«Oλα ξεκίνησαν από μεράκι και αγάπη για το ψάρι και τα αγνά, φρέσκα δώρα της θάλασσας» μου εκμυστηρεύεται ο κ. Μάκης Μαυρόπουλος, συνιδιοκτήτης του Fishαλίδα. Το θαλασσινό στοιχείο ανακαλύπτεις και στις διακοσμητικές λεπτομέρειες της καλόκαρδης σάλας με τα λευκά φωτιστικά που παραπέμπουν σε κιούρτους, την ταπετσαρία που θυμίζει λέπια ψαριού και την εντυπωσιακή οροφή που προσομοιάζει στην κίνηση του κύματος. Εντυπωσιακή είναι η γωνία που φιλοξενεί τα επαγγελματικά γεύματα γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι με καναπέδες δερμάτινους στην απόχρωση της εξωτικής θάλασσας, ενώ από την οροφή κρέμονται λαμπερές φυσαλίδες σε διάφορες αποχρώσεις. Η ομάδα της κουζίνας κινείται με κέφι, στοχεύοντας στην ανάδειξη της γεύσης, κάτι που ανακαλύπτεις στα πιάτα που προσγειώνονται στο τραπέζι. Η κάρτα δεν είναι φλύαρη. Οι θαλασσινές γεύσεις που «κολυμπούν» στο μενού ανοίγουν την όρεξη με μεζέδες, φρέσκα ψάρια αλλά και θαλασσινές μακαρονάδες.
Δυνατό το ξεκίνημα με λευκή ταραμοσαλάτα που κρατά ιδανικές τις ισορροπίες του λεμονιού. Ωραία ιδέα και γευστική είναι οι φακές που συνοδεύονται με κολιό καπνιστό και μπαστουνάκια κολοκυθιού. Τις δοκίμασα και με λίγη από την υπέροχη ντομάτα που η οξύτητά της απογείωσε τη γεύση τους. Το χταπόδι που ψήνεται στη σχάρα είναι το πραγματικό λιαστό και έρχεται σωστά ψημένο, νοστιμότατο, και σε στέλνει διακοπές σε κυκλαδίτικο νησί. Εξαιρετικά γευστικό είναι και το ψητό καλαμάρι. Σκέτο, κομμένο αριστοτεχνικά, τρώγεται με το χέρι, καταρρίπτοντας το savoir vivre. Οι μεζέδες είναι τόσο λιμπιστικοί που σε οδηγούν στην επιλογή τσίπουρου. Γάμος ιδανικός. Τα τηγανητά κουτσομουράκια ευωδιάζουν θάλασσα, σου μιλάνε και τρώγονται απνευστί. Από το θαλασσινό γιουβέτσι με κριθαράκι και πετροσωλήνες ξεχώρισα τους τελευταίους. Το τρατάρισμα για το ξεψάρισμα ήταν μια ακόμη αποκάλυψη. Γλυκά του κουταλιού χειροποίητα, φτιαγμένα με τέχνη από τη μαστόρισσα θεία Γεωργία του ιδιοκτήτη, από σταφύλι, κιτρολέμονο, μήλο, το ένα καλύτερο από το άλλο. Πειρασμός είναι και το σουφλέ σοκολάτας που συνοδεύεται από ένα αλησμόνητο παγωτό μέντα.
Με λίγα λόγια, φάγαμε τα άπαντα του καταλόγου και τα ευχαριστηθήκαμε. Το χαρούμενο μαγαζί και το ευγενικό προσωπικό μάς έκαναν να αισθανθούμε το λιγότερο βασιλιάδες.