40 χρόνια Ευρωπαίοι
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνόψιζε ως εξής τα κίνητρα ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: «Επεδίωξα να συνδέσω οργανικά την Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα για να διασφαλίσω το μέλλον της, βγάζοντάς την από την αιώνια μοναξιά της. Και αν επεδίωξα με τόση επιμονή την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το έκανα γιατί ήθελα, εκτός των άλλων, να την απαλλάξω και από την ανάγκη να αναζητεί προστάτες».
Βγήκε, αλήθεια, η Ελλάδα από την αιώνια μοναξιά της; Και ναι και όχι είναι η απάντηση, καθώς στην τελευταία κρίσιμη δεκαετία, κατά την οποία δοκιμάστηκαν οι δεσμοί των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, φαινόμενα απαξίωσης των μικρότερων χωρών –όπως η δική μας– από μεγαλύτερες –όπως η Γερμανία– ενόχλησαν τους πραγματικούς ευρωπαϊστές. Η μοναξιά δεν ορίζεται από το πόσα χρήματα λαμβάνεις από τα ευρωπαϊκή ταμεία –γιατί εκεί δεν δικαιούμεθα να έχουμε παράπονο– αλλά κυρίως από την αλληλεγγύη. Και υπήρξε όντως αλληλεγγύη στις δηλώσεις ως προς τις έντονες προκλήσεις της Τουρκίας με αφορμή τον Έβρο, αλλά οι εταίροι έμειναν μόνον στις δηλώσεις. Τα οικονομικά συμφέροντα, μεγαλύτερα του ευρωπαϊκού ιδεώδους, ως φαίνεται, κυριαρχούν.
Η Ελλάδα κέρδισε και κερδίζει πολλά με την πρωτόγνωρη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, καθώς, ως μέλος της Ε.Ε., έγινε πλουσιότερη, ασχέτως εάν τα ευρωπαϊκά κονδύλια αξιοποιήθηκαν όπως θα έπρεπε. Θα είχε γίνει ακόμη καλύτερη αξιοποίηση εάν δεν είχε μεσολαβήσει η σπάταλη δεκαετία του 1980 και κυρίως η αντίληψη που διαμορφώθηκε τότε και ισχύει ακόμη. Δείτε κάποιους κτηνοτρόφους της Κρήτης που αρνούνται τον έλεγχο. Δηλαδή, είναι σαν να θέλουν να δηλώνουν πενταπλάσια κοπάδια απ’ όσα έχουν για να παίρνουν επιδοτήσεις που δεν δικαιούνται και να μη δέχονται να ελεγχθεί εάν αυτή είναι η πραγματικότητα. Δυστυχώς η στάση αυτή γεννήθηκε από την αντίληψη πως «οι φτωχοί “έξυπνοι” Nότιοι θα τα πάρουν από τους “αφελείς” και πλούσιους Bόρειους». Eίναι μια αντίληψη που κατέστρεψε γενιές και διαμόρφωσε νοοτροπίες που μόνον το ευρωπαϊκό πνεύμα δεν αντανακλούσαν.
Ωστόσο, ισοζυγίζοντας τα πράγματα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η παραδοσιακή αγροτική οικονομία της Ελλάδας εκσυγχρονίστηκε με τη συμμετοχή μας στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά, έπειτα από την άρση του προστατευτισμού. Η βιομηχανία αναπτύχθηκε, υιοθετώντας καινοτόμες μεθόδους και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Η ναυτιλία διασυνδέθηκε έτι περαιτέρω με τη διεθνή αγορά. Το εμπόριο απέκτησε νέα πνοή με την κατάργηση των δασμών. Οι υπηρεσίες, και πάνω απ’ όλα ο τουρισμός, γνώρισαν αλματώδη ανάπτυξη. Οι υποδομές πύκνωσαν και εκσυγχρονίστηκαν. Οι επιχειρήσεις ευνοήθηκαν από τα χαμηλότερα και πιο σταθερά επιτόκια και τη μείωση των διαφόρων τραπεζικών εξόδων. Επιπλέον, έπαψαν να αντιμετωπίζουν συναλλαγματικούς κινδύνους αλλά και τις υποτιμήσεις του νομίσματος, με τη δημιουργία του ευρώ. Η οικονομία χαλυβδώθηκε από τα Ολοκληρωμένα Προγράμματα, τα «πακέτα Ντελόρ» και τα προγράμματα ΕΣΠΑ. Συνολικά, η Ελλάδα έλαβε χρηματοδότηση πολύ μεγαλύτερη από τις εισφορές της στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Δεν έγινε ακόμη η Ένωση που θα θέλαμε, είναι όμως απείρως ωφελιμότερη από τη βαλκανική μοναξιά που επί αιώνες βιώναμε.