«Κάτω από τον συννεφιασμένον ουρανόν ηκούσθησαν χθες στρατιωτικαί
σάλπιγγες. Έπειτα, από την οδόν Σταδίου, εθεάθησαν ανερχόμενοι
προς τα επάνω, με βαρύ, αρρενωπόν και ισόχρονον βήμα, η μία κατόπιν
της άλλης, πολυάριθμοι τετράδες ελληνικού στρατού. Εν δύο! Εν δύο!
»Επί τω θεάματι αυτής της ωραίας παρελάσεως, η οποία ενέπνεε δύναμιν
και πίστιν, ένας κύριος εστάθη στο πεζοδρόμιο και εκοίταζε. Έπειτα,
έβγαλε το μαντήλι του και το έφερεν εις τα βουρκωμένα μάτια.
– Κλαίτε;
– Γιατί να σας το κρύψω; Συγκινήθηκα.
»Την συζήτησιν παρηκολούθει μια γυναικούλα μεσόκοπη, η οποία
ίστατο παραπλεύρως. Έξαφνα παρενέβη.
– Αμ’ εγώ; Εμένα πετά η καρδιά μου που τους βλέπω.
»Με το ίδιο βλέμμα είδε χθες όλος ο κόσμος τους παρελαύνοντας.
Και ήτο τούτο σαν μια ανάστασις του ηθικού της πρωτευούσης,
η οποία ξαναβλέπει την ελληνική λεβεντιά, όπως όταν πήγαινε
προς το θρίαμβο ή εγύριζεν από την δόξα».
«Αμάλθεια», Μάρτιος 1923
σχόλια