Κάτι δικά μου φιλαράκια, ο Γιώργος και ο Αντώνης, κανόνισαν για ταβέρνα Πέμπτη βράδυ, προκειμένου να γιορτάσουν το δύσκολο μάθημα που πέρασαν στη σχολή τους. Είχαν ιδρώσει μεν αλλά το πεντάρι το πήρανε με την αξία τους. Καθηγητής τους ήταν κάποιος περίεργος. Στα γραπτά που διόρθωνε, πέρα από το βαθμό, έβαζε διάφορα σημαδάκια, ανάλογα με την κατηγορία του λάθους. Ό,τι βαθμό κι αν είχες κοβόσουν και ξαναέδινες στην επόμενη εξεταστική αυτό που υποδείκνυε το σημαδάκι. Για παράδειγμα, αν είχες 7 (+) κοβόσουν στη γραμματική. Αν είχες 7 (-) πάλι κοβόσουν, αλλά στο συντακτικό. Επιπλέον, το (χ) ήταν λάθος γραμματικής και το (€) λάθος ποσό για να σε περάσει ο καθηγητής στο μάθημα. Την κόρη του την είχε κόψει πέντε φορές, επειδή το ουσιαστικό «πατήρ» το έκλινε όπως το «μαλάκας». Ο Γιώργος κι ο Αντώνης καταφέρανε και περάσανε το μάθημα, επειδή είχαν πληρώσει δύο βιζιτούδες να του κάνουν επίσκεψη – ενώ ο καθηγητής ήταν απασχολημένος με τη μία, η άλλη κρυφά του διόρθωνε τα γραπτά με επιείκεια.
Τα παιδιά δεν είχαν και πολλά λεφτά εκείνο το βράδυ, γι’ αυτό και ζήτησαν από τον ταβερνιάρη ό,τι πιο φτηνό διέθετε το μαγαζί. Το κρασί, απ’ ό,τι μου είπανε, θύμιζε στη γεύση άφτερ-σέιβ, όμως το υπομείνανε. Όσον αφορά τα λουκάνικα, νόμιζαν ότι τα κατάπιαν μονομιάς, όμως μετά από καμιά ώρα διαπίστωσαν ότι αυτά είχαν κολλήσει κάπου ανάμεσα στον ουρανίσκο και τους φρονιμίτες τους. Κατά τις 4 τα χαράματα από τη σούρα τους δεν αναγνώριζαν πλέον ο ένας τον άλλον. Αφού ξανασυστηθήκανε και βρήκαν κοινούς γνωστούς, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι έμεναν στην ίδια φοιτητική εστία, άρα μπορούσαν να πάρουν μαζί το δρόμο της επιστροφής.
Η επιστροφή αποδείχτηκε ιδιαίτερα οδυνηρή. Η ευθεία ενός χιλιομέτρου που είχαν να διανύσουν αποδείχτηκε μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδρομή. Η σήμανση ήταν ελλιπής, ενώ δεν βοηθούσε καθόλου η κακή ρυμοτομία της πόλης. Ο περιπτεράς που ρώτησαν τους έδειξε την ευθεία μέχρι τη φοιτητική εστία, όμως δεν ήταν αρκετά σαφής. Ύστερα από μία ώρα περπάτημα διαπίστωσαν ότι ήταν ακόμα μακριά, αφού η εστία βρισκόταν ακόμα 2 χιλιόμετρα πίσω τους.
Ήδη τα πρώτα προμηνύματα της αυγής ξεπρόβαλλαν δειλά ανάμεσα στα ανοιξιάτικα σύννεφα. Ο Γιώργος και ο Αντώνης, αφού ξανασυστήθηκαν μεταξύ τους και διαπίστωσαν χαρούμενοι ότι είχαν κοινούς γνωστούς, αποφάσισαν να ρωτήσουν για την εστία σε μία στάνη που συνάντησαν πάνω στο δρόμο. Ήδη άρχισαν να βλέπουν στο γκρίζο δρόμο αντικατοπτρισμούς με τυρόπιτες και πιάτα πατσά γεμάτα μπούκοβο. Μέσα στη στάνη τα προβατάκια είχαν αρχίσει σιγά σιγά να ξυπνούν για άλλη μια κοπιαστική μέρα γεμάτη μασούλημα και βέλασμα. Το γάλα που ήπιαν λαθραία από τις προβατίνες έκανε τους φίλους μου να συνέλθουν κάπως και να ντραπούν για την κατάντια τους. Δεν έπρεπε να τους δει κανείς σε αυτήν την κατάσταση, γι’ αυτό έκαναν αμέσως να φύγουν από το μικρό άνοιγμα της στάνης.
Ήδη όμως ήταν αργά. Ασυναίσθητα ο Αντώνης, πριν προλάβει να τον σταματήσει ο Γιώργος, άρχισε να μετράει τα πρόβατα. Ο Γιώργος προσπάθησε απεγνωσμένα να στρέψει τα μάτια του προς την οροφή της στάνης, να κλείσει τα αυτιά του, αλλά μάταια. Άρχισε κι αυτός παρά τη θέλησή του το μέτρημα το προβάτων τραβώντας σπαρακτικά τα μαλλιά του. Αποκοιμήθηκαν ακαριαία. Το πρωί οι βοσκοί τους βρήκαν και τους δύο να κοιμούνται γλυκά, ο Γιώργος στην ποτίστρα και ο Αντώνης στον κοιτώνα των προβατίνων χεσμένος από τον τράγο.
σχόλια