Την κάναμε ταράτσα!

Θεωρείται το νεότερο αδελφάκι του γκουρμέ Βαρούλκου. Αλλά εδώ, αντί για το ψάρι, πρωταγωνιστεί το κρέας. Στον νέο του, υπαίθριο χώρο, το «μικρό» φαίνεται να παίρνει άλλη ζωή και επιτέλους να αποκτά δική του ταυτότητα. Καλό αυτό. Πολύ καλό.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΝΕΛΑΟ ΤΖΑΦΑΛΙΑ, 7.6.2007 | 00:00

Έχει ανοίξει εδώ και αρκετούς μήνες, σχεδόν εννέα για την ακρίβεια. Αλλά η σάλα στο ισόγειο του ξενοδοχείου Eridanus το αδικούσε. Παραήταν βαρύς και κλειστοφοβικός ο διάκοσμος για να ταιριάζει στον όρο «παρέα», που άλλες εικόνες μας φέρνει κατά νου. Παράλληλα, η αρχική προσέγγιση του προσωπικού προς τον επισκέπτη/πελάτη μάλλον ακολουθούσε την ίδια δυσκίνητη προσέγγιση, με αποτέλεσμα ακόμα περισσότερα ιδεολογικά κενά. Και υπήρχε κι ένα τρίτο βαρίδι, ψυχολογικό: το γεγονός ότι το εστιατόριο είχε πλασαριστεί ως (και σε μεγάλο βαθμό είναι) δημιούργημα του γνωστού και καθιερωμένου σεφ Λευτέρη Λαζάρου. Και παρά τις όποιες προσπάθειες του νέου αλλά έμπειρου (σ.σ.: δέκα χρόνια οικειοθελούς και συνειδητοποιημένης θητείας στις κουζίνες του Βαρούλκου - από τα δεκαπέντε του!) και αξιόλογου σεφ Κομνηνού Μουφλουζέλη, από τη στιγμή που το κοινό δεν έβλεπε τον χαμογελαστό Λευτέρη να σεργιανίζει στη σάλα -φευ- νόμιζε ότι κάτι έλειπε. Αν ήταν να τρώμε μόνο με το στόμα και τη μύτη, άντε και τα μάτια, αλλά χωρίς το κοινωνικό μας πασαπόρτι, τι απλά που θα ήταν τα πράγματα. Και οι τιμές έγιναν και αυτές πιο απλές.

Η κουζίνα του Κομνηνού Μουφλουζέλη είναι όντως απλή. Απλή, με τον πλέον έξυπνο και καλοδουλεμένο τρόπο. Το ορεκτικό κέρασμα, ένα κομψό ποτήρι με δροσερό πολτό πεπόνι με λίγο λάδι τρούφας και τραγανιστό κριτσίνι παρμεζάνας, ενδεικτικό: ακόμα και με το ελάχιστο μπορείς και πετυχαίνεις το «καλόν». Ένα καρπάτσιο με -ας το αποκαλέσουμε- λαδόξιδο που περιείχε μέλι, δεντρολίβανο και λάδι από σπόρους σταφυλιού (σε δοκιμαστικό σωλήνα, για να το ανακινήσεις) χαρακτηριζόταν από αγνά αρώματα και λεπτεπίλεπτες γεύσεις, με το τερτίπι του δοκιμαστικού σωλήνα να αποκαλύπτει ένα ενδιαφέρον του σεφ για τις νέες γαστρονομικές μόδες. Στη συνέχεια, ένα ελαφρύ και πολύ καλοκαιρινό ριζότο με κουλί (πυκνό χυμό) αγγουριού και φρέσκες φράουλες ήταν έξοχο αλλά αδικήθηκε από τους σερβιτόρους, που μάλλον δεν το έφεραν αμέσως, με αποτέλεσμα οι φράουλες να έχουν μαλακώσει στην πορεία τους προς το τραπέζι. Τα ταρτάκια με μοσχαρίσια γλυκάδια, που ήρθαν μετά, εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού και έφεραν την απολαυστική λήθη ως προς το προηγούμενο λάθος. Το πιάτο ημέρας -φιλεταρισμένος κόκορας με φρέσκα σπαράγγια- ήταν ισορροπημένο και προοδευτικά εντυπωσιακό. Όπως η ποικιλία γλυκών, όπου οι αντίστοιχες γεύσεις του παγωτού φιστίκι και κανέλα εισχώρησαν στο υποσυνείδητο. Κοιτώντας γύρω σου, στην ταράτσα με τα λιγοστά τραπέζια και την τέλεια θέα, στην οποία φτάνεις σχετικά περιπετειωδώς (σκάλες, ασανσέρ, στενές σκάλες), σκέφτεσαι ότι ο σεφ, ως συγγενής του ρεμπέτη Γιώργη Μουφλουζέλη, δεν είναι τσάμπα μάγκας. Ως πρωταγωνιστής πώς θα τα πάει; Θα αντέξει; Αχ, σε βλέπω. Ετοιμάζεσαι να πεις κάποια κακία στο σερβιτόρο! Δεν αντέχεσαι ορισμένες φορές.

 
 
 
 
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
σχόλια
Δεν υπάρχει δυνατότητα σχολιασμού
Βιωσιμότητα και συλλογικές φαντασιώσεις 

Μπορεί η υψηλή γαστρονομία να είναι πράγματι βιώσιμη;

Βασίλης Οικονομίδης |
Scroll to top icon