Ως ψυχογράφος χαρακτήρων που υποφέρουν επίμονα και παρατεταμένα, ο Στιβ Μακουίν διεκδικεί τον τίτλο του σκηνοθέτη του πόνου από τον Αλεχάνδρο Ινιάριτου, χωρίς ωστόσο να τον ενδιαφέρει το καταφύγιο της θρησκείας ή η μεταφυσική λύση.

 

Οι Χήρες πρωτοπαρουσιάστηκαν ως βρετανική τηλεοπτική σειρά τη δεκαετία του '80 και τώρα ο Μακουίν, μαζί με τη γνωστή συγγραφέα Τζίλιαν Φλιν, μεταφέρει τη δράση και τους ήρωες στο σημερινό Σικάγο, συνδυάζοντας το κοινωνικό σχόλιο με το είδος της «περιπέτειας ληστείας», όχι πάντα εύστοχα ή δυναμικά, αλλά πάντως με διαφορετική και πιο βαθιά ματιά από τα συνηθισμένα δείγματα που αναμασούν σχήματα και μοτίβα, κλίνοντας άλλοτε προς το δράμα της προδοσίας και άλλοτε προς την κωμωδία του διασκεδαστικού, ανώδυνου heist.

 

Η βία είναι ο κοινός παρονομαστής στο συγκεκριμένο είδος, καθώς και στο σινεμά του Μακουίν: τέσσερις γυναίκες με διαφορετικό background μένουν χήρες όταν οι σύζυγοί τους πέφτουν νεκροί μετά από μια απόπειρα μεγάλης ληστείας που πήγε στραβά.

 

Η γυναίκα του αρχηγού, του Χάρι Ρόουλινγκς (Λίαμ Νίσον), η Βερόνικα (Ντέιβις), οργανώνει τις υπόλοιπες, την ψηλή, όμορφη, πολωνικής καταγωγής Άλις (Ντεμπίκι), την οποία ο άνδρας της χτυπούσε και εξευτέλιζε, και τη Λατίνα Λίντα (Ροντρίγκεζ), σε μια απροσδόκητη και ως έναν βαθμό απερίσκεπτη ρελάνς, καθώς ο Χάρι την άφησε χρεωμένη κατά δύο εκατομμύρια δολάρια, ποσό που ένας υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές και το σαδιστικό πρωτοπαλίκαρό του ζητούν εμφατικά, δίνοντάς της διορία έναν μήνα για να το βρει και να τους το παραδώσει ‒ η τέταρτη χήρα απέχει από το σχέδιο, προβάλλοντας το μωρό της ως βασικό λόγο.

 

Η βία είναι ο κοινός παρονομαστής στο συγκεκριμένο είδος, καθώς και στο σινεμά του Μακουίν: τέσσερις γυναίκες με διαφορετικό background μένουν χήρες όταν οι σύζυγοί τους πέφτουν νεκροί μετά από μια απόπειρα μεγάλης ληστείας που πήγε στραβά.

 

Ο Χάρι έχει αφήσει παρακαταθήκη ένα ημερολόγιο με λεπτομέρειες για το σχέδιο δράσης ως back up plan και η Βερόνικα, εκπρόσωπος μιας ένωσης δασκάλων στον ελεύθερο χρόνο της, ζητάει από τον οδηγό τους να τη βοηθήσει σε μια διαδρομή που αγνοεί πλήρως, καθώς δεν είχε καμία σχέση ή γνώση για τις παράνομες δοσοληψίες.

 

Στην ομάδα μπαίνει και η νταντά των παιδιών της, η Λίντα, η σβέλτη και πρόθυμη Belle (Σίνθια Ερίβο), αλλά και ο Τζακ Μάλιγκαν (Κόλιν Φάρελ), ένας πολιτικός που κινείται στα απόνερα του θρυλικού πατέρα του και ελέγχεται για ατασθαλίες και ύποπτες επαφές καταμεσής του προεκλογικού του αγώνα, την ίδια στιγμή που βαρύθυμα φοράει ένα δημόσιο κοστούμι που αισθάνεται πως δεν τον αντιπροσωπεύει.

 

Αγέρωχη και κοφτή, κλασάτη ακόμα και στις επικίνδυνες αποστολές της, η Βερόνικα της Ντέϊβις φέρεται υπεροπτικά απέναντι στις «λαϊκές» συνδοιπόρους της. Η Belle είναι η πρώτη που τη βάζει στη θέση της και στη συνέχεια, σε μια ωραία σκηνή, η Άλις, μια κοπέλα που από τη χειριστική μητέρα της έχει πλέον περάσει στον ρόλο της συνοδού ενός ευγενικού αλλά αποστασιοποιημένου πολιτικού μηχανικού της αντιγυρίζει την απότομη συμπεριφορά με ένα ευεργετικό, όπως αποδεικνύεται, χαστούκι.

 

Ο μηχανισμός της ταινίας βασίζεται στην πλοκή που οδηγεί στο μεγάλο χτύπημα, δηλαδή τη ληστεία που θα ρεφάρει το χρέος.

 

Αυτό που είδαμε στην πρόσφατη Συμμορία των 8 ως νεο-φεμινιστικό υποκατάστατο μιας ανδροπαρέας στην αρένα της παρανομίας μπορούμε να το ξεχάσουμε, γιατί ο Μακουίν προσεγγίζει την αντίθετη πλευρά του πλουμιστού καθρέφτη. Οι μισές στον αριθμό, καχύποπτες, ανύποπτες και απροετοίμαστες γυναίκες, οπλισμένες ωστόσο με ένα τραγικό περιστατικό που τους άλλαξε τη ζωή και προέταξε μια επιτακτική προτεραιότητα που θα της βγάλει από το αδιέξοδο, διαθέτουν ένα σημαντικό αντίδοτο στην πολυτέλεια της Μπούλοκ, της Μπλάνσετ και της παρέας τους: την επιβίωση. Κι άλλο ένα, που είναι η απάντηση στο κενό μιας ζωής με μυστικά και ψέματα, πραγματικά και υπαρξιακά.

 

Ο μηχανισμός της ταινίας βασίζεται στην πλοκή που οδηγεί στο μεγάλο χτύπημα, δηλαδή τη ληστεία που θα ρεφάρει το χρέος. Ενώ δεν το παραβλέπει, ο Βρετανός κάτοχος Όσκαρ για το 12 χρόνια σκλάβος κοιτάζει συνεχώς τις παραμέτρους του πένθους, διανύοντας πρωτότυπα τα στάδιά του, ειδικά στην περίπτωση της Βερόνικα, η οποία στο παρελθόν είχε χάσει τον μονάκριβο γιο της.

 

Ανάμεσα στην απελπισία και στην αποφασιστικότητα, η πρωταγωνίστρια δασκαλεύει και οδηγεί, ακόμα κι αν η κρίση της επιβαρύνεται και οι γνώσεις της δεν αρκούν. Ως θρίλερ, οι Χήρες κρατούν το ενδιαφέρον, αν και δεν συγκεντρώνονται ακριβώς στο είδος.

 

Πάντα σοβαρός, και συχνά σπουδαιοφανής, ο Μακουίν δεν το γυρίζει ποτέ στη σάτιρα, όπως ο Ντέιβιντ Φίντσερ στο Κορίτσι που εξαφανίστηκε (και πάλι διά χειρός Τζίλιαν Φλιν), προτιμώντας να σχολιάσει τα ταξικά κίνητρα και τη διαπεραστική διαφθορά ως πέπλο πεπρωμένου σε μια πόλη βουτηγμένη σε μια ιστορία κυκλικής, διακριτά αμερικανικής βίας (εύκολα όπλα, γρήγοροι φόνοι, πολιτική αμαρτία), με περίτεχνη κάμερα, μελετημένη πλανοθεσία, σκηνοθετικές υποδηλώσεις, με μυαλό δηλαδή έναντι της απερίσκεπτης αδρεναλίνης. Η ληστεία είναι μόνο η αφορμή. Το ζητούμενο στις Χήρες παραμένει η επώδυνη τελετή χειραφέτησης.