Ο φακός ταξιδεύει πάνω από το νυχτερινό Μιλάνο. Μια σειρά από ανθρώπινα αγκομαχητά συνθέτουν σταδιακά μια μελωδία για να ενωθούν με το συνθεσάιζερ και τα υπόλοιπα όργανα ‒ ένας φόρος τιμής στον μαέστρο Μορικόνε από τον Σάντι Πουλιρέντι που εντάσσει στο σάουντρακ φωνητικά και ήχους συναφή με το θέμα της ταινίας, συνδημιουργώντας την, ουσιαστικά, μαζί με τον σκηνοθέτη. Ήδη από αυτή την πρώτη σκηνή αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η «τελευταία νύχτα» δεν θα είναι εύκολη για τον Φράνκο Αμόρε, έναν αστυνομικό που πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί σε λίγες ώρες, μετά από 35 χρόνια στο Σώμα. 

 

Η αστική περιπλάνηση του φακού του Αντρέα ντι Στέφανο σταματά στο διαμέρισμα του Φράνκο και της συντρόφου του, όπου είναι μαζεμένοι φίλοι για να του κάνουν πάρτι-έκπληξη. Ακούμε να μιλούν για τον ήρωα πολύ πριν τον δούμε, μαθαίνουμε ότι ετοιμάζει εδώ και μέρες τον λόγο που θα εκφωνήσει και ότι σε «35 χρόνια καριέρας δεν έχει πυροβολήσει ποτέ άνθρωπο». Όταν φτάνει καταϊδρωμένος στο πάρτι και βλέπουμε το πρόσωπό του, είναι γεμάτος αγωνία και δάκρυα, τα οποία ίσως να μη σχετίζονται με τη συγκίνησή του από την έκπληξη. Στο σημείο εκείνο η αφήγηση πάει δέκα μέρες πίσω, για να μάθουμε τι προηγήθηκε.

 

Ο σκηνοθέτης είχε στο βιογραφικό του ήδη δύο αγγλόφωνες δουλειές με ενδιαφέροντα στοιχεία, όπου η αγάπη του για το αστυνομικό είδος ήταν εμφανής, χρειάστηκε όμως να επιστρέψει στην πατρίδα του για να παραδώσει την πρώτη πραγματικά ολοκληρωμένη δουλειά του και να μας κάνει να πιστέψουμε ότι μπορούμε να περιμένουμε σπουδαία πράγματα από αυτόν στο μέλλον. Η ατμόσφαιρα του έργου είναι ενιαία από την αρχή ως το τέλος, το φλερτ με τον αστικό υπαρξισμό του Μάικλ Μαν είναι εμφανές και δεν περιορίζεται στο ύφος –θα επανέλθουμε‒ o Πιερφρανσέσκο Φαβίνο, δε, πέρα από την ευλογία μιας φάτσας βγαλμένης, θαρρείς, από ένα μυθικό κινηματογραφικό παρελθόν, έχει αναπτύξει πρωταγωνιστική στόφα και έχει εξελιχθεί σε ερμηνευτικό εργαλείο κλάσης. 

 

Η ανάγκη του Ντι Στέφανο να υπηρετήσει το είδος, που συνεπάγεται τόσο μια επιμονή στη δημιουργία δραματικών «συγκρούσεων» και επεισοδίων όσο και επιστράτευση κάποιων χαρακτηρολογικών κλισέ που το συνοδεύουν, αφαιρεί πόντους από το αποτέλεσμα, ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορείς να μη θαυμάσεις τη βιρτουόζικη πλανοθεσία ή τον τρόπο διαχείρισης του σασπένς – στη σκηνή της μεταφοράς σχεδόν κρατάς την ανάσα σου. Εκείνο που καθιστά την ταινία του μια άνω του μέσου όρου κατάθεση στο είδος είναι, όπως είπαμε, ο υπαρξισμός της, που υπηρετείται μέσω του στυλιζαρίσματος, μέσω της διάθεσης αλλά και θεματολογικά. Στη μακρά αυτή νύχτα ο Φράνκο Αμόρε θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια σειρά από ηθικά διλήμματα, θα δει τον κώδικά του να δοκιμάζεται από εξωγενείς δυνάμεις και προκλήσεις, θα κληθεί να πάρει δύσκολες αποφάσεις και, φυσικά, να αποδεχτεί τις αναπόφευκτες συνέπειες των επιλογών του.

 

Στο φινάλε τον βρίσκουμε όχι μεταξύ του αντίο και του πουθενά αλλά μπροστά στο Duomo, ανάμεσα σε σειρήνες που επευφημούν(;) και μια μαυροντυμένη φιγούρα που πλησιάζει. Μπορεί να είναι όντως η τελευταία του νύχτα, αλλά επέλεξε να παραμείνει ο Φράνκο Αμόρε ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Και στο τέλος της μέρας ή, μάλλον, της νύχτας αυτό είναι που έχει σημασία.