«Πλησιάζει η εορτή του Αγίου Δημητρίου. Τι συγκίνησις εις τους κύκλους των εραστών της ρετσίνας της Αττικής. Εις έναν ολόκληρον κόσμον ανθρώπων, τον κόσμον του λάτρεως του κρασιού, ως είδησις, ως κίνησις, ως σύνολον ζωής δεν υπάρχει κανένα άλλο περισσότερον ενδιαφέρον γεγονός από το «πού θ' ανοίξη το καλλίτερο κοκκινέλι».
Ποιος ασχολείται με τις διαφωνίες των πολιτικών; Ποιος κάθεται να λογαριάση την οικονομικήν κρίσιν που διασαλπίζουν τα επιμελητήρια και οι εφημερίδες; Κουραφέξαλα. Μέσα εις την ταβέρναν του Μπάρμπα Αντώνη όλα παρασκευάζονται για την ιεροτελεστίαν του «Άη Δημήτρη». Και όταν θα έλθη η επίσημος αυτή στιγμή, ενώ η άψητη ρετσίνα θα σιγοψήνεται μέσα εις τα πελώρια βαρέλια μέχρις ότου πάρη το κίτρινο κεχριμπαρένιο χρώμα της, το κοκκινέλι θ' ανοιχθή.
-Αμάν κι' ας φέξη, Μπάρμπα Αντώνη, φέρε μισή οκαδίτσα από το νέο...
-Από το κοκκινέλι, Μπάρμπα Αντώνη.
Η παρέα διασκεδάζει...
Θα είναι τώρα μια δυό εβδομάδες που τους δρόμους της Πρωτευούσης έπαυσαν πλέον να τους διασχίζουν τα κάρρα ή τ' αυτοκίνητα με το αφρίζον και ξεχειλίζον από το στόμιον του βαρελιού, προϊόν των Αττικών αμπελώνων. Αυτόν τον μήνα που περνούμε ο Βάκχος... βράζει.
Μέσα εις τα λογής λογής βαρέλια μικρά ή μεγάλα που υπάρχουν αραδιασμένα σε μακρές μονές ή διπλές σειρές εις τα υπόγεια των οινοπωλείων, το βράσιμο του μούστου γίνεται γερό. Και σιγοβράζοντας αφίνει το μεθυστικό του γουργούρισμα, μεθυστικό ακόμη και εις την όσφρησιν.
Όλα λοιπόν τα υπόγεια ή αι ισόγειαι αποθήκαι παντοπωλείων ή οινοπωλείων ή εστιατορίων εγέμισαν. Και εγέμισαν και για έναν άλλον ακόμη λόγον. Ότι ο θεός του Οίνου ευλόγησεν εφέτος εξαιρετικά το αγαπημένο του προϊόν και η παραγωγή του υπήρξεν υπεράφθονος. Γύρω εις τα χωριά της Αττικής αι τιμαί του μούστου διεκυμάνθησαν από τας επτά δραχμάς έως τας δέκα κατά «μπότσαν» ((σ.σ. η μπότσα, παλιά μονάδα μέτρησης υγρών, ήταν δύο οκάδες ή 2,560 κιλά). Υπήρξαν δε μέρη της Ελλάδος εις τα οποία ελλείψει συγκοινωνιακών μέσων, ο μούστος επωλήθη και δυό δραχμές.
Χάρις λοιπόν εις την φθήνειαν τ' «αμπάρια» εγέμισαν από το ξανθό ποτό. Και δεν είναι μόνον τα βαρέλια των οινομαγειρίων ή των εστιατορίων πουγέμισαν. Εις αυτά τα ίδια τα χωριά ετοποθετήθησαν μεγάλες οιναποθήκες που εγέμισαν, για να χρησιμεύσουν ως παρακαταθήκες.
Μόνον εις την Αττικοβοιωτίαν –για να περάσωμεν και εις το βασίλειον των αριθμών- παρήχθησαν εφέτος τριάντα πέντε εκατομμύρια οκάδες μούστου, εις όλην δε την Ελλάδα η οινοπαραγωγή έφθασε εις διακόσια περίπου εκατομμύρια οκάδες.
Από τας τεραστίας αυτάς ποσότητας δεν εξάγουμε εις το εξωτερικόν ατυχώς παρά ένα μικρό, πολύ μικρό ποσοστόν. Όλο το άλλο κρασί το καταναλίσκουμε εδώ εις την Ελλάδα εμείς οι ίδιοι. Δηλαδή το πίνουμε.
Είμεθα λοιπόν ... κρασοπατέρες; Αν πιστεύσουμε τους αριθμούς ασφαλώς είμεθα. Έχουμε πληθυσμόν εξήμιση εκατομμύρια. Εάν αφαιρεθή ο γυναικείος και τα παιδιά μέχρι των είκοσι ετών, η πλειονότης των οποίων δεν πίνει κρασί, οι ασθενείς και ένας μεγάλος αριθμός «νηφαλίου» ανδρικού πληθυσμού που δεν συνήθισε ή δεν θέλει να πίνει κρασί, είναι ζήτημα εάν μένουν εξακόσιες ή επτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι που πίνουν κρασί. Και αυτοί λοιπόν πίνουν κάθε χρόνον εκατόν πενήντα ή διακόσια εκτομμύρια οκάδες κρασί. Υπεραρκετόν.
Βάσανα, πίκρες, καϋμοί, όλα ξεχνιούνται με το κρασάκι. Αυτό δίνει τη λήθη και τη λησμονιά. Αυτό μεταφέρει για λίγες ώρες σε κόσμους ονείρων και αυτό κάνει να λησμονιούνται φτώχεια, ανάγκες βασανιστικές και πόνοι ανυπόφοροι. Γι' αυτό έχει και λάτρεις αφωσιωμένους μέχρι θανάτου. Κάθε βράδυ χωρίς διακοπήν μέσα εις τα ταβερνάκια της Πλάκας ή όπου αλλού, άνθρωποι με το ποτήρι εις το χερι πίνουν, πίνουν, πίνουν. Και εννοούν να πίνουν μέχρι... τάφου.
Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου
Μαζύ σου θα πεθάνω
Του κόσμου όλα τα καλά
Μπροστά σου δεν θα βάνω
Ποια λοιπόν επίγειος ερωμένη έχει τόσον φανατικούς εραστάς;».
(«Ακρόπολις» Οκτ 1929 Τ.Κ. Ντόκος)
Η Παλιά Αθήνα ανανεώθηκε για τον Νοέμβριο και περιμένει την επίσκεψή σας
σχόλια