Το μακρόστενο ψυγείο με τα γάλατα, τα γιαούρτια των πολλών επιλογών και τα κρεμώδη επιδόρπια, εδώ και μήνες, έχει γίνει ένα παγωμένο εξομολογητάρι μουγκής απελπισίας, που μπλέκεται στις «καλημέρες» και στα «ας τα λέμε καλά» των γνωστο-άγνωστων γειτόνων.
Δεν είναι ότι εξαφανίστηκαν τα τίγκα καρότσια, τα ξέχειλα καλάθια και οι ουρές στο ταμείο.
Δεν είναι ότι γίναμε όλοι ένα «τσικ» πιο ευγενείς και συμπονετικοί, επειδή το καλάθι αρκετών πια, πηγαινοέρχεται μισοάδειο.
Είναι ότι μήνες τώρα, στο super market - από τον πάγκο του χασάπη μέχρι το stand με τα βιολογικά μουστοκούλουρα, πίσω από τα ράφια με τις μαρμελάδες ή στο διάδρομο με τα απορρυπαντικά – δεν υπάρχει μέρα που να μη «γκαρίζει» πόσο ανέτοιμους έπιασε κάποιους το ξεχαρβάλωμα. Όχι του ευρώ. Του να μην έχεις. Όχι ευρώ. Κάπου να ακουμπήσεις. Μέρα παρά μέρα, η ίδια, με παραλλαγές και υποδιαιρέσεις. Αισθημάτων και ψιλών. «Χοντρά» δεν υπάρχουν.
Μέρα.
Είναι εδώ που καταλύονται οι όροι του διαλόγου ανάμεσα σ’ ένα πεντάχρονο και το μπαμπά του.
«- Δε μου λες, όμως, γιατί;»
«- Γιατί δεν έχω»
«- Ναι, αλλά γιατί δεν έχεις;»
«- Σε παρακαλώ, μη συνεχίζεις. Με στενοχωρείς»
«- Κι εσύ, εμένα. Δεν θέλω να το πάρουμε πια, αλλά θέλω να μου πεις γιατί!»
«- ...»
«- Σου μιλάω, μπαμπά...»
«- Κι εγώ σε ακούω»
«- Όχι. Δεν με ακούς. Το μυαλό σου είναι αλλού».
Σε κάποια άλλη διάσταση, με διαφορά φάσης, ο φορτωμένος πάνω στο καρότσι μπόμπιρας, θα έσκουζε λίγο ακόμη και το ζήτημα θα ήταν λήξαν εκεί, μπροστά στο ράφι με τα πλαστικά παιχνίδια των 2,90 ευρώ.
Προχθές, ο ακατανόητα ώριμος «σπόρος» είχε ανοίξει κουβέντα, ήθελε εξηγήσεις, ζόριζε τον ψαρομάλλη, χωρίς κλάματα και τσιρίδες, για ακόμη μια σακούλα τσουρεκάκια.
Παρά μέρα.
Στο ταμείο, ουρά και εκνευρισμός και αλλαγές άδειων μπουκαλιών μπύρας και τέλειωσε η ταινία των αποδείξεων (σιγά το πρωτότυπο) και κάποια στιγμή... ΕΔΕ.
«- Αυτά έχετε μόνο;»
«- Ναι».
Είναι ταλαιπωρημένη, πολύ. Από πάνω της κρέμεται μια μικρή της αγκαλιάς, με αλογο-ουρά , μια καταγδαρμένη τσάντα, αυτά.
«- Ανοίξτε την τσάντα, σας παρακαλώ».
Στην έξοδο περιμένει ήδη ένας βαριεστημένος ένστολος και ένας σεκιουριτάς με βρώμικα παπούτσια. Κάνει ζέστη, η ουρά στο ταμείο μακραίνει, τα μάγουλα όλων παίρνουν χρώμα. Όχι από τη θερμοκρασία. Είναι αυτές οι περίεργες στιγμές της αυθόρμητης ντροπής που ενώνουν.
«- Δεν έχει τίποτα η τσάντα. Σας παρακαλώ...»
Επικρατεί πανικός, από την τσάντα ξεπροβάλλουν ένα μπουκάλι γάλα, ένα μικρό ψωμάκι, ένα γάλα μωρού σκόνη. Η ταμίας είναι περήφανη για την πράξη της, αλλά υπολογίζει χωρίς το crowd mentality.
«- Πόσο κάνει, ρε κοπέλα, να τα πληρώσουμε εμείς! Μην τα κάνεις αυτά! Είναι από εδώ από τη γειτονιά, έχει άντρα άνεργο και δύο μωρά! Μη, ρε κορίτσι, ντροπή!».
Οι συνταξιούχοι δεν παλεύονται, όταν «πέσουν» σε τέτοια σκηνικά. Κατάρες, επικλήσεις στα θεία, η «κλέφτρα» οδηγείται έξω, η ταμίας, επίσης, εγκαταλείπει το πόστο μουδιασμένη, αλλά... ήσυχη με τη συνείδηση της. Τη θέση της, στην άβολη αφ’ υψηλού καρέκλα παίρνει άλλη, πιο υπομονετική, πιο γελαστή, πιο γήινη. Άλλη μια μέρα είναι, θα περάσει.
Μέρα.
«- Ποιό να ‘ναι το πιο ακριβό πράγμα εδώ μέσα;». Μιλάει μόνη της, περιφέρεται εδώ και ώρα ασκόπως στα ράφια με τις κολώνιες και τα ξυριστικά, δεν κρατάει καλάθι, «δεν στέκει», ψιθυρίζει μια θεοσεβούμενη από πίσω που μιλάει φωναχτά για το τάμα της στον Άγιο Νεκτάριο.
«- Το πιο ακριβό πράγμα εδώ μέσα είναι μια φέτα ροκφόρ Σοσιετέ...», συνεχίζει να εξηγεί στον εαυτό της, σα να μην τα ‘χει τόσο χαμένα, τελικά. Όχι περισσότερο από τους δύο νταγλαράδες που τη βγάζουν σχεδόν σηκωτή έξω με ένα πακέτο μπισκοτάκια και ένα χυμό στο χέρι. Τη ρωτάνε, αν έχει να τα πληρώσει. Τους κοιτάει. Μόνο. Η καλοσύνη των ξένων βρήκε ξέρα.
Παρά μέρα.
Ένα γιαούρτι. Μπιπ. 0,98 ευρώ.
Ένα βούτυρο πλακέ. Μπιπ. 0,85.
Ένα ψωμί του τοστ – γίγας. Μπιπ, 2,70.
Ξυραφάκια. Μπιπ. 2,35.
Σαμπουάν. Μπιπ. 3,93.
«- Μισό λεπτό. Μην το χτυπάτε. Έγινε λάθος!»
«- Τί λάθος;»
«- Βγαίνει 10,81 ευρώ. Πρέπει να βγουν 10 ευρώ ακριβώς!»
«- Εντάξει, δεν έγινε τίποτα»
«-...».
Της αφήνει μια καραμελίτσα λεμόνι στο ταμείο. «Την άλλη φορά», της λέει. Πότε άλλοτε θα ένιωθε υποχρεωμένος να αφήσει έστω και έναν κόκκο ζάχαρης για 81 λεπτά χαρισμένα, ίσως όσα τα χρόνια του;
...Και κάθε μέρα, «προωθήσεις» για εκείνο το τυράκι, για τα σπανακοπιτάκια με τα λίγα λιπαρά, για το κάτι παραπάνω, που βάζει σε αναμέτρηση με το «θηρίο» του ταμείου και το θηρίο - εσένα.
Δεν ήταν καλύτερα παλιά. Ίσως να μην ήταν και χειρότερα. Απλώς τώρα είναι αλλιώς και φαίνεται.
σχόλια