Ξεκινήσαμε σε προηγούμενο σημείωμά μας, παρέα με την εφημερίδα «Θεατής» ένα μικρό οδοιπορικό στα κοσμικά κέντρα της Αθήνας του 1927-1928. Μετά το Tea Room του κυρίου Χρυσάκη θα σας πάω σήμερα στο κοσμικό «Καπρίς»
Όπως γράφει η εφημερίδα στο πρόλογο του ρεπορτάζ «Τα κοσμικά κέντρα μιας πόλεως είναι ο καθρέπτης του πολιτισμού της και του βαθμού της κοινωνικής της αναπτύξεως. Είναι πολύ φυσικό στα κέντρα αυτά, να συλλαμβάνη κανείς απτότερα της εκδηλώσεις του κοινωνικού πολιτισμού ενός λαού, της εξημερώσεως των ηθών του, της φινέτσας του...».
Ας δούμε λοιπόν και το περιβόητο «Καπρίς»:
«Ένα από τα κοσμικώτερα χορευτικά κέντρα των Αθηνών είναι αναμφιβόλως και το «Καπρίς», το γνωστότατον «αριστοκρατικόν» κέντρον, το οποίον προ δεκαετίας περίπου έχει ιδρυθή εις τα υπόγεια του μεγάρου, Ατθίδος κυρίας της ανωτέρας τάξεως, παραπλεύρως του τέως Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (σ.σ. αναφέρεται στην οδό Σταδίου κοντά στην σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος).
Εις κάποιαν εφημερίδα, μάλιστα, όταν ήνοιξε δια πρώτην φοράν τας πύλας του το «Καπρίς», είχε γραφή, ότι εκεί όπου εχόρευαν, ηλεκτρισμένα, τα κομψά ποδαράκια τόσων ωραίων κυριών και δεσποινίδων, εσταυλίζοντο τα άλογα της ιδιοκτήτριας, τα οποία εκτυπούσαν ανυπόμονα με της πεταλοφόρες οπλές των, το υγρό χώμα του σταύλου.
Οπωσδήποτε αυτό δεν έχει καμμίαν σημασίαν. Εξέλιξις είναι αυτή. Με την καταπληκτική αύξησιν του πληθυσμού της πρωτευούσης, όλα τα υπόγεια των κεντρικών αθηναϊκών σπιτιών, τα οποία άλλοτε εστέγαζον μπουγαδοκόφινα και κάρβουνα, μετεβλήθησαν τώρα εις... κομμωτήρια κυριών, μοντέρνα μπαρ και δεν ξεύρω τι άλλο ακόμη.
***
Ανεξαρτήτως όλων αυτών, το αξιοσημείωτον γεγονός είναι, ότι ένα από τα βράδυα αυτά, στης 7 ακριβώς, έμπαινα εις το «Καπρίς». Ομολογώ ότι η επίσκεψίς μου εις το κοσμικόν αυτό κέντρον, είναι η πρώτη και συνεπώς η περιγραφή μου από αυτήν, έχει και την παρθενικότητα των πρώτων εντυπώσεων.
Μπαίνει κανείς από μίαν τζαμένια πόρτα στην στενήν είσοδον, καλά φωτισμένην, της οποίας το δάπεδον είναι ελαφρά επικλινές, αφού το χορευτικό κέντρο είναι λίγο υπόγειο. Πριν από την στενόμακρη αυτήν είσοδο, υπάρχει ένα είδος «Χωλ», η μια πλευρά του οποίου είναι πιασμένη από την φωτισμένη βιτρίνα κάποιας καπελλούς, που εκθέτει μοντέλλα γυναικείων καπέλλων. Σε μιαν άκρη, ένας γέρος λούστρος ξεσκονίζει τα παπούτσια εκείνων που μπαίνουν.
Η στενή είσοδος είναι πιασμένη από υπηρέτες του χορευτικού κέντρου, με στολές, που σας παίρνουν το παλτό και το καπέλλο σας και τα παραδίδουν στον υπάλληλο της «γκαρνταρόμπας», ο οποίος προβάλλει σαν φασουλής κάτω απ' το βάθος του υπογείου και σας δίνει ένα στρογγυλό χαρτονάκι με τον αριθμό σας.
Στο τέρμα του στενού διαδρόμου ένας άλλος υπάλληλος σ' ένα ξύλινο «γκισέ», εισπράττει το δικαίωμα εισόδου εις τον χορευτικόν παράδεισον. Πέντε δραχμές!... Πόσο φθηνά πουλιέται η ευτυχία στην κλασσικήν αυτή γη!...
Ανοίγει δεύτερη τζαμόπορτα και βρίσκεται κανείς στον προθάλαμο του παραδείσου.
Ζητάω πληροφορίες από τον υπάλληλο που πουλάει τα εισιτήρια –ας πούμε τον Άγιο Πέτρο του υπογείου χορευτικού παραδείσου- και αυτός με πληροφορεί, ότι η απογευματινές ώρες που δίδεται τσάι και χορεύουν, είνε από της 6 έως της 9. Έπειτα την νύχτα, ύστερα από της 10, δίδονται χοροί που κρατούν έως στης μεταμεσονύχτιες ώρες.
***
Η δεύτερη τζαμόπορτα οδηγεί σ' ένα μικρό τετράγωνο μπαρ με μπουφέ και τέλος μπαίνει κανείς στην χορευτικήν αίθουσα.
Καμμιά επιγραφή δεν υπάρχει σαν της πύλης της κολάσεως του Δάντη «Ω εσείς οι εισερχόμενοι, χάσετε κάθε ελπίδα...». Και είναι φυσικό, εφ' όσον δεν πρόκειται περί Κολάσεως, αλλά περί Παραδείσου. Και όμως, ένα κοκκινωπόν φως επικρατεί παντού. Είναι άραγε η ανταύγειες των φλογών της κολάσεως; Και αυτοί οι δαιμονικοί θόρυβοι που ακούω και τα ουρλιάσματα, τι είναι; Είναι οι κολασμένοι που καίγονται μεσ' στης φωτιές και της πίσσες; Και είναι τα τάγματα των διαβόλων που στριγγλίζουν έτσι θριαμβικά;
Τι παραισθήσεις είναι αυτές; Βρίσκομαι στην αίθουσα του «Καπρίς», στον χορευτικό παράδεισο της αθηναϊκής νεολαίας.
Μέσ' στο κοκκινωπό ημίφως και τους τρομερούς κρότους, κατορθώνω να κατατοπισθώ και να διακρίνω ότι τα εμπρός τραπέζια, που είναι και τα πλησιέστερα προς τους χορευτάς, είναι όλα πιασμένα. Μένουν μερικά ολωσδιόλου μικρά τραπεζάκια στο πίσω μέρος του διαδρόμου, που σχηματίζεται κάτω από τα θεωρεία, τα οποία είναι γύρω-γύρω στην αίθουσα, στο μισό του ύψους της και στηρίζονται στο δάπεδο με κολώνες. Ένα φρακοφορεμένο γκαρσόνι μου δείχνει θέσι σ' ένα απ' τα τραπεζάκια αυτά, με ολόασπρο σκέπασμα:
-Παρακαλώ ένα τσάι...
Το γκαρσόνι απομακρύνεται κ' εγώ προσπαθώ να διακρίνω τα γύρω μου πρόσωπα και πράγματα. Σε μια στιγμή η τζαζ-μπαντ σταματάει το δαιμονιώδη θόρυβό της και τα χορευτικά ζεύγη, με ξαναμένα μάγουλα, γυρίζουν στα τραπεζάκια τους.
Η αίθουσα φωτίζεται τώρα καλλίτερα. Οι τοίχοι είναι ταπετσαρισμένοι με σχεδιάσματα απροσδιορίστων σχημάτων και χρωμάτων, στα οποία όμως, κατά πάσαν πιθανότητα, επικρατεί το ροζ και το πράσινο. Μεγάλοι κρυστάλλινοι καθρέφτες, δίχως κορνίζες, είναι εφαρμοσμένοι στους τοίχους και στενώτεροι στης κολώνες που βαστάζουν τα θεωρεία και πολλαπλασιάζουν σε φανταστικά βάθη τους χορευτές και τους καθημένους στα τραπεζάκια της, όχι μεγάλης (για να μην πω στενόχωρης), χορευτικής αιθούσης.
Στα τραπεζάκια που είναι γύρω στην χορευτική αίθουσα και στο βάθος της, διακρίνω παρέες –νεαρούς δανδήδες και κοριτσόπουλα- και ζευγαράκια που πλησιάζουν τόσο πολύ τα κεφάλια τους και λένε και λένε αδιάκοπα και κάθε τόσο ξεσπούν σε γέλια.
Μια χονδρή δεσποινίς με μπλε φόρεμα, καπνίζει αγρίως. Οι καβαλλιέροι της, δεν προφταίνουν να της προσφέρουν σιγαρέττα και να της δίνουν φωτιά.
Δίπλα μου, ένα νεαρό ζευγαράκι ερωτευμένων χορεύει ακούραστα και σε κάθε διακοπή πίνει τα ουζάκια του. Εκείνη είναι ασφαλώς κάποια δακτυλογράφος. Εκείνου η εμφάνισις και οι τρόποι, τον δείχνουν ανωτέρας κοινωνικής τάξεως...
***
Αλλά να, η μουσική ξαναρχίζει. Είναι μια ανοικονόμητα θορυβώδης τζαζ-μπαντ, της οποίας οι παίκται είναι μαύροι.
Το ταμπούρλο κυριολεκτικώς οργιάζει, τα χάλκινα βρυχώνται. Οι αράπηδες γκαρίζουν, ουρλιάζουν. Ταυτοχρόνως με το ξαναρχίνισμα της μουσικής, τα νεαρά ζευγαράκια σηκώνονται απ' της θέσεις τους, προσεγγίζουν πάλι, ενώνονται, σφίγγονται και... χορεύουν... ενώ ο φωτισμός της αιθούσης μετριάζεται πάλιν, επί το αισθητικώτερον...
Στην οροφή, σμήνη από ηλεκτρικά γλομπάκια ανάμεσα σε ψεύτικα, κόκκινα τριαντάφυλλα ρίχνουν το λιγοστό τους φως πάνω στα ζευγαράκια των χορευτών, τα οποία, άλλωστε, φωτίζονται και... εκ των κάτω. Μη νομίσετε δε, ότι πρόκειται περί μεταφορικής εκφράσεως. Κάτω στο πάτωμα υπάρχουν, με μιαν ορισμένην έκτασιν, αντί παρκέττου ή πλακών, μεγάλα τετράγωνα γυάλινα, άσπρου και κυανού χρώματος, που φωτίζονται προφανώς από το υπόγειο.
Κάποιος ξένος κύριος δίπλα μου, μιλώντας μαζί με την ντάμα του για το φωτισμένο πάτωμα, την βεβαιώνει ότι είναι απλώς φωτεινές χρωματιστές προβολές που στέλλονται προς το δάπεδον από κάποιον προβολέα ψηλά απ' τα θεωρεία.
Και τι ζέστη, Θεέ μου, που κάνει μέσα στην χορευτικήν αίθουσα, στην ώρα εκείνη του συνωστισμού... Ο ιδρώτας γυαλίζει στα μέτωπα των νεαρών χορευτών...
***
...Ώρα 8 μ.μ.. Μερικά ζεύγη σηκώνονται και φεύγουν, έρχονται όμως άλλα. Και αυτά που έρχονται είναι περισσότερα από εκείνα που φεύγουν...
Αλήθεια, πόσο ανεπαρκής είναι η χορευτική αυτή αίθουσα για να περικλείση την τρελλή χαρά της αθηναϊκής νεότητος!...».
Για περισσότερα νοσταλγικά βλέπε Παλιά Αθήνα
σχόλια