«Ενώ εμάθομεν παν ξενικόν παιγνίδιον, χωρίς να υπάρχη κίνδυνος να καθυστερήσωμεν και εις την γνώσιν παιγνιδίων των κατοίκων του πλανήτου Άρεως... με όλα ταύτα, εμμένωμεν οι περισσότεροι Έλληνες εις το τρομερόν εκείνο τάβλιον. Είπε κάποιος, και δεν ωμίλησε ανακριβώς:
-Δεν κάμνουν τόσον κρότον όλα τα αυτοκίνητα της Ελλάδος καθ' εκάστην, όσον κάμνουν τρομακτικώτερον πάταγον τα παιζόμενα τάβλια εις τα καφφενεία και τας λέσχας της.
-Μόνον; Προσέθεσε άλλος καλλίτερον πληροφορημένος.
Και εις τα σπίτια ακόμη. Διεταράχθη η οικογενεική γαλήνη από το τάβλιον, όσον όχι από την γυναίκα εις την ανθρωπίνην κατοικίαν.
Πραγματικώς, παίζουν σήμερον και γυναίκες τάβλιον εις αιθούσας. Δεν είνε αρκετά το πόκερ, το ραμή, αλλά ζητείται μεγαλυτέρα φαιδρότης δια των κρότων του ταβλίου. Αφηγήθη ειδήμων των παραδόξων τούτων κοινωνικών συνηθειών, ότι γνωρίζει κοσμικάς κυρίας, αι οποίαι τρελλαίνονται δια το τάβλιον και τον ναργιλέν:
-Δεν παίζουν ζάρια; Τον ηρώτησαν.
-Δεν ευκαιρούν από την αφοσίωσίν των εις το τάβλιον.
Δεν είδατε πόσον φωνάζουν οι παίζοντες κοντσίναν, πρέφαν, πόκερ, μπριτζ; Φωνάζουν, συζητούν, βρίζουν περισσότερον παρά παίζουν. Πώς να μη δείξουν, λοιπόν, εξαιρετικήν προτίμησιν προς παιγνίδιον, το οποίον τοις παρέχει ευρυτάτην ευκαιρίαν να χειρονομούν ζωηρώς, να χτυπούν παταγωδώς τα κατηραμένα εκείνα στρογγυλά ξυλαράκια;
Τούτο παίζεται πλέον εντός και εκτός των καφενείων, εις τα πεζοδρόμια, εις κήπους, εις εξώστας, εις ταράτσας, εις ατμόπλοια, εις λουτροπόλεις, εξοχάς. Ισχυρίσθη παραδοξολόγος ότι είδε, προ παντός δε ήκουσε ο ατυχής, κυρίας παιζούσας τάβλιον και εις αυτοκίνητον. Έχουν μικρόν τάβλιον εις το τσαντάκιόν των. Μικρόν μεν, αλλά πολύκροτον φοβερά, όπως και τα πιστολάκια της μικράς τσέπης...
Ηρώτησε όμως κάποιος:
-Αλλά τι είνε εκείνο το οποίον καθιστά παρ' ημίν τόσον πολύ αγαπητόν, τόσον ακαταγώνιστον το, όχι και πολύ ευπρεπές αυτό, παιγνίδιον.
-Ακριβώς η ασχήμια του, είπον αρκετοί.
-Και προ πάντος ο κρότος του. Αγαπά ο Έλλην τον πάταγον και όταν παίζη.
Δεν είδατε πόσον φωνάζουν οι παίζοντες κοντσίναν, πρέφαν, πόκερ, μπριτζ; Φωνάζουν, συζητούν, βρίζουν περισσότερον παρά παίζουν. Πώς να μη δείξουν, λοιπόν, εξαιρετικήν προτίμησιν προς παιγνίδιον, το οποίον τοις παρέχει ευρυτάτην ευκαιρίαν να χειρονομούν ζωηρώς, να χτυπούν παταγωδώς τα κατηραμένα εκείνα στρογγυλά ξυλαράκια;
Ουδείς τα μετακινεί ησύχως, ευπρεπώς, αλλά τα κτυπά θορυβωδέστερον τυμπάνου. Όταν δε έχει η φυλή το τύμπανον ως συνηθέστερον μέσον εκδηλώσεως της ευθυμίας της, θα ήτο αντινομία να μη είχε και το παταγώδες τάβλιον ως μέσον σκοτωμού της ώρας της. Θα παρετηρήσατε βεβαίως ότι σπανίζουν πολύ οι σκακισταί εις τον τόπον μας. Εις αυτάς τας Αθήνας, δεν υπάρχουν πλέον και οι ελάχιστοι εκείνοι σκακισταί, οι οποίοι κατελάμβανον κάποιαν γωνίαν εις καφφενείον, ήσυχοι, σκυμμένοι, σκεπτικοί, αφωσιωμένοι επί μακράς ώρας εις το παιγνίδιόν των.
-Αλήθεια, τι απέγιναν οι ολίγοι εκείνοι τύποι; ηρώτησαν μερικοί.
-Εξετοπίσθησαν, εξωρίσθησαν εκ των καφφενείων ως άχρηστοι οχληροί. Δεν είχον θέσιν μεταξύ των άλλων πελατών, των πολυθορύβων, των φωναζόντων, των συζητούντων μεγαλοφώνως, των τυπτόντων την χείρα των, τον γρόνθον των, την ράβδον των εις τα μάρμαρα των τραπεζιών και προ παντός, των τυπτόντων τους πεσσούς του ταβλίου με τόσην ορμήν και τόσον κρότον, ώστε ερραγίζοντο οι τοίχοι. Εθεωρήθησαν οι ήρεμοι, γαληνιαίοι, άφωνοι, ουδένα θόρυβον ποιούντες σκακισταί, ως σκάνδαλον και τους έκλεισαν την θύραν των καφφενείων. Κατηργήθη εις ταύτα το άκροτον ζατρίκιον και αφέθη απεριόριστον και ακατάλυτον το κροτικώτατον τάβλιον, ως συμφυέστερον με τας συνηθείας μας και τας εν γένει αντιλήψεις μας, εις την ζωήν.
-Mας αρέσει, λοιπόν, τόσον πολύ ο κρότος, ο πάταγος; Αλλά διατί;
- Τι δύναταί τις να γνωρίζη περί των μυστηρίων της φυλής; Ίσως τούτο. Ότι επιδρά η φύσις.
- Αλλά είνε τόσον ήρεμος η ελληνική φύσις. Εδώ, σπανίως βροντά και ο ουρανός μας, διότι σπανίζουν αι καταιγίδες.
- Ναι, αλλά δεν πρέπει να λησμονώμεν την φυσικήν διαμόρφωσιν του εδάφους της χώρας μας. Καθώς υπάρχουν πολλά όρη και πολλαί χαράδραι, συνηθίζουν να φωνάζουν οι άνθρωποι, βροντωδώς μακρόθεν, όπως συνεννοούνται. Απέκτησαν, λοιπόν, την έξιν της κραυγής, του θορύβου.
- Αλλά χαράδραι εις την πρωτεύουσαν; Που ευρέθησαν;
- Είνε περισσότεραι και από τας των ορέων. Έχομεν οδούς, παρακαλώ».
(«Θεατής», Ο Καρυοθραύστης, Σεπτέμβριος 1927)
Η Παλιά Αθήνα δροσερή και καλοκαιριάτικη περιμένει την επίσκεψή σας
σχόλια