Εκτός Γαλλίας, η υπόθεση του Πιερ Γκολντμάν μάλλον είναι γνωστή κυρίως σε μεγάλες (πια) ηλικίες και σε μέλη της αριστερής διανόησης. Ο πολωνοεβραϊκής καταγωγής μαχόμενος αριστερός Πιερ Γκολντμάν κάποια στιγμή στη ζωή του μετατράπηκε σε κοινό ληστή, αποσπώντας με την απειλή όπλου χρήματα, καθ’ ομολογίαν του για να συνεχίσει να ζει ως μπουρζουάς. Σε πρώτο βαθμό δικάστηκε για τέσσερις ένοπλες ληστείες, αρνούμενος πεισματικά ότι διέπραξε την τέταρτη, που οδήγησε στον θάνατο δύο ανθρώπων. Μια καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη το 1974, ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, ένας ξεσηκωμός της γαλλικής αριστεράς και μια έφεση μετά, βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1976 και στο Εφετείο, όπου η υπεράσπιση επιμένει στην αθωότητα του Γκολντμάν όσον αφορά την αιματηρή ληστεία, με κίνδυνο η ποινή του να μετατραπεί σε θανατική διά γκιλοτίνας – είτε το πιστεύετε είτε όχι, στη Γαλλία η θανατική ποινή καταργήθηκε μόλις το 1981, επί Μιτεράν. 

 

Πέραν μιας εισαγωγικής σκηνής, όπου προκύπτει η διαφορετική στάση του κατηγορούμενου και του δικηγόρου του απέναντι στην εβραϊκότητά τους, η δράση εξελίσσεται αποκλειστικά μέσα στην αίθουσα του Εφετείου. Αυτός ο περιορισμός δεν θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για το εγχώριο κοινό, αφενός επειδή, όπως γράφαμε με αφορμή την πρόσφατη επανέκδοση μιας μεγάλης δόξας του είδους, στη χώρα μας λατρεύουμε τα δικαστικά δράματα, αφετέρου επειδή η εναλλαγή προσώπων και η αντιστοίχιση διαλόγων και πλάνων αντίδρασης θα δώσει την εντύπωση αν όχι μιας κίνησης, έστω μιας κινητικότητας. 

 

Οι φαν της λεπτομερούς ανάδειξης της διαδικασίας θα ενθουσιαστούν, καθώς η ταινία αποδεικνύεται σχολαστική ως προς το δικονομικό μέρος, σε βαθμό που κάποιοι θεατές μπορεί να τη λογαριάσουν για δραματοποιημένη εκδοχή των πρακτικών της δίκης – δεν είναι τέτοια, και όχι μόνο επειδή ο Σεντρίκ Καν και οι συνεργάτες του έλαβαν δημιουργικές ελευθερίες. Καθώς πρόκειται για δικαστικό δράμα και το σασπένς γύρω από την έκβαση της δίκης θα αγγίξει μέρος του κοινού που δεν γνωρίζει την υπόθεση, προτείνουμε να σταματήσετε να διαβάζετε εδώ, αν δεν θέλετε να μάθετε περισσότερα γι’ αυτή, και να επανέλθετε αφού δείτε την ταινία – αν και ο Καν στην πραγματικότητα δεν στέκεται εκεί.

 

Η ταινία του αφορά κάτι ευρύτερο από την ειδική περίσταση Γκολντμάν, σχετίζεται με την απονομή της δικαιοσύνης και την επιρροή σε αυτήν παραγόντων που, τουλάχιστον στην ποινική διαδικασία, θα έπρεπε να μην απασχολούν το δικαστήριο. Μέσα στην αίθουσα ο Καν τοποθετεί τόσο το θεσμικό δικαστήριο όσο και το «λαϊκό», τον ρόλο του οποίου αναλαμβάνουν οι παριστάμενοι στο ακροατήριο. Σε ένα στιγμιότυπο καίριας σημασίας, που μπορεί να περάσει απαρατήρητο, κάποια από το κοινό φωνάζει εκτός κάδρου σε μάρτυρα να μιλήσει πιο δυνατά, επειδή δεν μπορούν να ακούσουν καθαρά. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, εκτός κάδρου επίσης, καλεί τη μάρτυρα να αυξήσει την ένταση της φωνής της, παρά το γεγονός ότι αυτή είναι επαρκής για να ακούσουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Με αυτό τον (κινηματογραφικό) τρόπο ο Καν μας γνωστοποιεί ότι ο δικαστής έχει το βλέμμα του στραμμένο κατά ένα μέρος στην κοινή γνώμη, ότι έχει απολέσει την ουδετερότητα που όφειλε να έχει. 

 

Μέσα από αντίστοιχες λεπτομέρειες –που δεν είναι καθόλου τέτοιες– ο Καν παρεμβαίνει στο κείμενο σκηνοθετικά, δηλαδή το σενάριο σού λέει το ένα, αλλά εκείνος σου λέει το άλλο. Ιδιοφυώς, δε, κατά τη διάρκεια της δίκης θα δώσει σε όλους τους συμμετέχοντες ελκυστικές και απωθητικές στιγμές. Θα σε κάνει να νιώσεις αποστροφή για τις μεθόδους όχι μόνο της εισαγγελίας αλλά και της υπεράσπισης. Ο δε κατηγορούμενος είναι κάποιος που, πιθανότατα, δεν θα ήθελες να συναναστραφείς ούτε για πέντε λεπτά, μα η δίκη δεν (θα έπρεπε να) αφορά τον χαρακτήρα του. Κι, όμως, όλοι μοιάζουν να εστιάζουν κυρίως σε αυτόν. Ακόμα και ο ίδιος ο Γκολντμάν, ενώ στην αρχική δήλωσή του δηλώνει την επιθυμία του να εστιάσουν στα αντικειμενικά στοιχεία και ότι δεν θα συμμετάσχει στην προσωπική του έκθεση, στη συνέχεια αυτοβούλως θα εκτεθεί προσωπικά, προκειμένου να χειραγωγήσει τους συγκεντρωμένους οπαδούς του. Πολύ αργότερα στο φιλμ, ο δεύτερος εισαγγελέας θα ξεκινήσει την αγόρευσή του με τη φράση ότι η εισαγγελία δεν θέλει πάση θυσία να πετύχει την καταδίκη του κατηγορουμένου και ότι ενεργεί ως συλλειτουργός της Δικαιοσύνης, όταν αμέσως πριν ο συνάδελφός του τον έχει διαψεύσει εμφατικά. Η αφήγηση και το μοντάζ της ταινίας υπογραμμίζουν διαρκώς τέτοιες αντιφάσεις σε μια απόπειρα να καταδείξουν τις προκαταλήψεις και τις στρεβλώσεις που μολύνουν το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης. 

 

Από τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ξεκάθαρα αν όχι η αθωότητα, τουλάχιστον η αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορουμένου για την επίμαχη ληστεία και τον φόνο δύο ανθρώπων. Κι όμως, εισαγγελία και υπεράσπιση εστιάζουν στα χαρακτηριστικά του κατηγορουμένου και επιχειρούν επίκληση στο συναίσθημα. Κι όμως, ο δικηγόρος που αρνιόταν πεισματικά να επικαλεστεί το εβραϊκό τραύμα και να θέσει εαυτόν σε κοινή γραμμή με τον πελάτη του θα κλείσει την αγόρευσή του με αυτό. Και όταν στο φινάλε δικαστές και ένορκοι αθωώνουν τον Γκολντμάν για τη συγκεκριμένη ληστεία και τους φόνους, νιώθεις ότι η απόφαση ελήφθη επειδή στο ακροατήριο φώναζαν πολλοί «Γκολντμάν αθώος» και μόνο ένας «Γκολντμάν ένοχος». Και παρά τους πανηγυρισμούς και τα δάκρυα χαράς μερικών, κυριαρχεί μια αίσθηση ήττας, ίσως γιατί ο Καν αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο διαφορετικού αποτελέσματος αν το ρεύμα στο ακροατήριο είχε αντίθετη κατεύθυνση, αν η ταυτότητα του κατηγορουμένου ήταν άλλη. 

 

Στο τέλος ο κατηγορούμενος δικαιώνεται, αλλά για τους λάθος λόγους, κι εκείνος που «καταδικάζεται» είναι το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης. Ιδιοφυώς, ο Καν θα βάλει μέσα στο κάδρο, μαζί με τους πανηγυρίζοντες, τους συγγενείς των θυμάτων που κλαίνε – ίσως γιατί γνωρίζουν ότι η μνήμη των αγαπημένων τους δεν θα δικαιωθεί ποτέ; Και η απούσα από το σύνολο του φιλμ μουσική δεν θα έρθει ούτε τώρα για να συντροφεύσει τις επευφημίες. Και ένα μαύρο καρέ θα διακόψει βάναυσα τις ιαχές και το χειροκρότημα. Μαζί με τα χαμόγελα και την ελπίδα.