Nails του Andrey Iskanov, 2003, Ρωσία, 60’
Η 6η Δεκέμβρη 2008, όπως και να το πάρω, ήταν μια καταραμένη ημερομηνία. Δε χρειάζεται να αναφερθώ στα περιστατικά εκείνης της ημέρας, και αν χρειαστεί, πάει να πει ότι πρέπει ν’ αρχίσω να χάνω με πιο ραγδαίους ρυθμούς την πίστη μου στην ανθρωπότητα. Αυτή την ταινία πάντα τη θυμάμαι συνειρμικά, καθώς λίγες ώρες πριν είχα ροβολήσει στο Gagarin 205, που στέγαζε το Screaming Athens Horror Film Festival.
Δεν πολυήξερα τι επρόκειτο να δω. Ο θεσμός από μόνος του ήταν αρκετός ώστε να κουβαληθώ στη Λιοσίων. Μέχρι εκείνη την προβολή η επαφή μου με το ρωσικό κινηματογράφο περιοριζόταν στα κλασικά, θεμελιακά έργα του Eisenstein και του Pudovkin. Οι εικόνες που ακολούθησαν μου προκάλεσαν μια περίεργη μίξη συναισθημάτων, εκφραζόμουν είτε με νευρικά γέλια, είτε με ανασήκωμα του φρυδιού και ξύσιμο του πηγουνιού ή ακόμα και ένα ολοκληρωτικά ανέκφραστο πρόσωπο.
Το κυρίως πιάτο: ένας εκτελεστής βασανίζεται από το παρελθόν του, το οποίο δείχνει να έχει κάτσει για τα καλά στους ώμους του. Ψάχνει, όπως όλοι μας, να βρει λύτρωση από τα φαντάσματα του παρελθόντος του. Αλλά όταν είσαι εκτελεστής ο αριθμός των φαντασμάτων πληθαίνει αισθητά. Οι παραισθήσεις ξεκινούν, με τον πρωταγωνιστή να αρχίζει να ακούει τις φωνές των θυμάτων του κάνοντας την καθημερινότητά του αφόρητη. Για να αδειάσεις όμως ένα καλά κλεισμένο μπαλόνι απ’ τον αέρα πρέπει να το τρυπήσεις. Και έτσι ακριβώς βλέπει τον εγκέφαλό του ο πρωταγωνιστής. Οπότε ως «νάρκη του άλγους δοκιμή» βυθίζει καρφιά (ο τίτλος δεν είναι αφηρημένη έννοια) στο κρανίο του.
Παρανοϊκό, γκροτέσκο, βγαλμένο όχι από επιστημονική φαντασία, αλλά από την ψυχρή καθημερινότητα. Μια ελεύθερη κατάδυση στα άδυτα του νου και των σκέψεων που κάνουν κατηγορηματική κατάληψη σπάζοντας, ενίοτε και κανένα παράθυρο του για να τρομάζουν τους απ’ έξω. Ο Iskanov δεν μας προσκάλεσε σε ένα φεστιβάλ αναγούλας, αλλά στον αντικατοπτρισμό των δαιμόνων μας, ενισχυμένων και διαστρεβλωμένων. Πολλές από τις σκηνές μετά την εισχώρηση τον μεταλλικών καρφιών στη φαιά ουσία του εκτελεστή προκαλούν τα νεύρα μας και σφυροκοπάνε τη λογική μας. Ο σουρεαλισμός του δεν είναι ο αστείος και ευχάριστος, όπως μας είχε καλομάθει ο Buñuel στην «Διακριτική Γοητεία της Μπουρζουαζίας», αλλά εφιαλτικός. Δημιουργεί το στοιχειό που θα μας πιάσει από το λαιμό και θα μας κοιτάει χαιρέκακα τα βράδια, ενώ κοιμόμαστε.
Η κατά κόρον ασπρόμαυρη (στις αρχικές sequences τουλάχιστον) προοπτική της ταινίας, ενίοτε ενισχυμένη με θολά χρώματα, αταίριαστα στο πλαίσιο που χρησιμοποιούνται (πράσινο υγρό κυλάει από μια κονσέρβα με φρέσκα δάχτυλα), κατεβάζει τους βαθμούς κελσίου της άνεσης του ακροατή, ενώ ταυτόχρονα δίνει και μια αίσθηση κλασικής ταινίας, κάνοντας μας να φτάσουμε στον κολοφώνα της νευρικότητας, αν σκεφτούμε «αν ήταν έτσι οι κλασσικές ταινίες της ασπρόμαυρης εποχής, τότε τι θα γινόταν σήμερα?»
60 λεπτά δεν είναι πολλά, αν ήταν μεγαλύτερη η ταινία ίσως να μην επιβίωνε κανένας επίδοξος σινεφίλ που θα πήγαινε να εξερευνήσει τα άγνωστα γι’ αυτόν χώματά της. Η λογική του σφηνακιού (για μεγάλου μήκους ταινία είναι αρκετά σύντομη) δρα τέλεια στο μήνυμα, δεν παρατραβιέται, ούτε κουράζει. Μένει εκεί που πρέπει, στην κάθοδο στην παράνοια, εκεί που πολλοί πήγαν και λίγοι γύρισαν πίσω. Και εδώ μην περιμένετε να τη βρείτε σε κάποιο videoclub, σε ελληνική, τουλάχιστον, έκδοση.