Το όνειρο ήταν σαφές: είχε δει το φεγγάρι να πέφτει -πράγμα όχι πολύ καλό για το σύμπαν-, την πολυκατοικία της να καταρρέει και τον εαυτό της να προλαβαίνει να πηδήξει απ’ το μπαλκόνι και να προσγειώνεται στην οροφή ενός κατακίτρινου τρόλεϊ. Η πραγματικότητα, όμως, δεν της έκανε τη χάρη.
Ένα χρόνο τώρα, κατά πως τα ‘λεγε ο ονειροκρίτης, η πτώση ήταν πτώση. Με αξιολογική σειρά, είχε μείνει χωρίς δουλειά, χώρισε, εγκατέλειψε το σπίτι με θέα τη θάλασσα και επέστρεψε νικημένη και φταίχτρα, μετά από 15 χρόνια, στο αποπνιχτικό διαμέρισμα της μάνας.
Για καιρό πολύ, το κατακίτρινο τρόλεϊ, ο «σωτήρας» -κατά τον ονειροκρίτη- που στην πλάτη του προσγειώθηκε με ανακούφιση στο όνειρο της, λίγο πριν την πρόσκρουση και την κυριολεκτική συντριβή, της είχε γίνει έμμονη ιδέα.
Tο αντιπαθητικό τριζάτο όχημα με τις κεραίες δεν έλεγε να εμφανιστεί. Σωτηρία στις μικρές αγγελίες καμιά. Με τα βιογραφικά να φεύγουν το ένα μετά το άλλο από το e-mail της, προς άγνωστους παραλήπτες που ποτέ δεν απαντούσαν ή αν το έκαναν, ήταν για να αρνηθούν.
Πέρσι τέτοια εποχή, θα άδειαζε τη λαθρεπιβάτισσα άμμο από τα πρώτα μπάνια, θα σιδέρωνε από την προηγούμενη τα ρούχα για τη δουλειά και το πρωί θα τσακωνόταν μαζί του για την τελευταία μερίδα γάλα στον καφέ τους. Απόψε, θα έβλεπε μόνη, την πρώτη πανσέληνο του μήνα.
Όποιο νέο πρόσωπο έμπαινε στη ζωή της, όποια νέα συνήθεια μπορούσε να τη βγάλει από την αναμέτρηση με το ρολόι, που σε μέρες ανεργίας πολλαπλασιάζει τις ώρες και τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα της μέρας επί 10, τη βάφτιζε «τρόλεϊ».
Αλλά το αντιπαθητικό τριζάτο όχημα με τις κεραίες δεν έλεγε να εμφανιστεί. Σωτηρία στις μικρές αγγελίες καμιά. Με τα βιογραφικά να φεύγουν το ένα μετά το άλλο από το e-mail της, προς άγνωστους παραλήπτες που ποτέ δεν απαντούσαν ή αν το έκαναν, ήταν για να αρνηθούν. Με τους μήνες να περνάνε κοροϊδευτικά, αδιαφορώντας για την αφόρητη ησυχία, που με τσαμπουκά είχε εισβάλλει στη ζωή της και κάθε μέρα στρογγυλοκαθόταν όλο και πιο βαριά πάνω στο στήθος και την υπομονή της.
Στην αρχή, προσερχόταν ανά δίμηνο στον ΟΑΕΔ της περιοχής της, αεράτη, βαμμένη και περιποιημένη, για την ανανέωση της κάρτας ανεργίας. Αν έβρισκε κάθισμα, καθόταν με την πλάτη στητή, ξεφυλλίζοντας κάποιο βιβλίο ή περιοδικό που είχε φροντίσει να ρίξει στην τσάντα, σε περίπτωση που η αναμονή ξεπερνούσε το δίωρο και η ουρά έφτανε μέχρι την Καλλιρόης.
Φρόντιζε να μη δείχνει προσιτή, δεν ήθελε κουβέντες και γνωριμίες, υπέτασσε με κόπο τις γκριμάτσες δυσφορίας που παλιότερα, πανεύκολα της ξέφευγαν, όταν ερχόταν αντιμέτωπη με την απλυσιά, τις φωνές, το τσουβάλιασμα.
Προσπαθούσε να πείσει και να πειστεί ότι αυτή ήταν μια κατάσταση εντελώς προσωρινή, κάτι έκτακτο που θα διαρκούσε λίγο, να, τόσο δα.
Όμως, κάθε φορά έβγαινε από εκεί λίγο πιο χλωμή, λίγο πιο αναμαλλιασμένη, λίγο πιο λίγη. Η διαδρομή πάντα ίδια: τραμ, Σύνταγμα για εφημερίδες και τσιγάρα, ένα μικρό καφεδάκι στο χέρι και λίγος αέρας να φρεσκάρει τα φουντωμένα αυτιά και τα ακίνητα χέρια της από την αρρώστια του αναγκαστικού καθισιού. Και μετά σπίτι. Πάλι σπίτι. Το ίδιο σπίτι με το πνιγηρό σαλόνι, με τα μπλε τριαντάφυλλα στις βαριές κουρτίνες, με την απόγνωση να παριστάνει τον Κασπάρωφ που νικάει πάντα σε σιμουλτανέ όλες τις πιθανότητες να σωθεί.
Κι ύστερα ήταν κι η μάνα. Που με ντροπή την αντίκριζε κάθε πρωί να σιδερώνει, να μαγειρεύει και να την κοιτάει με αγωνία, όπως κοιτούν οι νοσοκόμες τον ετοιμόρροπο ασθενή τους. Από τα ψιλά της σύνταξης κάθε μήνα, της έβαζε δίευρα και πενηντάλεπτα σε ένα τσίγκινο κουτί με ζωγραφισμένα κουμπιά πάνω στο καπάκι του. Για τα τσιγάρα της και για να πηγαίνει καμιά βόλτα.
Πέρσι τέτοια εποχή, θα άδειαζε τη λαθρεπιβάτισσα άμμο από τα πρώτα μπάνια, θα σιδέρωνε από την προηγούμενη τα ρούχα για τη δουλειά και το πρωί θα τσακωνόταν μαζί του για την τελευταία μερίδα γάλα στον καφέ τους. Απόψε, θα έβλεπε μόνη, την πρώτη πανσέληνο του μήνα.
«Βγες λίγο έξω, βγες να δεις κόσμο, μην κάθεσαι μέσα μαζί μου και που κάθεσαι, τί γίνεται;». Κάθε μέρα τα ίδια παράπονα, τα ίδια γλυκόλογα, οι ίδιες ικεσίες. Μα, και πού να πήγαινε; Το πρώτο εξάμηνο κόπηκαν ευγενώς τα πολλά «μπες – βγες», το δεύτερο, μαχαίρι κόπηκαν και τα τηλέφωνα. Κάποιος που μιλάει με τους τέσσερις τοίχους όλη μέρα, λίγα έχει να πει.
Την περίμενε, όμως, την έκπληξη. Μια μικρή χαραμάδα ήθελε για να χωθεί μέσα και να μπει ξανά στο παιχνίδι. Μια μικρή ανατροπή ζητούσε και ήξερε τι να την κάνει. Ένα «τσακ» που θα ηλέκτριζε το πλαδαρό σπίτι και θα της έδινε πίσω τη χαμένη της αξιοπρέπεια. Μα τί διάολο; Τόσα χρόνια δουλειάς, τόση εμπειρία και επιτυχίες, τόσες γνωριμίες, θα χτύπαγε κάποια στιγμή το τηλέφωνο, δεν μπορεί!
Και περιμένοντας, έγινε παρατηρητής. Πρώτα αδυνάτισε. Πολύ. Ασκητικά σχεδόν. Και μετά αφέθηκε. Την βαριά πόρτα του ΟΑΕΔ την περνούσε πια ξεχτένιστη, φορώντας ό,τι έβρισκε μπροστά της, το καθορισμένο – για την ανανέωση της κάρτας – πρωί. Και πάλι δεν μπορούσε τα πολλά λόγια, τις ανούσιες κουβέντες με αγνώστους στην ουρά, όμως τώρα δεν διαμαρτυρόταν, δεν δυσφορούσε. Ούτε από μέσα της. Δεν έπαιρνε πια τίποτα να διαβάσει, όση ώρα κι αν χρειαζόταν να περιμένει. Με κόπο απερίγραπτο σήκωνε πλέον το χέρι για να γυρίσει σελίδα στη μέρα της, ανόρεχτα, ανέμπνευστα, μηχανικά.
Στο σπίτι γύριζε πια από άλλο δρόμο, περπατώντας ώρα και περνώντας από στενά μικρά, απ’ την πίσω μεριά της πόλης, εκεί που σε κάποιους ακάλυπτους, αυτοσχέδιους κήπους, το χώμα μύριζε ακόμη παλιά πόλη, νοιαχτική, χαδιάρα και χορτασμένη.
Και το μπροστινό μπαλκόνι, αυτό που είχε επαφή με τους γείτονες, δεν την είδε όλη την άνοιξη. Έπαιρνε την καρέκλα της και πήγαινε πίσω, εκεί που είχε μόνο μπουγάδες και μισοκατεστραμμένες χελιδονοφωλιές. Μια γειτόνισσα, καλόψυχη και γαλαντόμα, φέτος το Μάιο, άρπαξε ένα σκουπόξυλο και «μάδησε» όσες μπορούσε, γιατί, λέει, της λερώναν τ’ απλωμένα. Πίσω ξέμεινε μόνο ένα μικρό χελιδόνι που για μέρες προσπαθούσε να βρει κάτι που να μοιάζει με φωλιά, για να μείνει. Το παρατηρούσε με τις ώρες, μέχρι να σουρουπώσει τόσο που δεν ξεχώριζε πλέον, αν κοιτούσε τη δική της ζωή ή τη δική του.
Ξημέρωνε 1η Ιουνίου. Πέρσι τέτοια εποχή, θα άδειαζε τη λαθρεπιβάτισσα άμμο από τα πρώτα μπάνια, θα σιδέρωνε από την προηγούμενη τα ρούχα για τη δουλειά και το πρωί θα τσακωνόταν μαζί του για την τελευταία μερίδα γάλα στον καφέ τους. Απόψε, θα έβλεπε μόνη, την πρώτη πανσέληνο του μήνα. Πέρσι, κρυφά ευχόταν στο όνομα της, στο όνομα ενός φωτεινού δίσκου που μετράει τα βραδινά βήματα του κόσμου, για όλα. Για τα πάντα. Πιο πολλά, πιο έντονα, πιο πλούσια. Φέτος, θα την κοιτάξει και θα ευχηθεί για ένα μικρό «κάτι», ένα οτιδήποτε, ένα τρόλεϊ κάτω από το μπαλκόνι της, την ώρα της πτώσης. Κι ας είναι και αργοπορημένο.
- Το κείμενο γράφτηκε πριν από χρόνια, τότε που τα τρόλεϊ ήταν ακόμα τριζάτα και κατακίτρινα. Γράφτηκε για μια άλλη γυναίκα. Τώρα είναι αφιερωμένο σε άλλη. Σε μια φίλη που ψάχνει κίνητρο. Και δεν είναι μόνη. Και θα το βρει.
σχόλια