Video Nasties- A Sick Story#1
Anthropophagus του Joe D’ Amato, 1980, Ιταλία, 90’
Επέστρεψα. Τι να κάνω? Τελειόφοιτος είμαι, οι εργασίες πέφτουν βροχή και ο χρόνος που μου απομένει για να αφιερωθώ στο γράφειν ελάχιστος. Μηνύστε με ελεύθερα.
Πριν ξεκινήσω, να τονίσω εκ των προτέρων, ότι η παρούσα δεκάδα άρθρων θα είναι ένα αφιέρωμα αηδιαστικό, για αυτούς που δεν κάνουν εμετό στη θέα εντοσθίων και δεν έχουν κανένα πρόβλημα με το αν είναι κακογυρισμένη ή όχι η ταινία που βλέπουν, αρκεί να τους δίνει τις πορφυρές απολαύσεις που ζητάνε από αυτή. Όσοι θέλετε επίσης απλά να διαβάσετε τα άρθρα μου χωρίς να αποσκοπείτε στην προβολή των ταινιών που θα προτείνω είστε κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτοι, μην πω και ότι θα χαρώ να διαβάσετε τα όσα έχω να σας πω. Οι υπόλοιποι κλείστε την πόρτα φεύγοντας, κάνει ρεύμα και έχει χαλάσει το καλοριφέρ, τα λέμε σε 10 posts.
Video Nasties: Οι 72 ταινίες που μέχρι πρότινος ήταν απαγορευμένες στη Βρετανία (εκτός από 10 που συνεχίζουν) από τη δεκαετία του 80, λόγω του ακραίου τους περιεχομένου. Με σημερινά δεδομένα, φαίνονται τουλάχιστον ως κάτω του μετρίου (εκτός από 2-3 λαμπρές εξαιρέσεις) ως προς την ποιότητά τους, αλλά τότε ήταν κάτι το εντελώς πρωτόλειο και εγγυόταν άγρυπνες νύχτες στο υποψήφιο κοινό. Ήδη έχω αναφερθεί σε μια από αυτές, συνεχίζω λοιπόν. Δεν επέλεξα αυτές τις ταινίες με βάση το πόσο δημοφιλείς είναι, αλλά για να καλύψω τα περιεχόμενα που απαρτίζουν τα 72 αυτά εμετικά δημιουργήματα. Άμα θέλετε και παραπάνω λεπτομέρειες για το φαινόμενό τους, το ντοκιμαντέρ Video Nasties: Moral Panic, Censorship & Videotapes είναι κάτι παραπάνω από πλήρες. Για μαζευτείτε λοιπόν, έχουμε δρόμο μπροστά μας.
Πρώτη επιλογή, το Anthropophagus του Joe D’ Amato. Αν και το όνομά του είναι γνωστό από τις πιο… «ροζ» δημιουργίες του, δεν δίστασε να δημιουργήσει και πιο «κόκκινα» καλούδια για το φιλαίματο κοινό. Και αυτή η ταινία είναι η πρώτη και χαρακτηριστικότερη αυτών των επιχειρημάτων του. Σε επαφή ήρθα μαζί της το 2005, όπου και 2 φίλες μου μίλαγαν για αυτή και πιο συγκεκριμένα για μια σκηνή γαστριμαργικής φύσεως που περιλαμβάνεται σε αυτή. Τελικά την είδα κάποια χρόνια μετά, και δεν με σόκαρε όσο περίμενα. Συλλογιζόμενος τον τόπο και τον χρόνο των γυρισμάτων, εκτίμησα βαθύτατα το εγχείρημα του D’ Amato.
Η ταινία διαδραματίζεται σ’ ένα ελληνικό νησί. Ξεκινάει με ένα ζευγάρι τουριστών να κάνουν περαντζάδα σε αυτό για να καταλήξουν στην παραλία, με τον άντρα να ξαπλώνει στη πλαγιά και να βάζει τα ακουστικά του για να ταξιδέψει με νότες και την γυναίκα να βουτάει. Και όλοι ξέρουμε πως συνήθως αν αυτά συμβαίνουν σε μια ταινία με τίτλο Anthropophagus, αίσιο τέλος δεν θα υπάρξει. Και όντως, το ζευγάρι σφαγιάζεται ταχύτατα από έναν φονιά του οποίου το πρόσωπο θα αποκαλυφθεί αργότερα στην ταινία. Επόμενη σκηνή: μια ομάδα τουριστών καταφθάνει στον ίδιο χώρο, ο οποίος, όμως δείχνει ολοκληρωτικά έρημος. Κάτι δεν πάει καλά εδώ… και κάποιος δείχνει να παρακολουθεί την κάθε τους κίνηση…
Για αρχή, να υπενθυμίσω, ερμηνείες πειστικές και βαθυστόχαστο περιεχόμενο δεν θα βρούμε σε αυτές τις ταινίες. Εκτός ίσως… καλά, αφήστε το γι’ αργότερα. Οπότε βλέπουμε τους ηθοποιούς σε μάλλον άγαρμπες αλλά φιλότιμες ερμηνείες ανθρώπων που δεν είναι ιδιαίτερα προετοιμασμένοι για το ό, τι πρόκειται να ακολουθήσει. Τα εφέ είναι επίσης κάτω του μετρίου αλλά πραγματικά, αν κάποιος θέλει να δει μια τέτοια ταινία δε νομίζω να νοιάζεται ιδιαίτερα για το πόσο καλαίσθητη είναι, προηγείται η απεικόνιση της λήξης της ζωής των πρωταγωνιστών με όσο πιο βάρβαρους τρόπους γίνεται, αυτό ζητείται από μια τέτοια ταινία. Και ομολογουμένως, τους έχει. Τους έχει και με το παραπάνω. Αυτές είναι οι απαιτήσεις μου από τέτοιες ταινίες και μου τις εκπλήρωσε γενναιόδωρα.
Σε αυτή την ταινία ο θεατής θα βιώσει την αγωνία της επιβίωσης από έναν μαινόμενο δολοφόνο, που δείχνει να μην έχει δισταγμό ή λογική και να ενδιαφέρεται μόνο για τα ουρλιαχτά που θα προκαλέσει στα θύματά του. Ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφείται το τοπίο και οι ολοσκότεινες εσωτερικές νυχτερινές λήψεις βοηθάνε στο να χτιστεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα και να συμμεριστούμε το φόβο της άτυχης ομάδας. Η μουσική που χρησιμοποιείται, επίσης, με τον μυστηριώδη τόνο της, ξυπνάει το αίσθημα της αγωνίας στο μέτρο του δυνατού, φτιάχνοντας μια αξιοπρεπέστατη ταινία που κατακτάει εύκολα όποιον ανατριχιάζει ευχάριστα στο άκουσμα της λέξης «σπλάττερ».
Αν σας κάλυψε η περιγραφή μου και θεωρείτε ευχάριστη την ιδέα της προβολής της, προχωρήστε άφοβα. Μιλάμε για μια ταινία απαραίτητη για όποιον θέλει να λέγεται λάτρης του splatter, πολλώ δε των ιταλικών παραγωγών της δεκαετίας του 80. Ωστόσο, πρέπει να προειδοποιήσω πως περιέχει δύο σκηνές δυσάρεστες, που ενδέχεται να σας φέρουν σε κατάσταση αναγούλας. Όπως και να έχει, οπαδοί των λίτρων ψεύτικου αίματος, η ταινία αυτή υπόσχεται την ικανοποίησή σας..
σχόλια