Γράφαμε σε προηγούμενη ανάρτησή μας ότι από το 1862 και μετά, ήταν πολύ συνηθισμένο για τους κατοίκους της Παλιάς Αθήνας να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές. Η Πόλη άδειαζε για ένα τρίμηνο (αρχές Ιουνίου-τέλη Αυγούστου) κι έδινε την εντύπωση έρημου τοπίου. Ο κόσμος σκόρπιζε στις γύρω κοντινές περιοχές, κατά προτίμηση κοντά στη θάλασσα, νοικιάζοντας πρόχειρα ξύλινα παραπήγματα-παράγκες ή αν επέτρεπαν τα οικονομικά του, δωμάτια σε σπίτια αγροτών.
Ας δούμε όμως σήμερα με πόσες δυσκολίες ξεκίνησε το rooms to let στην καχύποπτη επαρχία. Βρισκόμαστε στο 1910. Το ρεπορτάζ είναι του «Φιλέα Φογγ» στην εφημερίδα «Καιροί».
«Αλλοίμονον, κύριοί μου, εις τον άνθρωπον ο οποίος ευρίσκεται εις την ανάγκην να σκεφθή να “κάμη εξοχήν”, όπως λέγεται με σοβαρότητα εις την νεωτέραν ελληνικήν γλώσσαν αυτή η απλουστάτη μετατόπισις, την οποίαν κάμνουν το καλοκαίρι οι άνθρωποι εις όλα τα μέρη του κόσμου.
»Διά να εξέλθη, λοιπόν, κανείς από τας Αθήνας και να διευθυνθή εις ένα από τα προάστεια της πρωτευούσης, εις ένα νησί ή εις μίαν οιανδήποτε εξοχήν, πρέπει να πωλήση πρώτον τα υπάρχοντά του και να δώση αυτά όχι τοις πτωχοίς κατά την ευαγγελικήν ρήσιν, αλλά τοις ιδιοκτήταις σπητιών... ή καλύτερα σταύλων και υπογείων.
»Αξιόλογος συμπολίτης μας, πηγαίνων και περνών σαν άνθρωπος κατ’ έτος το καλοκαίρι του εις την Ευρώπην, απεφάσισεν εφέτος να μείνη εις την Ελλάδα, ίσως διά λόγους πατριωτικούς, ίσως διά λόγους οικονομικούς, φανταζόμενος ο άνθρωπος ότι πάντοτε να μείνη κανείς εις ένα χωριό της Ελλάδος θα είνε κάπως φθηνότερο παρά να εκστρατεύση εις τα μακρυνά χωριά της Ελβετίας.
»Κατέβη, λοιπόν, εις το Φάληρον, επήγεν εις την Κηφισσάν και σκεφθείς ότι απ’ όλα αυτά κάπως οικονομικώτερα θα ημπορούσε να τα καταφέρη εις ένα ολιγώτερον ένδοξον μέρος, εξεστράτευσε προς ένα από τα μικρότερα αλλά και τα υγιεινότερα χωριουδάκια της Αττικής.
»Οι χωρικοί, όταν έμαθον τον σκοπόν της επισκέψεώς του, τον εδέχθησαν με την εξαιρετικήν συμπάθειαν, με την οποίαν υποδέχεται κανείς εις το σπήτι του τον δικαστικόν κλητήρα που έρχεται να του κάμη έξωσιν.
– Και γιατί έρχεσαι στο χωριό μας και δεν πας σε άλλο χωριό; τον ηρώτησαν.
– Γιατί... γιατί έτσι θέλω. Εμποδίζεται να έλθω στο χωριό σας και να μην πάω σε άλλο;
»Χωρικός προθυμότερος κάπως παρενέβη και εξήγησε εις τον ξένον τον λόγον της ερωτήσεως...
– Ξέρετε γιατί σας ρωτούμε; Να μην έχετε κανένα άρρωστον από κολλητική αρρώστεια...
– Όχι, αδελφέ, είπεν ο άνθρωπος. Δεν είνε κανείς μας άρρωστος. Όλοι είμαστε καλά, ίσια-ίσια ερχόμαστε εδώ για να μην αρρωστήση κανείς.
»Αφού εξομαλύνθη και αυτό το ζήτημα, έμενε το της ευρέσεως σπητιού. Οι χωρικοί δεν έδειχναν εξαιρετικήν προθυμίαν να δώσουν σπήτι εις τον Αθηναίον, ο οποίος επήγαινε να προσφέρη τα χρήματά του. Αλλά επί τέλους του έδειξαν ένα σπητάκι με δύο πατώματα, με τρία δωμάτια εις το επάνω πάτωμα και με ολίγην πρασινάδα γύρω.
– Αυτό θα πάρετε, του είπαν. Δεν υπάρχει άλλο.
- Καλά, αλλά θα το ιδώ μέσα.
– Τι το θέλεις να το ιδής. Άμα θα μπης, το βλέπεις.
»Επενέβη πάλιν ο υποχρεωτικός χωρικός.
– Ξέρετε τι τρέχει; Τώρα είνε απάνω ακάθαρτα. Θέλουνε να καθαρίσουνε πρώτα. Έννοια σας, όμως, είνε αρκετά καλό το απάνω. Ένα πράγμα μόνον να ζητήσετε• να βγάλη ο σπιτονοικοκύρης τα γουρούνια που έχει από κάτω, γιατί δεν θα μπορέσετε να σταθήτε!
– Να βγάλω τα γουρούνια; είπεν ο χωρικός όταν ήκουσε την αξίωσιν του ξένου. Και πού θα τα βάλω εγώ τα γουρούνια μου; Μήπως θέλεις τάχα να τους πιάσω κάμαρες στο ξενοδοχείο;
»Ο Αθηναίος είδεν ότι αδίκως εγένοντο αι συννενοήσεις, αλλ’ ηθέλησε να επιμείνη μέχρι τέλους.
– Και τι ζητάς γι’ αυτό το σπήτι; είπε. Θα μου το παραδώσης τον Ιούνιον και θα φύγω στις δεκαπέντε Σεπτεμβρίου.
»Ο χωρικός εσκέφθη ολίγον και έπειτα ως άνθρωπος που ξέρει καλά την δουλειά του, απήντησεν:
– Θα μου δώσης τετρακόσιες ακατέβατες!... Και για τα γουρούνια είμαστε σύμφωνοι, θα μείνουν!
»Ο Αθηναίος ευρίσκεται αυτήν την στιγμήν εις τον Πειραιά και συνεννοείται διά τα εισιτήριά του».
Πάρτε ένα ντους δροσιάς επισκεπτόμενοι την Παλιά Αθήνα.
σχόλια