«Μεγάλη εβδομάδα! Μέσα εις τον οίκον του Θεού συνέβησαν πράγματα περίεργα. Ο ιερεύς ύψωνε τας δεήσεις του προς τον Ύψιστον και το εκκλησίασμα παρακολουθούσε την θείαν λειτουργίαν έν θρησκευτική κατανύξει. Όπου εμπήκε εις μίαν στιγμήν ευσεβής άνθρωπος αμέμπτου εξωτερικού. Ως λαμπρός χριστιανός επλησίασε το παγκάρι, αγόρασε ένα κερί, το άναψε, επροσκύνησε την εικόνα του Χριστού και επροχώρησε με ταπεινοφροσύνην και ευλάβειαν να πάρη θέσιν μεταξύ του χριστεπωνύμου πληρώματος.
Έως εδώ έν τάξει τα πράγματα. Κανείς δεν επρόσεξε τον νεοαφιχθέντα ευλαβή χριστιανόν εκτός ελαχίστων από τους οποίους ευγενέστατα εζήτησε συγγνώμην για να περάση.
-Επιτρέπετε παρακαλώ;
-Ορίστε κύριε.
-Σας ευχαριστώ πολύ.
Τόσην ευγένειαν και χριστιανικήν αγαθότητα εξέφραζε το πρόσωπόν του ώστε ευχαρίστως οι εκκλησιαζόμενοι θα του άνοιγαν τον τόπον να περάση μέχρι του ιερού.
-Μήπως σας ενοχλώ;
-Παρακαλώ.
-Με καθυποχρεώνετε.
Έτσι ευχαριστών, μειδιών, υποκλινόμενος και προχωρών ο άνθρωπος έφθασε εις το πυκνότερον μέρος του εκκλησιάσματος και εκεί αισθάνθηκε επί τέλους βολικά. Εσταύρωσε τας χείρας. Ύψωσε το βλέμμα προς τον θόλον. Εβυθίσθη εις θρησκευτικήν μεταρσίωσιν, όπως και οι άλλοι χριστιανόι πού παρακολουθούσαν πάντοτε μετά κατανύξεως την θείαν λειτουργίαν.
Σε μίαν στιγμήν όμως ενώ το πρόσωπό του απέδιδε όλην την γοητείαν πού ησθάνετο η ψυχή του από τας μελωδίας των ψαλτών, τα χέρια του άρχισαν να κινούνται υπόπτως. Έτσι η αριστερά του απλώθηκε δειλά-δειλά εις την εξωτερικήν τσέπην του πλαϊνού του, ενός κοντόχονδρου χριστιανού πού δεν είχε μόνο το ύφος μεταρσιωμένον αλλά και τα χέρια του σταυρωμένα.
Άρχισε δε η αριστερά του πρώτου βυθομετρήσεις εις την τσέπην του δευτέρου, ευρήκε τον βυθόν της, ανέσυρε μετά χιλίων προφυλάξεων μερικά χαρτονομίσματα και τά μετέφερε με θρησκευτικήν συγκίνησιν εις την δική του τσέπην. Συγχρόνως η δεξιά του, γνωρίζουσα θαυμάσια τι ποιεί η αριστερά και μη θέλουσα βέβαια να υστερήση, απλώθηκε στην τσέπην άλλου χριστιανού ευρισκομένου παραπλεύρως και εβυθίσθηκε χριστιανικώτατα επίσης στα βάθη της. Κάτι ανέσυρε κι’ από αυτήν και το μετέθεσεν ευλαβώς εις την δική του τσέπην. Ύστερα αι δύο χείρες του περιέργου χριστιανού συνεπλέχθησαν πάλιν μπροστά με κατάνυξιν.
Αλλά ο άνθρωπος δεν είχε ησυχίαν. Η αποστολή του εις το σημείον εκείνο έληξε φαίνεται επιτυχώς. Γι’ αυτό συνήλθε από την μεταρσίωσιν. Επροχώρησε πάλιν μερικά βήματα, επροσπάθησε να προσανατολισθή και εκυριεύθη εκ νέου από την θείαν μυσταγωγίαν. Εσήκωσε τους οφθαλμούς εις τα ύψη και εβύθισε τας χείρας εις τα βάθη.
Ο Θεός όμως, ως γνωστόν, αγαπά τον κλέπτην, αγαπά όμως και τον νοικοκύρην. Και σε μίαν στιγμήν καθώς η δεξιά του ανθρώπου περιεπλανάτο εις τον βυθόν κάποιας αδειανής φαίνεται τσέπης και έψαχνε ματαίως να συναντήση κάτι, αισθάνθηκε να πιάνεται γερά από άλλο χέρι στιβαρώτερον:
-Λωποδύτη!
Ωχρίασε.
-Παρντόν…
-Τι ψάχνεις βρέ, στην τσέπη μου;
-Λάθος κύριε. Σας ζητώ συγγνώμην. Ενόμισα πώς ήταν η δική μου…
Αυτά ελέχθησαν ψιθυριστά. Ψιθυριστά δε μετεδόθησαν αμέσως εις το χριστεπώνυμον πλήρωμα πού συνήλθε κατεσπευσμένως κι’ άρχισε να ψάχνη έν βία και νευρικότητι τις τσέπες του. Ωδηγήθη έξω εις το προαύλιον. Και εκεί τον ηκολούθησαν πολλοί….
Η συνέχεια στο πταισματοδικείο:
-Πάλι εδώ εσύ;
-Κύριε δικαστά…
-Σιωπή! Εγώ ο ίδιος δεν σε κατεδίκασα είκοσι μέρες φυλακή τις προάλλες;
-Όχι κ. δικαστά.
-Κύριε πόλισμαν σε εκκλησία τον πιάσατε;
-Μάλιστα κ. δικαστά…
Μεταξύ ενός «όχι» και ενός «μάλιστα» ευρίσκεται η αλήθεια. Δεν εχρειαζόταν φιλοσοφία να βρεθή, αφού άλλωστε ο ευσεβής χριστιανός ήταν τόσον ευφήμως γνωστός στα δικαστήρια.
-Γιατί έκλεψες πάλι;
-Δεν έκλεψα κ. δικαστά. Με έκλεψαν!
-Κύριε πόλισμαν;
-Τον συνελάβαμε επ’ αυτοφώρω.
-Εγώ τους συνέλαβα επ’ αυτοφώρω κ. δικαστά. Άλλοι όμως έχουν τ’ όνομα κι’ άλλοι έχουν τη χάρι. Ομολογώ εμάζεψα κάτι ψιλά. Μά είχα… σας ορκίζομαι στο υπόλοιπον της τιμής μου…
-Πάψε…
-Δυό λόγια, κ. δικαστά…
-Τι θέλεις;
-Είχα δικές μου διακόσιες δραχμές. Στην ψυχή του πατέρα μου ορκίζομαι… Δικές μου διακόσιες! Όταν εβγήκαμε έξω απ’ την εκκλησία άλλος είπε πώς του πήρα πενήντα άλλος εκατό άλλος εξήντα και στο φινάλε ούτε με τα χρήματα τα δικά μου δεν μπόρεσα να κάνω τις πληρωμές. Πλήρωσα και τις διακόσιες μου και δεν κατάφερα να ξοφλήσω!
Ο δικαστής άνθρωπος πολύπειρος γνωρίζων καλά τον κόσμον δεν ωμίλησε. Εκούνησε μόνον χαρακτηριστικά την κεφαλήν και έβαλε ένα μήνα φυλακή τον λωποδύτην:
-Όσο για τους χριστιανούς, ο Θεός κι’ η ψυχή τους.
Έτσι είπε και εμειδίασε πολυσημάντως…».
(Από τα «Αθηναϊκά Νέα», 1937)
Η Παλιά Αθήνα περιμένει πάντα την νοσταλγική σας επίσκεψι.
σχόλια