Όλοι μας έχουμε καθημερινά την εντύπωση ότι ελάχιστοι αγαπούν και κάνουν καλά την δουλειά τους. Τόσο που μένουμε άναυδοι όταν συναντούμε καλούς επαγγελματίες σε όποια βαθμίδα επαγγελματική ή κοινωνική και να ανήκουν.
Οι στατιστικές προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα παρουσιάζοντας πίνακες με το πόσο πολύ χρόνο είμαστε στη δουλειά μας σε σχέση με άλλες χώρες ή πόσες λίγες μέρες διακοπές παίρνουμε. Για μένα αυτά δεν λένε τίποτα.
Έχω την αίσθηση ότι τα παλιά χρόνια δεν ήμασταν έτσι. Θεωρώ ότι οι πρόγονοί είχαν μια εντελώς διαφορετική οπτική στο θέμα.
Σας έχω σήμερα, αφορμή ίσως για συζήτηση, έναν ύμνο του Σπύρου Μελά που με το ψευδώνυμο «Φορτούνιο» έγραφε το 1935 στο «Ελεύθερο Βήμα». Έναν ύμνο σ' έναν ταπεινό ψωμά που τιμούσε τον εαυτό του και το επάγγελμά του. Προσέξτε είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε καν αναφέρει τ' όνομά του. Οι καλοί είναι τις πιο πολλές φορές ανώνυμοι ...
Υπάρχει ένας τύπος αθηναίου ψωμά, που αξίζει να τον παραλάβω σ' αυτή τη στήλη. Τον γνωρίζουν όσοι περνούν τακτικά ή κάθονται γύρω από την πλατεία Βικτωρίας. Πριν τον ιδούν τον ακούνε:
Τ' ανοιξιάτικα πρωινά με τα χελιδόνια, τα φθινοπωρινά με τα σύννεφα και τα φύλλα που πέφτουν, τα χειμωνιάτικα με το βοριαδάκι, τα καλοκαιρινά με τη λαύρα, ο ήχος της τρομπέτας του θα σκορπίση τις χαρούμενες νότες της στον αέρα της συνοικίας, που τον υποδέχεται σα βασιλέα, με τη φαιδρή σημαιοστόλιση των πολυχρώμων σκεπασμάτων που κρέμονται απ' τα παράθυρα για τον αερισμό.
Αυτή δεν είνε τρομπέτα ψωμά, μονότονη σαν των τραίνων: είνε όργανο εξευγενισμένο. Αυτός ο ψωμάς θέλει να μοιράζη στην πελατεία το μέγα κι' επιούσιο αγαθό του με μουσική. Παίζει ένα σκοπό απλόν, ορχηστρικόν, ορεκτικό σαν τη μυρουδιά του φρεσκοξεφουρνισμένου ψωμιού.
Ο δρόμος ξυπνάει χαρούμενα με τις δροσερές αυτές νότες που θυμίζουν πανηγύρια υπαίθρια, θεάματα, παληάτσους, επαρχιακά ιπποδρόμια, όλες τις μεγάλες έλξεις των παιδικών μας χρόνων.
Ο κόσμος να χαλάση, εφτά χιλιάδες στρατιωτικοί νόμοι να κηρυχθούν, αυτός θα παιανίση. Κάπου-κάπου μάλιστα, προσπαθεί να προσαρμόση τον σκοπό του στην ατμόσφαιρα της ημέρας. Στο κίνημα σάλπιζε στρατιωτικά. Και παρά λίγο να πάη στο μπουδρούμι επί εσχάτη προδοσία.
Ένα πλήθος γυναικεία κεφαλάκια μ' αχτενισιές, με φακιόλια, με σκούφους, με κατσαρά, με χαρτάκια θα βγουν στα παράθυρα να τον ράνουν μ' άλικα ή χλωμά χαμόγελα. Είν' ένας λεβεντάκος –θα τον έλεγα λεβέντη, αλλά του λείπει ανάστημα- στρουμπουλός, καθάριος, στα κάτασπρα, μαύρες τιράντες και μαύρη περιποιημένη τσάντα στο πλευρό του για την είσπραξη. Μετά την τρομπέτα αρχίζει το παρλαμέντο. Είνε λυρικός. Τα βλέπει όλα ωραία.
-Γλυκειά μου μαυρομάτα –θα πη στο πιο μέτριο τσιμπλούδικο δουλικό-, κατέβα να πάρης τη φραντζόλα σου!
Ομιλητικός στους άνδρες, κομπλιμεντόζος στις γυναίκες, σαν φραντσέζος:
-Ελένη βεργολυγερή –φωνάζει σ' άλλην υπηρέτρια με σώμα εντελώς ανύπαρκτο-, πάρε τις χρυσές κουλούρες σου!
Όλες τις ψηλές, τις ευτραφείς, τις λέει Κλυταιμνήστρες. Καλή μου Κλυταιμνήστρα, τρία καρβέλια με το σημερινό!
Αλλά το άσμα των ασμάτων του είνε... τ' άλογό του. Αυτό δεν είνε άλογο, είνε κύριος και μάλιστα δανδής. Τούχει ψαθάκι μ' ένα τριαντάφυλλο πάντα στην κορφή. Τούχει χαϊμαλάκι τυρκουάζ σε σχήμα λαιμοδέτη∙ τούχει χάμουρα πλουμιστά με φούντες και φουντάκια πορφυρά. ... Τούχει μπρούντζινα φάλαρα π' αστράφτουν γυαλισμένα. Τούχει προμετωπίδες και παρωπίδες κεντητές∙ τούχει πίσω μια σούστα πάντα φρεσκοβαμμένη με ρεπουλίνη... και τι δεν τούχει!
Αλλ' αυτό που πρέπει όλοι να του βγάλουν το καπέλλο, είνε προ πάντων ο τρόπος που του φέρεται. Γι' αυτόν δεν είνε ζώο∙ είναι φίλος, είνε αδελφός. Τούχει όνομα χριστιανικό: το λέει Κώστα. Και δε μεταχειρίζεται άλλο μέσο για να το διευθύνη από τη γλώσσα την ελληνική: του μιλάει όπως σ' άνθρωπο:
-Έλα Κώστα, παιδί μου, του φωνάζει∙ προχώρα να βγάλουμε και σήμερα τον επιούσιο.
Κι ο Κώστας προχωρεί με μόνη τη φράσι. Δεν είνε τρόπος του λέγειν. Όσοι γνωρίζουν αυτή την περίεργη δυάδα πολιτισμού, ξέρουν ότι δε λέω την παραμικρή υπερβολή:
-Θα στρίψης αριστερά, Κωστή, στο δρομάκι και θα σταματήσεις στη σιδερένια πόρτα δεξιά.
Υπάρχει κόσμος που κάθεται και χαζεύει αυτή την απίθανη συνεννόηση, που θυμίζει τα σοφά άλογα που ξέρουν και κάνουν εξαγωγή της τετραγωνικής ρίζας δοθέντος αριθμού.
Τι συμβαίνει από τα δύο; Είνε η συνήθεια ετών που κάνει το ζώο αυτόματο εκπληκτικής ακρίβειας; Ή έφθασε να καταλαβαίνη τις λέξεις και να εκτελή τις προσταγές του κυρίου του, σαν πολύτιμος βοηθός και συνεργάτης, ότι να δεχθήτε από τα δύο, το γεγονός είνε ότι αυτός ο ψωμάς και τ' άλογό του είνε ζωντανό παράδειγμα τι λαμπρά κατορθώματα μπορεί να δώση το μεράκι και στο πιο πεζό επάγγελμα.
Αν όλοι οι Ρωμηοί αγαπούσαν έτσι τη δουλειά τους, η Ελλάς θα ήταν άλλη».
Εσείς τι λέτε; Θα μ' ενδιέφερε πολύ η γνώμη σας.
Η Παλιά Αθήνα περιμένει πάντα υπομονετικά την επίσκεψή σας
σχόλια