«Μου τυλίγετε, σας παρακαλώ, πέντε πάστες;
-Αμέσως παρακαλώ...
Και το γκαρσόνι ή η σερβιτόρα φέρει αυθωρεί το δάκτυλον εις το στόμα, δια να πιάση το χαρτί του τυλίγματος. Όταν λοιπόν μας σαλιώνουν και τα γλυκίσματά μας, πώς να μη μας σαλιώνουν το τυρί μας, της εληές μας, της κονσέρβες μας.
Θα προτιμούσαμε να καταργηθή εντελώς το τύλιγμα, το πακετάρισμα εις τας Αθήνας. Είνε ο μόνος τρόπος δια να μη δοκιμάζη κανείς το σάλιο όλων των πωλητών. Και μεταξωτές κορδέλλες να αγοράση, θα τους της σαλιώσουν. Γιατί τώρα; Τι θέλει αυτό το σάλιωμα; Προς ευκολίαν του πωλητού; Και διατί να μην έχη ένα σφουγγαράκι βρεμμένον;
Πολύ ολιγώτερον δυνάμεθα να τους κάμωμεν παρατήρησιν. Θυμώνουν τότε, ωσάν να τους διαμφισβητώμεν τα δικαιώματά των...
-Τι, με συχαίνεσαι κύριος;
Ορίστε τώρα να απαντήσετε καταφατικώς εις την εποχήν της εξισώσεως των πολιτών. Μπορεί και να δαρείτε. Ή να δείρετε. Αλλά πρέπει να συμβή μια τέτοια βάναυσος πράξις, διότι είσθε υποχρεωμένος να ψωνίσετε το τυρί σας ή το σαλάμι σας;
-Όχι, δεν σας συχαίνομαι φίλε μου, είπα προς ένα πρόθυμον νεαρόν πωλητήν χθες, αλλά φοβούμαι μη τυχόν εξαντληθήτε από την απώλειαν τόσου πολλού σιέλου.
-Όσο γι' αυτό μη σας νοιάζη, κύριος. Πίνω μουρουνόλαδο, μου απήντησε!!!».
(σ.σ. Φαντάζομαι το νεαρό το ίδιο βράδυ στην ταβέρνα, να διηγείται με περισσή περηφάνια στους φίλους του το "τάπωμα" που έκανε στον περίεργο πελάτη που του 'τυχε πρωινιάτικα!)
(Ένα βίωμα του "Πολυντώρ", συνεργάτη των "Καιρών", Μάρτιος 1919)
Η Παλιά Αθήνα ετοιμάζεται για την φθινοπωρινή της εμφάνιση. Επισκεφθείτε την.
σχόλια