«Έξοδος γενική!
Ο μπαμπάς με μία εφημερίδα, η μαμά με δύο μωρά, τα παιδιά άτακτα και κορυβαντιώντα, μια γιαγιά συρόμενη και το απαραίτητον και αξιολύπητον δουλικό, μετά το μεσημέρι –ημιαργία γράφει ο Καζαμίας-, θα εξέλθουν προς αναζήτησιν του Μαΐου, με άλλους λόγους «θα πιάσουν τον Μάη» κατά την καθιερωθείσαν της εποχής έκφρασιν.
Η αλήθεια είνε ότι κανείς δεν μένει στο σπίτι του. Η πόλις ερημούται, ωσάν να ευρίσκεται εις κατάστασιν πολιορκίας. Νέοι, γέροι, παιδιά, νέες γρηές, μεσόκοπες, φοιτηταί, μοδιστρούλες, φαρμακοποιοί, αξιωματικοί, δασκάλες, παπάδες, ζωντοχήρες έλκονται όλοι από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος. Είνε δε τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος την παραμονή της πρωτομαγιάς, Κηφισιά η σνομπίστικη, Αλυσσίδα η πατροπαράδοτος, Γαλάτσι το δροσερόν και Κολοκυνθού η λαϊκωτέρα. Προς αυτά τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος εκχύνονται αι μυριάδες των Αθηναίων δια την προϋπάντησιν του Μαΐου, σύμφωνα με το παλαιόν δίστιχον:
Ο Μάϊος μας έφθασεν … εμπρός βήμα ταχύ
Να τον προϋπαντήσωμε … παιδιά στην εξοχή!...
Η εκκίνησις από το σπίτι γίνεται θορυβωδώς εις επήκοον ολοκλήρου της συνοικίας.
-Εμπρός, έτοιμοι είμαστε;
-Μιχαλάκη, πήρες τις ντομάτες;
-Μαριγούλα, έκλεισες την πόρτα της κουζίνας;
-Εμπρός, πάμε …
Και ξεκινάν. Το πρόγραμμα είνε σαφώς καθωρισμένον από την προτεραίαν. Η κόρη ήθελε ολίγη Κηφισιά και η μαμά συνετάχθη με το μέρος της κόρης, αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- ήθελε Αλυσσίδα και η γνώμη του ενίκησε.
Το τέρμα Πατησίων όπου κατέληγε το τράμ γραμμή 3 (Πατήσια-Αμπελόκηποι). Η περιοχή ονομαζόταν "Αλυσσίδα" απο τη χοντρή αλυσίδα που έκλεινε το δρόμο όταν περνούσε το "θηρίο" για την Κηφισιά!
Προτού η οικογένεια συλλάβη τον Μάϊον, πρέπει απαραιτήτως να συλλάβη ένα τράμ διά να την μεταφέρη. Τα τράμ όμως κατά την ημέραν αυτήν ή απεργούν –λόγω της κόκκινης Πρωτομαγιάς- ή δεν απεργούν αλλά υπερεργάζονται. Πραγματικώς περνούν όλα κατάφορτα κόσμου και εορταστών. Κανένα δεν σταματά και η οικογένεια ξεκινά πεζή.
Η κόρη ρίπτει την ιδέαν «να πάρωμε ένα ταξί», αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- συνοφρυούται!... Ένα μικροκαυγαδάκι στη μέση του δρόμου επακολουθεί. Και όμως όλοι είνε πεπεισμένοι ότι πηγαίνουν για πρωτομαγιάτικο γλέντι.
Κάποιο λεωφορείο τους λυπάται και αποφασίζει να σταματήση διά να τους παραλάβη.
Νέα αγωνία.
-Μαριγούλα, πρόσεχε!...
-Το παιδί!...
-Ανέβηκες, Πελοπίδα;
Ο εισπράκτωρ δίδει το σύνθημα της εκκινήσεως, αλλά τον διακόπτουν φωναί:
-Στάσου!... Στάσου!...
Ο κύριος Πελοπίδας είχε λησμονήση επί του πεζοδρομίου το καλάθι με τα τρόφιμα. Διότι η οικογένεια η οποία ξεκινά να πιάση το Μάη εννοεί να καταλάβη ένα τραπεζάκι και δέκα καθίσματα εις το πρώτο εξοχικόν ζυθοπωλείον, αλλά χωρίς να δαπανήση ένα μονόλεπτον.
Εφ’ ώ και παρασκευάζονται μερικοί κεφτέδες εις το σπίτι, κανένα «μπουτάκι με σκόρδο», το απαραίτητο τυρί, μερικά αυγά βραστά και η σχετική χιλιάρα του ρητινίτου. Ά! Όλα κι’ όλα!... Πρωτομαγιά είνε, η οικογένεια «θα το κάψη»!...
-Αλυσσίδα, τέρμα!...
Εκραύγασεν εμβριθώς ο εισπράκτωρ και το λεωφορείον αποβιβάζει ποσότητας πολτοποιημένων σαρδελλών.
Όσοι κατεβαίνουν από το αυτοκίνητον, αναπνέουν βαθειά την υποθετική δροσιά της τοποθεσίας και οσφραίνονται βαθύτερα το άρωμα των γύρω ανθέων.
-Άααααχ!...
Πράγματι όπου στρέψη κανείς το μάτι του βλέπει άνθη. Άνθη πωλούν οι πάντες και τα πάντα.
-Μάηδες!... Εδώ οι Μάηδες!...
-Πάρε κόσμε λουλούδια!...
-Έχω τριαντάφυλλα με στράκες!...
Ένας διαλαλεί το εμπόρευμά του εμμέτρως και ομοιοκαταλήκτως:
-Όποιος αγοράζει Μάη
Στο μπαλκόνι τον κρεμάει!
Βλέπει κανείς όλα τα λουλούδια εν αφθονία. Δεν υπάρχουν μόνον νάρκισσοι. Κάποιος υποχρεωτικός ανθοπώλης με βεβαιεί ότι δεν βγαίνουν αυτήν την εποχή. Οσφραίνομαι γκάφφαν του ποιητού όστις είπε:
-Δρέψατε πάλιν ερασταί
Ευδαίμονες ναρκίσσους
Εις του Μαΐου τους φαιδρούς
Κι’ ευώδεις παραδείσους!
Παντού κυκλοφορούν ζευγάρια αγκαλιασμένα. Πιάνουν τον Μάη. Το απαιτεί η ημέρα και κανείς δεν παρεξηγεί.
Αν είνε κανείς αδιάκριτος ακούει γύρω του χαριέστατα πράγματα:
-Αγάπη μου, και του χρόνου μαζϊ!
-Φως μου! Του χρόνου σπίτι μας!
-Μάτς-μούτς (φιλήματα).
-Άχ! (αναστεναγμός γεροντοκόρης).
Και κάτι που ίσως δεν έχει παρατηρηθή. Εις την έξοδον διά το «πιάσιμον» του Μαΐου, αφθονούν αι γεροντοκόραι!
Τα λουλούδια εφέτος πανάκριβα. Νομίζει κανείς ότι εισάγονται από το εξωτερικόν. Νομίζει ο επιθυμών να αγοράση ένα (αριθμός 1) ευπρόσωπον τριαντάφυλλον, ότι αγοράζει μαύρο χαβιάρι.
-Βρέ χριστιανέ μου, είπα εις ένα ανθοπώλην της Ομονοίας, δέκα δραχμές ένα τριαντάφυλλο;
-Μα είνε «τριαντάφυλλο» κύριος, μου απήντησε κομπάζων.
-Τι ήθελες να είνε; Ρεπανάκι;
Οι «μάηδες» ακριβοί, ακριβώτατοι. Από 80 και άνω δραχμάς. Υπάρχουν και «Μάηδες» των διακοσίων!...
Ένας ηθέλησε να μου δικαιολογήση την κατάστασιν:
-Μια φορά το χρόνο είνε πρωτομαγιά! Να μη βγάλωμε κι’ εμείς κάτι;
Να βγάλετε ασφαλώς. Αλλά από του σημείου αυτού μέχρι του να πωλήται ένα (αριθμός 1) τριαντάφυλλο ένα δεκάρικο, υπάρχει διαφορά και διαφορά!
Επήγα και εγώ εις τα Πατήσια και είδα την οικογένεια που «έπιανε τον Μάη». Ήτο αξιολύπητη.
Ο μπαμπάς καταβροχθίσας μερικούς κεφτέδες τη συνοδεία ρητινίτου, έπιανε τον Μάη ροχαλίζων ελαφρώς εις το κάθισμά του. Η μαμά έπιανε και αυτή το Μάη θηλάζουσα το ένα της μωρό. Ο υιός εκαθάριζε το τραπέζι τρώγων τα ψίχουλα, η κόρη επροσπαθούσε να κρατήση την αξιοπρέπειαν της οικογενείας, και το δουλικό εχάζευε. Με μια λέξι η οικογένεια διασκέδαζε.
Ένα γκαρσόνι περιεφέρετο, πολλά μερμηρίζον κατά των ανθρώπων πού πιάνουν ένα τραπέζι και δέκα καθίσματα, παραγγέλλουν μία λεμονάδα –δυό ποτήρια και πέντε νερά και φέρνουν από το σπίτι τους φαγητά. Οι περισσότεροι εορτασταί της πρωτομαγιάς έτσι κάμνουν.
Παρ’ όλα αυτά η κίνησις εις τα Πατήσια, όπως πάντοτε, ήτο μεγάλη. Άλλωστε τα Πατήσια είνε το κατ’ εξοχήν πρωτομαγιάτικο κέντρον των Αθηναίων.
Η Κολοκυνθού δεν υστερεί βέβαια, ούτε το Μαρούσι ή το Γαλάτσι. Ακόμη και ο Βοτανικός και οι Αμπελόκηποι συγκεντρώνουν πολύν κόσμον καθώς και το Χαλάνδρι και η Αγία Παρασκευή. Παντού κυριαρχεί η φωνή:
-Πάρτε Μάηδες!
-Στη φτήνεια τους βάλαμε!
-Μια φορά το χρόνο είνε.
Κόσμος πολύς συνωθείται παντού. Μια παρέα νεαρών γυρίζει αναιδέστατα και καταγίνεται να τσιμπά τις γυναίκες. Μέσα εις τον συνωστισμόν οι «πορτοφολάδες» κάμνουν χρυσές δουλειές.
Αλλά η τραγωδία είνε το βράδυ εις την επιστροφήν. Τίποτε δεν σταματά τον Έλληνα μόλις ακούση το «οίκαδε»
Ολόκληρος η Ελλάς πρέπει να χωρέση εις ένα τράμ και να επιστρέψη στο σπίτι.
Τραγωδία λοιπόν η επιστροφή της Πρωτομαγιάς. Καμμιά οικογένεια δεν γυρίζει πλήρης.
Εις τα τράμ συνάπτονται μάχαι.
-Στάσου, χριστιανέ μου! Τι σκουντάς;
-Προχώρει εμπρός.
-Παναγία μου!
-Βοήθεια! Πνίγομαι!
-Τα εισιτήριά σας.
Ο εισπράκτωρ θέλει και εισιτήρια!
Με το τράμ που εγύριζα επέστρεφε και η οικογένεια από το γλέντι. Θεέ και Κύριε! Μαύρα χάλια είχε. Κατά βάθος όμως ήσαν όλοι ευχαριστημένοι.
Το βράδυ όταν θα έφθασαν εις το σπίτι, ο μπαμπάς θα εκρέμασε τον «Μάην» στο μπαλκόνι ή την εξώθυραν και ύστερα θα είπε προς την οικογένειαν:
-Έ… δεν έχετε παράπονο. Ωραία περάσαμε! Και του χρόνου!»
(Κείμενο του Δ. Γιαννουκάκη στα «Αθηναϊκά Νέα», 1934)
σχόλια