Σ’ ένα χωριό, θα ήταν η «τρελή» του. Η «αλαφροΐσκιωτη». Στην υστερικά – προ μνημονίου – χαρούμενη Αθήνα ήταν απλώς κάποια που ανατρίχιαζε τους νοικοκυραίους του τρόλεϊ 15.
Την έβλεπα κάθε μέρα επί 3 χρόνια. Όχι κλασική περίπτωση «χαμένου» νου. Καθαρή, περιποιημένη, χτενισμένη, φροντισμένα παπούτσια. Μόνο που μιλούσε μόνη της.
Κοιτούσε πάντα έξω απ’ το παράθυρο και μιλούσε χαμηλόφωνα στον εαυτό της. Την πρώτη φορά που έτυχε να κάτσει δίπλα μου, νόμιζα ότι μίλαγε στο handsfree. Όχι. Κοιτούσε έξω απ’ το τζάμι και ψέλλιζε διάφορα, με πιο καθαρό ανάμεσα τους το «γιατί;».
Με τον καιρό, ο κόσμος φοβόταν να κάτσει δίπλα της. Κι όταν τύχαινε να κάτσει εκείνη δίπλα σε κάποιον, εκείνος μέσα στο επόμενο δίλεπτο θα ‘βρισκε κάποια πρόφαση να σηκωθεί. Δεν είχε ενοχλήσει, όμως.
Μετά την έχασα. Την ξαναθυμήθηκα τώρα κοντά.
Παρασκευή, ώρα 6, λεωφορείο Α7, στάση ΗΒΗ. Συναντιόμαστε πέντε γυναίκες, καφές μετά τη δουλειά, υπερβολικές χαρές ανθρώπων που έχουν καιρό να βρεθούν, λέμε νέα στριμωγμένες στην εποχούμενη κονσέρβα με τον λίγο γιαμπανή οδηγό, υποθέτω φαινόμαστε ευτυχείς που βρεθήκαμε.
Κι απέναντι μας κάποια, μια κοπέλα που γελάει μόνη της, μιλάει μόνη της, όχι δεν μιλάει στο handsfree, μετά γελάει σ’ εμάς, η μία απ’ την παρέα με σκουντάει: «- Ρε συ, τι γίνεται εδώ;». Η άλλη μου ψιθυρίζει: «- Ή σαλταρισμένη θα ‘ναι, ή πρεζού, να ξέρεις. Θα δεις, θα ζητήσει ψιλά. Κράτα καλά την τσάντα σου».
Την ξανακοιτάω, δε νομίζω, παρέα θέλει, σα να χάρηκε με τη χαρά μας, κάπου μέσα εκεί στα χαμένα λογικά, ίσως κάτι δικό μας να της «μίλησε», ίσως κάτι θυμήθηκε απο έναν παλιό εαυτό, μας κοιτάει κι εκείνη, κατεβαίνει, τη βλέπουμε από το τζάμι να συνεχίζει να μιλάει μόνη της, να χειρονομεί, κεφάλια κουνιούνται πάνω κάτω, ακούγονται «απαπά» από απολύτως «λογικές» κυρίες, εκφράσεις οίκτου και τρόμου, πασαλειμμένες με τόνους μάσκαρας και eyelinerσε βλέφαρα που έχουν πατήσει προ πολλού τα 60.
Με πιάνουν τα παράπονα και οι «ανίερες» σκέψεις: αραγε, σε έναν τρίτο, έναν άσχετο, ποιός θα φαινόταν πιο «σαλταρισμένος»; Η κοπέλα ή γραία του «απαπά» και των 8 στρώσεων πούδρας; Και πόσο μακριά είμαστε όλοι εμείς, οι «και καλά νορμάλ» από μια μεγάλη στενοχώρια; Από ένα σημείο χωρίς επιστροφή;
Κρατιέμαι καλύτερα από τη χειρολαβή, για λίγο σταματάω να ακούω το «μπούρου μπούρου» του λεωφορείου, δεν είναι η πρώτη φορά – εδώ και καιρό – που πέφτω πάνω σε κόσμο που μιλάει μόνος του (στο τρενό, στον δρόμο, στην ουρά της ΔΕΗ), νομίζω ότι αν βάλω αυτούς τους ανθρώπους δίπλα δίπλα με τους άστεγους της Αθήνας, ίσες αποστάσεις θα «γεμίσουν» κι αυτός ο τρόμος του «φυσιολογικού» προς τον «σαλεμένο» αρχίζει να μου τη βαράει.
Ξαναθυμάμαι. Δεκαετίες πίσω, στην Πλατεία Βικτωρίας, σουλάτσερνε μία κυρία, με τεράστιο, πετρωμένο από τη λακ κότσο, αποστεωμένη και πάντα έχοντας δεμένη στο λαιμό μία σακούλα από σούπερ μάρκετ (!).
Δεν ενοχλούσε κανέναν. Καθόταν στο παγκάκι και κοίταζε με παράπονο τις κούνιες, μιλώντας μόνη της με τις ώρες. Ακόμη και σήμερα, μπαίνω στον πειρασμό να σκέφτομαι πώς μπορεί να ήταν πριν, γιατί να μην είχε να κρεμάσει στην προσωπική της παλάτζα 10 στιγμές ευτυχίας να ισοφαρίσουν την κακιά ώρα της «αποσύνδεσης», τι να πήγε στραβά και κανείς δεν το πρόσεξε...
Θυμάμαι ακόμη την ανατριχίλα της μάνας μου, το χέρι της στο δικό μου πιο σφιχτό, το βήμα της πιο γρήγορο, παλμοί ανεβασμένοι, όχι αστεία.
Τότε δεν ήταν πολύ της μόδας οι σύγχρονες ψυχιατρικές και η «χημεία», ούτε τότε υπήρχε ιδιαίτερο σέβας για εκείνους που, ποιός ξέρει, σε ποια στιγμή σκάλωσαν, εγκλωβίστηκαν και δεν ξαναπροχώρησαν από εκεί ούτε βήμα, τότε – όπως και τώρα – ο «τρελός» της πόλης, αυτός ο κάποιος που μιλάει μόνος του, ο αποσυνδεδεμένος από την πραγματικότητα δεν ήταν λιγότερο "αξιοθέατο" από σήμερα...
Χρόνια περίμενα μια απάντηση. Δεν μπορεί να είναι μόνο τρόμος για τη σωματική (του) ακεραιότητα, ο λόγος που το βάζει κάποιος στα πόδια, όταν «σκοντάφτει» πάνω σε κόσμο που απλώς μιλάει μόνος του ή που ξορκίζει χαχανίζοντας αυτόν τον τρόμο.
Το λέω. Εκεί στα όρθια, κρεμασμένη από τη χειρολαβή, ρωτάω προς τι το τόσο χάχανο, ρισκάροντας να τιναχθεί στον «αέρα» η καλή διάθεση. Σιωπή. Κατεβασμένα μούτρα για λίγο. Και μετά απάντηση. «Φτυσμένη» με ειλικρίνεια.
«- Να σου πω. Δε γουστάρω. Χαλιέμαι. Και να σου πω και το άλλο; Θα προτιμούσα να ήταν πρεζού, που σε πείραξε τόσο η λέξη. Και να σου πω γιατί; Γιατί αν είναι τόσο εύκολο να λαλήσεις και να παίρνεις σβάρνα τους δρόμους μιλώντας μόνος σου, εγώ, φιλενάδα μου, είμαι πολύ κοντά σ’ αυτό. Κατάλαβες;».
Κατάλαβα. Γι’ αυτό τους σέβομαι. Πολύ.
σχόλια