Στο «Οι νεκροί δεν πεθαίνουν» του poster boy του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου Τζιμ Τζάρμους ο Μπιλ Μάρεϊ και ο Άνταμ Ντράιβερ περιπολούν χαλαρά σε μια ξεχασμένη κωμόπολη στη μέση του πουθενά ‒ κυριολεκτικά, λέγεται Centerville. Είναι ξεροί και αγέλαστοι τύποι, τζαρμουσικοί, αλλά όχι ερήμην τους, καθώς στη μέση της πλοκής πετάνε ξαφνικά meta αναφορές στο σενάριο, στον σκηνοθέτη τους, στο country μουσικό θέμα της ταινίας ή στο «Star Wars», όπου ο Ντράιβερ υποδύεται τον Κάιλο Ρεν.

 

Οι εξυπνάδες διανθίζουν την αναταραχή που εξελίσσεται αργά, διαβρωτικά και εντελώς παράξενα σε μια ακίνητη κοινότητα, μνημειωδώς ασυνήθιστη στις αλλαγές. Σεληνιακές, υποτίθεται, ρωγματώσεις προκαλούν μετατόπιση του άξονα της Γης, οι νεκροί ξυπνούν από τους τάφους τους και επιτίθενται στους ζωντανούς με τις γνωστές σπαστικές κινήσεις και τις αναμενόμενες κανιβαλιστικές διαθέσεις.

 

Το ποιος θα επιζήσει του ζόμπι ολοκαυτώματος έχει ένα μικρό σασπένς, αλλά η ιδέα και η κομψή, οικονομική εκτέλεση μοιάζουν πλεονασμός και στο συνολικό έργο του Τζάρμους αλλά και στην πολιτική δήλωση που επιχειρεί, εξηγώντας την, αντί να την αφήσει να εννοηθεί από τα προφανή συμφραζόμενα.

 

Τον χορό σέρνει ο Ίγκι Ποπ, που διψά για καφέ, θύμα πέφτει η Σάρα Ντράιβερ (που εκτελεί και χρέη συμβούλου σεναρίου στην ταινία) και σειρά έχει το χωριό, ακόμα και η επισκέπτρια Σελίνα Γκόμεζ, που οδηγεί μια κλασική Πόντιακ βγαλμένη από το σύμπαν του Τζορτζ Ρομέρο, μαζί με δυο φιλαράκια της, τα «ειρωνικά χιπστεράκια της πόλης», όπως τα αποκαλεί ο ιδιοκτήτης του τοπικού μοτέλ.

 

Ο θίασος του Τζάρμους, καθώς και μερικοί νέοι «απόστολοι», στρατολογήθηκαν με σέβας: ο Τομ Γουέιτς είναι ο μαλλιαρός τρελός του χωριού, ο ερημίτης που εγκατέλειψε νωρίς τα εγκόσμια για να βρει σωτήριο καταφύγιο στο κοντινό δάσος ‒ κάτι ήξερε, αλλά τον παρεξήγησαν όλοι εκτός από τον συμπονετικό συμμαθητή του από το δημοτικό, τον Μπιλ Μάρεϊ. Ο Στιβ Μπουσέμι είναι ο γκρινιάρης μαλάκας που κανείς δεν συμπαθεί.

 

Η Κλόι Σεβινί συμπληρώνει το τρίο των στωικών αστυνομικών, μόνο που αποδεικνύεται πιο ευαίσθητη και ανυπόμονη απ' ό,τι δηλώνει. Ο Ντάνι Γκλόβερ βοηθάει σαν καλός Σαμαρείτης με την έμφυτη ευγένεια και γενναιοδωρία του. Και η Τίλντα Σουίντον παίζει τη νεκροθάφτη-«ούφο» με την αχαρτογράφητη (μάλλον σκωτζέζικη) προφορά, που απευθύνει ερωτήσεις για να συλλέξει πληροφορίες και ειδικεύεται στην τέχνη του σαμουράι.

 

Το ποιος θα επιζήσει του ζόμπι ολοκαυτώματος έχει ένα μικρό σασπένς, αλλά η ιδέα και η κομψή, οικονομική εκτέλεση μοιάζουν πλεονασμός και στο συνολικό έργο του Τζάρμους αλλά και στην πολιτική δήλωση που επιχειρεί, εξηγώντας την, αντί να την αφήσει να εννοηθεί από τα προφανή συμφραζόμενα. Η σάτιρα χτυπάει τους αδαείς, αποχαυνωμένους συμπατριώτες του που βουλιάζουν στο κέντρο της χώρας, ομφαλοσκοπώντας σε μια καλοβαλμένη, συμπαθή μιζέρια που αντιπαλεύει οποιαδήποτε γνώση και πνευματική ανησυχία.

 

Στο αδόκητο ξύπνημά τους οι απέθαντοι αναζητούν αυτό που έκαναν όσο ήταν ζωντανοί και, δυστυχώς, κατευθύνονται στις υλικές συνήθειες που εγκατέλειψαν απότομα, τον καφέ, τα γλυκά, τα σπορ, το wifi... Στις ταινίες του ο Τζάρμους συχνά εξάγει γλυκόπικρες αλήθειες της ζωής μέσα από προφορικές αντιφάσεις της στιγμής με μια χαρακτηριστικά χιουμοριστική, καφενόβια, λακωνική, στα όρια του χαϊκού ψυχανάλυση.

 

Εδώ οι ανάλαφρες κουβεντούλες δεν καταλήγουν σε ολοκληρωμένη φιλοσοφία. «Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα» είναι το μότο που επαναλαμβάνει σχεδόν ρομποτικά ο Ντράιβερ, διακόπτοντας τον αξιοζήλευτο έλεγχο που έχει στα πράγματα και που εκνευρίζει τόσο ακόμα και τον ολύμπια ήρεμο Μάρεϊ. «Σκότωσε το κεφάλι» είναι το επιμύθιο, ένας στόχος-μονόδρομος που συμφωνεί με την ισχύουσα μυθολογική μεθοδολογία ξεπαστρέματος του αφύσικου νεκροζώντανου μια και καλή. Επιπρόσθετα, λειτουργεί ως καμπανάκι για το ξερίζωμα του κακού από την κεφαλή ‒ διότι το ψάρι βρομάει...

 

Το «Οι νεκροί δεν πεθαίνουν» είναι μια υποσημείωση στο έργο του Ζάζα, όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά οι καλοί του φίλοι. Η ζόμπι σάτιρά του έρχεται με καθυστέρηση για το είδος και το νόημά της έχει εμπεδωθεί ήδη. Επίσης, χάνει μια καλή ευκαιρία να αξιοποιήσει τη μοναδική φρέσκια παρουσία στην ταινία, τη Σελίνα Γκόμεζ, η οποία προφανώς παίζει εδώ για να αυτοαναβαθμιστεί σε βαθιά νερά, αλλά ο Τζάρμους την αποβάλλει νωρίς από την πισίνα του.