...Είναι η αγαπημένη σου ώρα. Βλέπεις την ανατολή πίνοντας τσάϊ βουνού με μέλι, στην άκρη του μπαλκονιού του καταφυγίου.
Ακόμη δεν έχουν ξυπνήσει πολλοί. Όλα είναι βρεγμένα από τη χθεσινή δυνατή καταιγίδα. Τα φύλλα στάζουν.
Έχεις ντυθεί καλά. Το θερμόμετρο δείχνει σχεδόν μηδέν. Κοιτάς ψηλά την κορυφή, τυλιγμένη στην ομίχλη….Σε λίγο σκοπεύεις να την αγγίξεις.
Προχωράς, πιο πάνω συναντάς τον Νίκο 57 χρονών, που ζει στη Σουηδία, ήρθε διακοπές με την οικογένειά του και όπως κάθε φορά την άφησε στο Βόλο, για να ανέβει στο Όλυμπο. Σου μιλάει για ιστορίες που έχει ζήσει σε μοναχικές διαδρομές πάνω στα βουνά, όπως τότε στα Λευκά όρη που τον έπιασε καταιγίδα και τρύπωσε σε μια στάνη, η οποία μύριζε έντονα από τα ζώα , βοήθησε τον τσοπάνη να φτιάξει το τυρί, έφαγε ζεστή σούπα με κρέας, κοιμήθηκε κάτω στο έδαφος και το πρωί, ο βοσκός του χάρισε ένα “κεφάλι” ολόφρεσκο τυρί, το οποίο αργότερα μοιράστηκε με μια παρέα Ολλανδών στην κορυφή. Σου λέει να συνεχίσεις εσύ, ο ίδιος δεν μπορεί, θα πάει πιο αργά, σου δείχνει από μακριά το σημείο που πρέπει να στρίψεις και όταν θα βρεθείς αντιμέτωπος με αυτό που θα αντικρίσεις, θα αποφασίσεις αν θα συνεχίσεις ή όχι.
Φτάνεις στην Κακιόσκαλα, αριστερά σου το Σκολιό και μπροστά σου το χάος.
Ακολουθείς τα σημάδια, κοιτάς κάτω την αγριότητα του τοπίου,
σκαρφαλώνεις, ξαφνικά χάνεσαι στην ομίχλη,
μετά ξανά η ορατότητα επανέρχεται και χωρίς να το καταλάβεις, σε ένα τέταρτο, είσαι στην κορυφή. Είσαι μόνος σου. Ησυχία. Αυτή τη μόνη λέξη γράφεις στο βιβλίο στα 2.918 μ., χωρίς ονόματα και υπογραφές.
Τα σύννεφα σε τυλίγουν στην αγκαλιά τους. Δεν μπορείς να περιγράψεις με λόγια αυτό που αισθάνεσαι. Τα πάντα αποκτούν μυθικές διαστάσεις.
Ξαναγεννιέσαι, γίνεσαι ξανά παιδί, συγκινείσαι και βουρκώνεις χωρίς λόγο. Νιώθεις σαν να είσαι ο δέκατος τρίτος θεός.
Μέσα στην ομίχλη βλέπεις μια φιγούρα, είναι ο αρχηγός μιας ορειβατικής ομάδας, από πίσω ακολουθούν και 5- 6 άτομα. Βγάζεις μερικά παστέλια και τους τα μοιράζεις. Ο ένας ανοίγει το κινητό του: «Έλα μωρό μου, σε παίρνω από το Μύτικα…ναι… φτάσαμε…».
Ο χώρος στην κορυφή είναι μικρός και αποφασίζεις να κατηφορίσεις.
Εξάλλου, σε λίγο εδώ πάνω, στο Πάνθεον έχουν συνάντηση οι θεοί και δεν θέλεις να τους ενοχλήσεις. Σίγουρα όμως, κατεβαίνοντας, κάτι θα ακούσεις από τις θυελλώδεις συζητήσεις τους. Κατεβαίνεις από το Λούκι το οποίο σε υποδέχεται γεμάτο αγριάδα.
Πιστεύεις ότι ο Δίας, που σε παρακολουθεί από το θρόνο του, το Στεφάνι δεν θα σου δείξει τη θεϊκή του Μήνιν, εξαπολύοντάς σου κεραυνούς. Και ας έχουν πυκνώσει τα σύννεφα.
Πατάς εκεί που πρέπει, πιάνεσαι από τις πέτρες, συγκεντρώνεσαι σε αυτά που βλέπεις, προσπαθείς να μην κουνήσεις ούτε πετραδάκι και τα καταφέρνεις.
Μια άλλη ομάδα ανεβαίνει, στέκεσαι και τους λες να συνεχίσουν αυτοί, εσύ θα περιμένεις, για να ανέβουν πιο άνετα. Εξάλλου, στο Λούκι δεν έχεις πολλά περιθώρια.
Είσαι σε ένα από τα πιο επικίνδυνα σημεία του Ολύμπου, όμως νιώθεις ασφαλής. Αυτό που βλέπεις γραμμένο στην πέτρα δεν σου χρειάζεται.
Οτιδήποτε ήταν βρεγμένο μέχρι πριν, τώρα είναι στεγνό .Μερικοί μπορεί να το πουν τύχη. Διαβάζοντας την πινακίδα για τον μικρό ορειβάτη συνειδητοποιείς ότι η τύχη καμιά φορά σε εγκαταλείπει την πιο κρίσιμη στιγμή…
Συνεχίζεις στο μονοπάτι κάτω από το θρόνο του Δία
και έρχονται στο νου σου εκείνες οι στιγμές που είχες ζήσει πριν μερικά χρόνια όταν έτρεχες εδώ πάνω, μαζί με τον Γ., σ’ εκείνον τον μοναδικό μαραθώνιο, για τον οποίο είχες διαβάσει στο intrernet, και δεν είχες ιδέα περί τίνος πρόκειται, που μπήκες σε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ, έφτασες στο Δίον και ξεκίνησες στις 06.00 το πρωί με κάτι απλά παπούτσια adidas, τα οποία στο τέλος διαλύθηκαν και τα πέταξες στον κάδο της κεντρικής πλατείας του Λιτόχωρου, που είχες ένα μακό μπλουζάκι και ένα ξύλο το οποίο βρήκες στο δάσος με τις οξιές και που το χρησιμοποίησες για μπατόν, όταν όλοι οι άλλοι συναθλητές σου είχαν πλήρη εξοπλισμό και έβαζαν τσιρότα ακόμη και στα βυζιά τους για να αποφύγουν την τριβή που θα προκαλούσε η επαφή με το ισοθερμικό τους μπλουζάκι. Θυμάσαι, ακόμη το ψιλόβροχο που έριχνε στο μαρτυρικό φαράγγι του Ενιπέα, τα ατέλειωτα γεφύρια του, τις ανηφόρες του, τις κατηφόρες του, τους αφόρητους πόνους στα γόνατα, τα πέντε λεπτά που έκανες να ανέβεις τα τέσσερα σκαλοπάτια του λεωφορείου που πήρες στην εθνική για να επιστρέψεις, τα τρία νύχια που έχασες και τη στιγμή της απελπισίας στις Πόρτες, τη στιγμή που ενώ ήσουν έτοιμος να τα παρατήσεις, ξαφνικά στα πόδια σου μπήκαν φτερά και ο πόνος έγινε ενθουσιασμός με αποτέλεσμα να τερματίσεις όλος χαρά.
Όλα αυτά τα αφήνεις σε μια γωνιά του μυαλού σου, καθώς ξαπλώνεις στο κέντρο του οροπεδίου των Μουσών
με τα χέρια ανοιχτά, ανάμεσα στα σπάνια ενδημικά φυτά του Ολύμπου.
Ο χρόνος εκμηδενίζεται. Δεν σκέφτεσαι τίποτα. Κοιτάς ψηλά στα σύννεφα και βλέπεις τις διάφορες μορφές που σχηματίζονται.
Δεν ξέρεις αν είναι οι Μούσες, οι κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, αυτό που ξέρεις είναι το πόσο όμορφα αισθάνεσαι, πόσο γεμάτος και ευτυχισμένος. Αυτό το παρατηρείς, σχεδόν σε όλα τα πρόσωπα που συναντάς καθώς διασχίζεις όλο το οροπέδιο. Βλέπεις χαμόγελα αληθινά που σου χαρίζονται αυθόρμητα. Μια κουβέντα, ένα γεια είναι αρκετά.
Ρόμπολα, μαύρη πεύκη, οξιές, δρύες, φτελιές, αγριοκερασιές και πλατάνια, είναι μερικά μόνο από τα δέντρα που συναντάς στο δρόμο της επιστροφής για τον Ενιπέα.
Εκεί, σε κάποιο σημείο που υπάρχει ένας μικρός καταρράκτης, βγάζεις τα ρούχα σου και μπαίνεις στο παγωμένο νερό.
Παρέα σου έχεις κάποια μικρά πλάσματα. Ίσως να είναι οι Ναϊάδες. Κολυμπούν κι αυτές μαζί σου και είναι έτοιμες να σου χαρίσουν αυτό για το οποίο γεννήθηκαν…
Όμως, η ξαφνική νεροποντή
σε επαναφέρει στην πραγματικότητα, κάθεσαι στη θέση σου πια, μια θέση πριν τη γαλαρία, όλα έχουν πάρει τις κανονικές τους διαστάσεις…η ουρά στα στενά των Τεμπών μεγαλώνει…τρως πασατέμπο…
σχόλια