Συνεχίζουμε και σήμερα το μικρό οδοιπορικό στα κοσμικά κέντρα της Αθήνας του 1927-1928. Μετά το Tea Room του κυρίου Χρυσάκη και το περιβόητο «Καπρίς» θα πάμε σήμερα στο φημισμένο «Folies d'hiver»!
Όπως γράφει η εφημερίδα «Θεατής» στο πρόλογο του σχετικού ρεπορτάζ της «Τα κοσμικά κέντρα μιας πόλεως είναι ο καθρέπτης του πολιτισμού της και του βαθμού της κοινωνικής της αναπτύξεως. Είναι πολύ φυσικό στα κέντρα αυτά, να συλλαμβάνη κανείς απτότερα της εκδηλώσεις του κοινωνικού πολιτισμού ενός λαού, της εξημερώσεως των ηθών του, της φινέτσας του...».
«Ύστερα από το ειρηνικόν τεϊοποτείον της Πλατείας του Συντάγματος και το υπερθορυβώδες «Καπρίς», καιρός είναι να επισκεφθώ και τα νυκτερινά κέντρα των Αθηνών, δια να ιδώ πού γλεντάει τέλος πάντων αυτή η αθηναϊκή νεολαία, πού αφήνει τους πλεονάζοντας ατμούς της η φλογερά ηλικία και πού προσπαθεί εξ αλλού να λησμονήση τους ρευματισμούς της και την μελαγχολίαν των ασπρισμένων μαλλιών η ζωή, η οποία, διατρέχει την καμπήν της δύσεως...
Λοιπόν, μαζύ με τον σκιτσογράφον και δύο άλλους αγαπητούς συντρόφους, μίαν από της χειμωνιάτικες αυτές νύχτες, επισκέπτομαι το εις την γωνίαν των οδών Πανεπιστημίου και Κοραή κέντρον «Folies d'hiver»... Το κέντρον αυτό είνε ένα πρόχειρον ξύλινον παράπηγμα, στημένον εκεί όπου άλλοτε ήτο ο κήπος της οικίας του αειμνήστου πολιτικού, Δημητρίου Ράλλη. Τα υψηλά δένδρα του κήπου εκόπησαν αγρίως από τον νέον ιδιοκτήτην, ο οποίος εστέγασεν από το προς την οδόν Κοραή τμήμα, το νυκτερινόν κέντρον «Folies d'hiver», ονομασθέν εν αρχή «Γκριφφόν».
Οπωσδήποτε, το γεγονός είναι ότι, η τετραμελής μας συντροφιά, ολίγον μετά την 10ην νυκτερινήν, ανέβαινε τα ολίγα πέτρινα σκαλιά της εισόδου του κέντρου, υπεράνω της οποίας υπάρχει στημένη με φωτεινά γαλλικά γράμματα, η επιγραφή «FOLIES D'HIVER».
Ολίγον μακρύτερα από την είσοδον, είναι κολλημένα εις τον τοίχον πολύχρωμα προγράμματα με τας «καλλιτέχνιδας» και τα ονόματά των και εις δύο στενόμακρες, τζαμωτές βιτρίνες, φωτογραφίες των χορευτικών «αστέρων» του καμπαρέ. Στα προγράμματα επικρατεί το όνομα της Γαλλίδος Ντωβιά.
Εις το τέλος της σκάλας υπάρχει ένας μικροσκοπικός προθάλαμος, όπου οι υπάλληλοι μας αρπάζουν τα παλτά και τα καπέλλα μας για την γκαρντερόμπα.
-Θα είμαστε, ασφαλώς, οι πρώτοι –λέγει ένα μέλος της παρέας μας, απευθυνόμενον προς κάποιον υπάλληλον.
Ο υπάλληλος απήντησε καταφατικώς και παραμέρισε το πάνινον παραπέτασμα δια να περάσωμεν.
Η είσοδός μας προκαλεί εντύπωσιν εις τους μουσικούς, τας ολίγας «κυρίας» του καμπαρέ, τον μαιτρ ντ' οτέλ και τα βαρύγδουπα και μελαγχολικά γκαρσόνια. Αλήθεια, έχετε παρατηρήσει ότι άπαντα τα γκαρσόνια των αθηναϊκών κέντρων, από των λαϊκωτέρων μέχρι των έξτρα-έξτρα αριστοκρατικών, έχουν μούτρα κατεβασμένα και αγριωπά, ωσάν να τους έχετε φονεύση τον πατέρα, τον πάππον και όλους τους προγόνους δεκαέξι γενεών;
***
Επί τέλους, ευρισκόμεθα στην στενήν αίθουσαν του «Folies d'hiver», όχι μεγαλείτερην από 80 τετραγωνικά μέτρα. Ο μπάγκος βρίσκεται σ' ένα παραπλεύρως μικρό διαμέρισμα.
Η στέγη, χωρισμένη σε τετράγωνα (προφανώς... τα μαδέρια της οροφής), είναι χρωματισμένη με διάφορες ειδυλλιακές παραστάσεις. Στους τοίχους, σ' ένα χρυσοπράσινο φόντο, είναι ζωγραφισμένες κοντά-κοντά αρχαϊκές χορεύτριες σε αρμονική στάσι, με το ένα πόδι και χέρι υψωμένα.
Μια μικρή θερμάστρα κοντά στην είσοδο και πλάι της ξαπλωμένη μια χοντρή άσπρη γάτα. Γύρω-γύρω στην αιθουσούλα θεωρεία στρωμμένα με πρόστυχο πράσινο βελούδο και μέσα στα θεωρεία τραπεζάκια. Και κάτω, γύρω-γύρω στην κυρίως αίθουσα, μια σειρά τραπεζάκια. Ένα μικρό μέρος της αιθούσης είναι στρωμένο με ξύλινο δάπεδο, κάπως ψηλότερο, στο οποίον ανεβαίνει κανείς μ' ένα-δυο μικρά σκαλοπάτια. Έπειτα, άλλα δυο-τρία σκαλοπάτια, οδηγούν στο «μπόντιουμ» της ορχήστρας. Στα θεωρεία, επίσης, οδηγούν μικρές ξύλινες σκαλίτσες.
Αυτή είναι η πιο συνηθισμένη διάταξις τέτοιου είδους κέντρου. Φυσικά, άμα έχει δη κανείς τα περίφημα καλλιτεχνικά καμπαρέ του Μονάχου, το «Σιμπλιτσίσσιμους» λ.χ., με την αρμονία των χρωματισμών, του φωτισμού και της διακοσμήσεως του εσωτερικού των, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίση ως τελείως γυμνό και άκομψο το «Folies d'hiver» της οδού Κοραή.
Διαλέγομε ένα τραπεζάκι στο ξύλινο δάπεδο, κοντά στην ορχήστρα, αλλά ο μαιτρ ντ' οτέλ, μας λέει:
-Μην καθήσετε εκεί, γιατί φυσάει...
Έχομε πλέον καθήσει. Αλλά, πραγματικά, ένα παγερό ρεύμα περνάει στις πλάτες μας. Τρεπόμεθα λοιπόν εις φυγήν και διαλέγομε ένα άλλο τραπεζάκι, στην κυρίως αίθουσαν, κάτω από ένα θεωρείον, όπου κάθονται και συζητούν μερικές «αρτίστες».
Στα τραπεζάκια του ξυλίνου δαπέδου κάθονται άλλες δυο-τρεις αρτίστες, εκ των οποίων η μία γηραιά χονδρή, με μαλλιά ξανθά χάρις εις την χρήσιν του οξυζενέ. Είναι από τους κωμικούς εκείνους τύπους, που δεν ξεύρουν να καταθέτουν εγκαίρως και με αξιοπρέπειαν τα όπλα, αλλά πιστεύουν ότι η ζωή της γυναικός έχει και πέμπτην νεότητα και αρώματα λουλουδιών η πεντηκοστή άνοιξις.
Αλλά και η άλλες κυρίες του καμπαρέ, όσες βλέπομεν εκ πρώτης όψεως, δεν είναι και αυτές πολύ νέες. Μία απ' αυτές, βαμμένη τόσον χτυπητά, εμφανίζει μια περίεργη αντίθεσι με τα γλυκά γαλανά της μάτια. Έχει τα μπράτσα της και της μασχάλες της γυμνές και το φόρεμά της είναι τόσο κοντό, τόσο κοντό (η φτωχή Εύα ασφαλώς, εφορούσε κάτι περισσότερο όταν εκδιώχθηκε απ' τον Παράδεισο), ώστε έτσι που κάθεται με το ένα πόδια πάνω στο άλλο, αφήνει ακάλυπτους όλους σχεδόν τους ευρώστους μηρούς της. Και καπνίζει, καπνίζει...
***
Η ορχηστρούλα, από πιάνο, βιολί, σαξοφόν και ταμπούρλο αρχίζει ένα φοξ-τροτ. Μπρος στην ορχηστρούλα είναι τοποθετημένο ένα μεγάλο ταμπούρλο, που το εσωτερικό του φωτίζεται μ' ένα κοκκινωπό φως, ενώ πάνω στην μεμβράνη του είναι γραμμένο: FOLIES MELODIES SIX.
Αλλά δεν έρχονται ακόμη άλλοι πελάτες δια να ζωηρέψη το κέντρο, δυο μελαχροινοί χορευταί του καμπαρέ αρπάζουν από τις λεπτές μεσούλες δύο αιθέριες Γερμανίδες και χύνονται σ' έναν τρελλό χορευτικό στροβιλισμό...
Για μια στιγμή σταματάει η ορχήστρα και πάλι σε λίγο ξαναρχίζει, τώρα ένα τσάρλεστον. Τα δύο χορευτικά ζεύγη χύνονται πάλι στον χορό, στης εκνευριστικές και ξεκάρφωτες κινήσεις, στης τρεμουλιαστές ταλαντεύσεις των κορμιών...
Εκείνην την στιγμήν μπαίνουν τρεις «κυρίες», εκ των οποίων η δύο είναι φρικώδεις και μόνον η μία υποφερτή.
-Αυτές η τρεις -μας λέγει τελείως απρόσκλητον ένα γκαρσόνι με μεγάλην μύτη, εις τόνον ασυγκρατήτου θαυμασμού- ήλθαν σήμερα. Αύριο έρχονται άλλες τρεις και μεθαύριο άλλες τρεις... και βάλε... Και απομακρύενται πλαταγίζον τα χείλη του.
***
Ένα άλλο γκαρσόνι, γηραλέον με παμπάλαιον σμόκιν, μας πλησιάζει συνωφρυωμένον και αγριωπόν και μας ερωτά τι θέλομεν. Του παραγγέλλομεν τρία ποτηράκια ισπανικής «μαδέρας» και ένα «κουαντρώ».
Ιδού δια την περιέργειαν και μερικαί τιμαί του καταλόγου:
Σαμπάνιες: Μουμμ (Κορντόν Ρουζ) Δρ.500
Γαλλικά κρασιά: Μεντόκ, Πομμάρ Δρ.250
Κρασιά του Ρήνου: Νιρστάνερ, Γιοχάννεσμπεργκ, Τσέλτιγκερ Δρ.250
Ισπανικά κρασιά: Μαντέρα, Μάλαγκα, Μαρσάλα,
Πόρτο (άσπρο), Πόρτο (κόκκινο), το ποτήρι Δρ. 50
Κονιάκ: Ενεσσύ, Μαρτέλλ, το ποτήρι Δρ. 50
Ουίσκυ: Τζων Χαίηγκ, Τζόνι Ουώλκερ, Μπούχαναν,
το ποτήρι Δρ. 60
Λικέρ: Κουαντρώ, Μπενεντικτίν, Τσέρρυ Μπράντυ,
Κιρς, Γκραν Μαρνιέ, Κυρασό, Κούμμες, Πέπερμιντ, το ποτήρι Δρ. 50
Έπειτα ακολουθούν τιμαί «μεταλλικών υδάτων», χαβιαρίου, αστακών, φουά-γκρα, φρούτων κλπ.
Ιδού, λοιπόν, με ποίας τιμάς οινοπνευματωδών ποτών και άλλων ορεκτικών, ημπορεί κανείς να μπη εις την θύραν του νυκτερινού Παραδείσου «Folies d'hiver».
Ώρα 11η. Είμαστε ακόμη οι μόνοι πελάτες.
Κυττάζω στο επάνω από το τραπεζάκι μας θεωρείο.
Μια μελαχροινή χοντρή γυναίκα με μαύρα μάτια και πυκνά μαύρα τσίνουρα, Ιταλίδα ίσως, μιλάει βραχνά με μίαν άλλην «αρτίστα».
-Io... sai... io non posso fare cosi...
Απέναντι, ένα γκαρσόνι κάθεται συνωφρυωμένο με τα χέρια κρεμασμένα.
Εκείνη, με της ξεγυμνωμένες μασχάλες και τα κοντά φουστάνια, κάνει πάλι επίδειξι των μηρών της.
Μπαίνει κ' ένας γηραιός κύριος, γνώριμος του περιβάλλοντος. Παίρνει θέσι ανάμεσα σε δύο κυρίες και αρχίζει ατελείωτη κουβέντα μαζύ τους.
Προσέχω της «αρτίστες» που μιλούν αναμεταξύ τους. Η γερμανική επικρατεί.
***
Περασμένα μεσάνυχτα αρχίζουν τα χορευτικά νούμερα και η «αττραξιόν» του καμπαρέ. Δεν βλέπομε όμως παρά της ίδιες «αρτίστες» με άλλες όμως τουαλέττες –επί το γυμνότερον- ή ολωσδιόλου μεταμφιεσμένες, σαν μασκαρεμένες.
Μία, ντυμένη σαν Εσκιμώα, με φουστάνια κοντά μέχρις... ομφαλού, χορεύει έναν άγριο χορό.
Στην διακοπή χορεύουν και οι πελάτες με της διάφορες κυρίες. Τώρα τα χορευτικά ζεύγη είναι αρκετά και η μικρή αίθουσα έχει γεμίσει από πελάτες και από καπνούς.
Μια σαμπάνια επί τέλους ανοίγεται, αλλά και αυτή δεν... κάνει κρότο!
Ιδού και άνθη. Ένας γέρος περιτρέχει τα τραπεζάκια δια να πουλήση μιαν ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα, υακίνθους και άλλα λουλούδια, αλλά κανείς δεν την αγοράζει...
Θα πλησιάζη 1 μετά τα μεσάνυκτα, όταν κάνη την εμφάνισίν του ο πρώτος αστήρ του νυκτερινού κέντρου, η Γαλλίς δεσποινίς Ντωβιά, μια γερασμένη ντιζέζ και σαντέζ, η οποία, φορώντας μια πολυτελή ισπανιόλικη μαντέλλια, μεταξωτή μαύρη με άσπρα τριαντάφυλλα, μπαίνει με ύφος βασιλίσσης και παίρνει θέσι κοντά σε δύο καβαλλιέρους που την υποδέχονται με πολλές τιμές, φιλώντας το χέρι της και υποκλινόμενοι σαν παλιοί ιππότες...
Έχει μιαν απαγγελία κρυστάλλινη. Η φωνή της χονδρή, έχει μια βραχνάδα∙ αλλά είναι πολύ δυνατή. Έχει μιαν έντασι θαυμαστή στις ψηλές νότες. Απαγγέλλει διάφορες σανσονέττες και δεν είναι δύσκολη, όταν την χειροκροτούν, να πη κι' άλλες.
Η ορχηστρούλα την συνοδεύει, ενώ ο προβολεύς ρίχνει επάνω της οργιώδεις φωτισμούς.
Η δεσποινίς Ντωβιά φορεί στο ένα της πόδι ένα ψιλό, χρυσό βραχιολάκι. Βήχει κάθε τόσο. Rentrons chez moi...
Έτσι, τελειώνει μια χαριτωμένη καντσοννέττα της. Τελευταίο, λέει ένα ισπανικό τραγούδι, το γνωστόν «Πέντρο», που της το ζητούν επιμόνως και οι πελάτες. Το λέει με μια φωνίτσα και μια διαβολιά φραντσέζικη, που χαλάει κόσμο.
Ακούμε μερικά: Caramba! Amigos!
Το κέντρο σείεται από τα χειροκροτήματα. Η διαβολεμένη Φραντσέζα ανεβαίνει στο μπόντιουμ, κοντά στην ορχήστρα και τραγουδάει με μπρίο, χτυπώντας τα χέρια της. Ο χορός κάτω γενικεύεται. Ένα μέλος της συντροφιάς μας, η οποία έως την στιγμήν εκείνην είχε κρατήσει απόλυτην ουδετερότητα, σηκώνεται και ζητάει μια από της τέσσερες νεαρές «γερμανιδίτσες» και χορεύει μαζύ της.
Στης 3 το πρωί πληρώνομε και φεύγομε, ενώ η φασαρία και το γλέντι συνεχίζεται...».
Για περισσότερα νοσταλγικά βλέπε Παλιά Αθήνα
σχόλια