Υπήρξε εποχή που είχα αφήσει πολύ μακρύ το μαλλί μου, όμως η έλλειψη χρόνου με ανάγκαζε να το κρατάω άλουστο για μέρες και να ταλαιπωρούμαι για ώρες το πρωί στο μπάνιο μέχρι να ξεμπλέξω τις τρίχες. Αποτέλεσμα ήταν να σπάω κάθε φορά κι από μία βούρτσα εξαιτίας διαφόρων πραγμάτων που είχαν μπλεχτεί μέσα στα μαλλιά μου, όπως για παράδειγμα τσιμπιδάκια, ψαλιδάκια καθώς και μια τρόμπα ποδηλάτου. Τελικά αποφάσισα να τα κουρέψω, μόλις άρχισαν να μου γαργαλάνε τον πισινό.
Το επόμενο βήμα ήταν να βρω έναν καλό και φτηνό μπαρμπέρη, μια και οι τιμές στα κομμωτήρια δεν ταίριαζαν στη δική μου τσέπη. Κάποιος φίλος μου πρότεινε μια καλή περίπτωση κουρέα, αλλά μου συνέστησε να είμαι προσεκτικός, γιατί βαριάκουε. Το μαγαζί του βρισκόταν μέσα σε μια οικοδομή. Απ’ έξω υπήρχε η ταμπέλα «Το κουρείον των φίλων», χωρίς όμως να ενημερώνει σε ποιον όροφο βρισκόταν. Μπαίνοντας στην οικοδομή συνάντησα συμπτωματικά τον μπαμπά του βαρήκοου κουρέα. Τον ρώτησα τρεις φορές για το κουρείο του γιου του κι εκείνος με έστειλε στον 4ο όροφο δεξιά. Τα υπόλοιπα διαδραματίστηκαν με κινηματογραφική ταχύτητα:
α) βρέθηκα σε μια επίδειξη για στράπλες
β) ενθουσιάστηκα από την επίδειξη για στράπλες
γ) μπήκα στα καμαρίνια της επίδειξης για στράπλες
δ) πετάχτηκα με τις κλωτσιές από την επίδειξη για στράπλες
(δύο κοπέλες που είχαν μπλεχτεί στα μαλλιά μου ξαναμπήκαν μέσα)
Όταν τελικά εντόπισα το κουρείο και μπήκα μέσα, δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Κάθισα στην καρέκλα και είπα δυνατά του κουρέα να μου αφήσει τα μαλλιά στους 3-4 πόντους. Εκείνος μου έβγαλε τα παπούτσια κι άρχισε να μου περιποιείται τα νύχια των ποδιών. Του επανέλαβα το ίδιο κι εκείνος άλλαξε σταθμό στο ραδιόφωνο. Όταν του το φώναξα στο ακουστικό, άρχισε επιτέλους να με κουρεύει, μέχρι που με άφησε καραφλό.
Έτσι αναδείχτηκε η μύτη μου. Δεν έχω πλέον κανένα σύμπλεγμα με τη μύτη μου, αλλά συχνά το σχήμα της μου δημιουργεί κάποια προβλήματα. Μια φορά περίμενα στην εφορία και ένας αφηρημένος κύριος κρέμασε το παλτό του πάνω της. Τέτοια αμηχανία είχα να νιώσω από τότε που έπρεπε να παρηγορήσω ένα φίλο μου που είχε μεγάλη μύτη, πιο μεγάλη από τη δική μου και πιο απωθητική. Ήταν φυσικό να σε απωθεί μια τέτοια μύτη, γιατί αν πλησίαζες πολύ μπορεί να σου έβγαζε το μάτι.
Αποφάσισε, λοιπόν, να κάνει πλαστική εγχείριση. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ όμορφη γαλλική μύτη, αλλά αναδείχτηκε έτσι το μεγάλο του πηγούνι. Όταν έκανε κι άλλη πλαστική και μίκρυνε το πηγούνι του, αναδείχτηκαν τα μεγάλα του αυτιά. Έτσι αποφάσισε να γίνει φαροφύλακας σε ένα απόμερο νησάκι. Το νησάκι ήταν τόσο μικρό που μετά βίας χώρεσε το καινούριο ψυγείο του φαροφύλακα, γι’ αυτό και μετά από κάποιους μήνες ζήτησε να μετατεθεί αλλού. Λίγες μέρες αφότου έφυγε, ναυάγησε στο νησί ένα κρουαζιερόπλοιο με Σουηδέζες τουρίστριες. Αποτέλεσμα ήταν ο αντικαταστάτης του φαροφύλακας να πεθάνει μερικά χρόνια αργότερα από χρόνια στύση.
Ένα άλλο μου πρόβλημα είναι ότι η μύτη μου είναι σκούρα και κάνει κοντράστ με τα μαλλιά μου που όλο και ασπρίζουν. Έψαξα για βαφές μύτης αλλά δε βρήκα πολλά πράγματα εκτός από κάτι μπέικιν πάουντερ, αλλά εγώ προτιμώ τα ολικής αλέσεως. Η επόμενη λύση ήταν να βάψω τα μαλλιά μου στο φυσικό νεανικό τους χρώμα. Εδώ μια συμβουλή: προσέξτε σε ποιο ράφι θα βάλετε τα φακελάκια με τις βαφές μαλλιών. Λούστηκα δέκα φορές μέχρι να βγάλω τη σοκολάτα μους από τα μαλλιά μου. Επειδή το κεφάλι μου μύριζε σαν τούρτα, η Στέλλα θυμήθηκε τα γενέθλιά μου.
Οργάνωσα ένα ρομαντικό δείπνο για την περίσταση σε ένα ακριβό εστιατόριο. Η Στέλλα ήταν πανέμορφη· εμένα πάλι κάτι μου έλεγε ότι η βραδιά δεν θα έκλεινε καλά. Κάλεσα τους βιολιστές στο τραπέζι μας, αλλά έσπασε μια χορδή και μαστίγωσε τη μύτη της Στέλλας. Από το τραπέζι μας έτυχε επίσης να περνάει και μια παλιά μου φίλη αρκετά διαχυτική, που έκανε τη Στέλλα να ζηλέψει. Αν και ήμουν αρκετά διακριτικός από τη μεριά μου, η Στέλλα θύμωσε, μου πέταξε ένα «όλοι εσείς οι άντρες είστε ίδιοι» κι έφυγε κλαίγοντας.
Δε με άφησε μόνο η Στέλλα, με άφησε και η διαχυτική μου φίλη, με άφησε και το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή περνούσε με το δικό του ο παπα-Σωτήρης, ο Πνευματικός μου, και με πήγε στην εκκλησία του για την Αγρυπνία. Άλλος κόσμος δεν υπήρχε εκεί, ήμασταν μόνοι. Του είπα του παπα-Σωτήρη να κατεβεί από τον άμβωνα και να μου τα πει από κοντά. Εκείνος μου έψαλλε ένα τροπάριο του Δαυίδ κι εγώ του διηγήθηκα τι έγινε νωρίτερα με τη Στέλλα. Κάποια στιγμή περιέργως του ήρθε όρεξη να φάει σοκολάτα μους, πήραμε, λοιπόν, την παπαδιά μαζί μας και πήγαμε για πάστες σε ένα ζαχαροπλαστείο. Από ‘κει έτυχε να περνάει ο παλιός μου Πνευματικός, με αγκάλιασε εγκάρδια, εγώ ήμουν διακριτικός από τη μεριά μου αλλά ο παπα-Σωτήρης ζήλεψε, μου πέταξε ένα «όλοι εσείς οι πιστοί είστε ίδιοι» κι έφυγε κλαίγοντας.
σχόλια