότι τα sixties έληξαν απότομα στις 9 Αυγούστου 1969, έληξαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που τα νέα για τους φόνους πέρασαν σαν πυρκαγιά μέσα από την κοινότητα, και υπό κάποια έννοια αυτό ισχύει. Η ένταση έσπασε εκείνη τη μέρα. Η παράνοια εκπληρώθηκε. Υπό κάποια άλλη έννοια, τα sixties έληξαν πραγματικά για μένα τον Γενάρη του 1971, όταν έφυγα από το σπίτι στη λεωφόρο Φράνκλιν και μετακόμισα σ' ένα σπίτι στη θάλασσα... Σκέφτομαι αρκετά συχνά εκείνο το μεγάλο σπίτι στους λόφους του Χόλιγουντ, σκέφτομαι και το γεγονός ότι ο Ρομάν Πολάνσκι κι εγώ είμαστε νονοί του ίδιου παιδιού, αλλά το γράψιμο δεν με έχει βοηθήσει ακόμα να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει αυτό».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια