«Σας έτυχε να συνοδέψετε μια κυρία-δική σας η ξένη-στα εμπορικά για ψώνια; Αν ναι, τότε θα με καταλάβετε καλλίτερα και προ παντός δεν θα θεωρήσετε υπερβολικές τις παρακάτω γραμμές. Αν όχι, τότε θα ήθελα να σας παρακαλέσω, πριν μου δώσετε κανένα χαρακτηρισμό και πριν αφήσετε ν' ανθήση στα χείλη σας κανένα ειρωνικό χαμόγελο, να φροντίσετε να συνοδέψετε μια κυρία , κι' αυτό γιατί είμαι απόλυτα βέβαιος πως ύστερα απ' αυτό θα μου δώσετε δίκιο κ' ίσως να υπερθεματίσετε κιόλας.
Ε! λοιπόν φίλοι μου θα ήταν προτιμότερο να υποβληθείτε σε οιονδήποτε βασανιστήριο παρά να συνοδέψετε μια γυναίκα στα μαγαζιά.
Και πρώτα-πρώτα μια κυρία που βγαίνει να ψωνίση, δεν ξέρει... τι θα ψωνίση. Βγαίνει γιατί πρέπει να βγη, βγαίνει από συνήθεια, βγαίνει για να συνοδέψη μια άλλη φιλενάδα της, βγαίνει για να σκοτώση την ώρα της χαζεύοντας μπρος στις βιτρίνες των καταστημάτων «γυναικείων νεωτερισμών», βγαίνει από επιθυμία ενός περιπάτου στα πεζοδρόμια της οδού Ερμού.
Το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα, οποιαδήποτε ώρα της μείνει ελεύθερη, η οδός Ερμού να είναι καλά, τα καταστήματα να βρίσκονται στην θέση τους, κι' όλα είναι εν τάξει. Θα βάλη το καπελλάκι της και δρόμο...
Θα περπατήση πρώτα απάνω, κάτω σε όλο το μήκος του πεζοδρομίου, δεξιού κι' αριστερού. Την πρώτη αυτή φορά δεν θα καλοκυττάξη τίποτε, ούτε θα σταματήση πουθενά. Όταν τελειώσει θα ξαναρχίση, μα την φορά αυτή, σιγά-σιγά σταματώντας μπρος σε κάθε βιτρίνα, κυττάζοντας, βλέποντας με τα φασαμέν, κάνοντας μέσα στο μικρούλικο μυαλό της χίλιους δυό υπολογισμούς.
Σε λίγο όταν θα τελειώση και η δεύτερη αυτή επιθεώρησι, θα μπορή να σας πη απ' έξω τι είδε, τι καινούργια μοντέλα έφεραν και ποιος τα έφερε, τι τιμές υπάρχουν και πόσα θα κόστιζε ενδεχομένως αυτή η εκείνη η τουαλέττα.
Μα δεν τελειώσαμε ακόμα.
Αν έχη να ψωνίση, έστω και λίγων δεκάδων δραχμών πράγμα, θα μπη σ' όλα τα καταστήματα, θα υποχρεώση τους υπαλλήλους να της τα δείξουν όλα, να της κατεβάσουν και το παραμικρότερο τόπι υφάσματος, να της μετρήσουν πόσο θα κοστίση, να της υπολογίσουν και, και, και, -για να τους πη στο τέλος ένα «Μερσί» συνοδευόμενο μ' ένα χαριτωμένο χαμόγελο, και να φύγη χωρίς να αγοράση τίποτε. Μα μην νομίσετε πως κι' αν δεν έχη να ψωνίση τίποτε δεν θα κάμη το ίδιο! Ίσα-ίσα, τότε είναι που οι υπάλληλοι θα τραβήξουν τα κακά της μοίρας των.
Δεν θα της αρέση τίποτε. Τίποτε δεν θα είναι εκείνο που θέλει-τι μπορεί άλλωστε να είναι αφού δεν θέλει τίποτε;- Όλα δεν θα είναι του γούστου της. Δεν θα της πηγαίνει το χρώμα ή θα βρίσκη την ποιότητα όχι καλή.
Κι' ο δυστυχισμένος υπάλληλος θα εξακολουθή ακατάπαυστα να κατεβάζη τόπια, ενώ δεν θα κατεβάζη ούτε για μια στιγμή τα μάτια του απ' την όμορφη κυρία η τη χαριτωμένη μαμζέλ.
Ίσως μάλιστα έρθει σε επικουρία του κι' ο καταστηματάρχης... Όσο πιο όμορφη είναι η κυρία τόσο πιο πολλοί θα σπεύσουν να εκφράσουν την γνώμη τους, το γούστο τους.
Να την υποχρεώσουν λέγοντάς της πως αυτό το χρώμα πάει στα μαλλιά ή στα μάτια της, ενώ το άλλο της χλομιάζει το πρόσωπο, πρόσωπο που για να έχη το ρόδινο χρώμα του, έχει ζητήση την ευγενικιά συνδρομή πολλών και διαφόρων κραγιονιών.
Κι' αρχίζουν τότε τα μαρτύρια. Η ελληνική γλώσσα καταργείται ολότελα και νομίζει κανένας πως βρίσκεται σε γαλλικό κατάστημα. Αραδιάζονται ονόματα, ονόματα άνευ αρχής και άνευ τέλους. Ζαλίζεται κανείς. Από παντού βλέπει να τον περιτριγυρίζουν στόματα, γλώσσες κι' ακούει –Θεέ μου- τι δεν ακούει.
Κρεπ ζωρζέτ, βελούρ εμπριμέ, κρεπ ντε σιν, κρεπ ντ' ατεν, κρεπ μαροκαίν και όλα τα κρεπ του κόσμου.
Μεταξωτά, μεταξωτά αιγυπτιακά, κινέζικα, φραντζέζικα. Αυτά εδώ έχουν στερεότητα, αλλά εκείνα εκεί γυαλίζουν περισσότερο.
Η κυρία βρίσκεται μπρος σε φριχτό δίλημμα. Τι να κάνη; Να προτιμήση τα πρώτα, θα είναι πιο στερεά, μα δεν θα λάμπουν. Να πάρη τα δεύτερα, θα λάμπη αλλά θα διατρέχη τον κίνδυνο σ' ένα μήνα, ή και πιο νωρίς ακόμα, να βρεθή χωρίς φόρεμα. Κ' ύστερα; Μήπως θάναι βέβαιη πως ο κύριος θα ξαναπληρώση την καινούρια τουαλέττα; Το μικρούλικο κεφαλάκι της ζαλίζεται. Κοκκινίζει, ξεροκαταπίνει, απ' τα μάτια της περνάνε με διαβολική ταχύτητα, όλες η σιλουέττες των φιλενάδων της. Της μιας η σιλουέττα λαμποκοπά, της άλλης όχι. Τι να κάνη; Τι να προτιμήση αυτή! Αχ! Γιατί να μην είναι κόρη του Ροκφέλλερ; Θάβλεπαν τότε η φιλινάδες της πως θα ντυνόταν αυτή. Θα της έδειχνε το γούστο της. Και το ονειροπόλημα εξακολουθεί μέσα σε χιλιάδες υφάσματα μεταξωτά, κρέπια, βελούδα...)
Μα ο υπάλληλος-τι πεζότης- έρχεται με την στεγνή φωνή του να την ταράξη. Κάποια άλλη πελάτισσα μπήκε στο κατάστημα και βιάζεται να τελειώση.
Ξαναρχίζει πάλι η προσφορά και η απαρίθμηση των υφασμάτων...
Η κυρία στέκει λίγο ακόμα αναποφάσιστη. Προς στιγμήν της έρχεται η όρεξις ν' αναβάλη την αγορά για την επομένην, έτσι θα της δοθή ο καιρός να καταλήξη σε μια απόφασι.
Μα ο έμπορος επιμένει, ο υπάλληλος εντείνει της προσπάθειές του για να σβήση και τους τελευταίους δισταγμούς. Αυτό δα έλειπε να κουραστή τόσο και να μη ψωνίση κι' όλας...
Και το στοματάκι της κυρίας προφέρει ένα μουρμουριστό «ναι» που δεν προφταίνει ν' ακουστή καλά-καλά, γιατί χάνεται μέσα στο θόρυβο του ψαλιδιού...
Το δράμα συνετελέσθη...
Και σεις, σεις που συνοδεύετε τυχόν την κυρία, στέκεσθε πλάι της, βουβός, χωρίς να τολμάτε να πήτε την γνώμη σας, κι' ακούτε όλους αυτούς που μιλάνε εξακολουθητικά και που γυρεύουν μπρος στα μάτια σας να κάνουν κόρτε την κυρία που συνοδεύετε.
Και στο τέλος εσείς θα πληρώσετε και τα σπασμένα! Είναι λοιπόν τυραννία; Σας ρωτώ να μου πείτε ... ».
(ΕΒΔΟΜΑΣ 1928)
Επισκεφθείτε την ανανεωμένη για τον Οκτώβριο Παλιά Αθήνα
Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ /
σχόλια