Έχω μεγαλώσει στην Πετρούπολη και τις ανηφοριές δεν τις φοβάμαι, αλλά η αλήθεια είναι πως μέχρι να μετακομίσω στο –επίσης ανηφορικό– Γκύζη δεν είχα ιδέα τι συμβαίνει στο Πολύγωνο. Δεν συμβαίνει και κάτι βέβαια, είναι μια ήσυχη –πολύ ανηφορική– γειτονιά με άναρχη ρυμοτομία που σε μπερδεύει. «Πού να μας βρεις, εδώ είναι χωριό! Πρώτα, που δεν υπήρχαν αυτά τα GPS, μας έπαιρναν τηλέφωνο για να τους εξηγήσουμε πώς θα φτάσουν, είχαμε κουραστεί να δίνουμε οδηγίες, ευτυχώς που βγήκαν αυτά και δεν μπερδεύονται πια», θα μου πει η Εύη από τον Αξώτη. Εγώ πάντως και με το Google Maps χάθηκα μέχρι να καταλάβω πού στρίβουμε–και ξαναστρίβουμε και ξαναστρίβουμε– για να βγούμε μέχρι την κοντινή Λουκάρεως.
Η Εύη, ο Νίκος και η ταβέρνα που διατηρούν μέχρι σήμερα είναι ένας από τους λόγους που μπορούν να σε οδηγήσουν στο Πολύγωνο – ο άλλος είναι το μαστόρικο μπιφτέκι και ο χειροποίητος γύρος της Ηπείρου που ψήνονται λίγο πιο πέρα. Για να επιστρέψω όμως στο ζευγάρι, η ταβέρνα τους είναι ο Αξώτης και πήρε το όνομά της από τον παππού του Νίκου που έφτασε από τον ορεινό Δανακό της Νάξου στην Αθήνα μετά τον πόλεμο.
Οι πατάτες τους είναι στο τοπ 5 μου: είναι κομμένες σε πολύ λεπτές λωρίδες, τραγανές, χωρίς περιττή λαδίλα, έτσι δοσμένες που θα τις τσιμπάτε και με το χέρι – κι ας λέει ό,τι θέλει το savoir vivre.
Ο πρώτος λοιπόν ιδιοκτήτης τoυ Αξώτη, ο Νίκος Βάσιλας, ήταν οικοδόμος και ακριβώς δίπλα από την ταβέρνα, στο υπόγειο του σπιτιού του, έφτιαχνε τη δική του ρετσίνα με σταφύλι από τα Μεσόγεια. Στην αυλή του μαζεύονταν και οι υπόλοιποι οικοδόμοι της περιοχής για να φάνε όλοι μαζί, καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, γίδα βραστή μέσα από έναν τενεκέ λαδιού. Αυτοί οι οικοδόμοι τα έβαλαν με το επικλινές έδαφος της περιοχής για να χτίσουν τον Αξώτη του γείτονα και φίλου τους το ’56. Έτσι, μια φωτογραφία από τις εργασίες τους και την τότε εικόνα της περιοχής υπάρχει μέχρι σήμερα κρεμασμένη σε έναν τοίχο της ταβέρνας, πάνω από το παλιό ραμποτέ.

Εκτός από αυτό το στιγμιότυπο, το μαγαζί είναι στολισμένο με μια σειρά κάδρων που απεικονίζουν οινοποσίες, κάποια ζωγραφισμένα στο χέρι από τον Νίκο τον νεότερο, ενώ ένα πορτρέτο του Νίκου του πρεσβύτερου και της γιαγιάς Ειρήνης κρέμεται ανάμεσα σε εργαλεία ξυλουργών και βαρελάδων. Έτσι όπως έχουν τοποθετηθεί, όλα αυτά τα πράγματα αποτελούν τη χαρά του τακτικού· μοιάζουν σαν να μπήκαν με μοιρογνωμόνιο, ενώ όλο το μαγαζί γύρω τους λαμποκοπάει, κι ας μετράει χρόνια λειτουργίας.
Ένα σημείο του μαγαζιού αποτελείται μόνο από γιγάντια βαρέλια που γέμιζαν κάποτε με τη ρετσίνα, τότε που ο Αξώτης ήταν κυρίως οινοπωλείο και έψηνε και το κατιτίς του. «Ο παππούς Νίκος έδινε τόσο κρασί που του τελείωνε μέσα σε τέσσερις μήνες· άνοιγε το μαγαζί 28η Οκτωβρίου και μέχρι τη Μεγάλη Δευτέρα τα βαρέλια του είχαν αδειάσει, οπότε κατέβαζε ρολά μέχρι το επόμενο φθινόπωρο».

Σήμερα, αν σας φέρουν στο τραπέζι «καρτούτσο» του κιλού που έχει χάσει το κεραμιδί χρώμα του, τότε είναι από τα παλιά, από την εποχή που δεν υπήρχαν στο μαγαζί η επιλογή του μισόκιλου και τα τεταρτάκια γιατί κανείς δεν τα ζητούσε, αφού όλοι οι πελάτες ήταν γεροί πότες. Όταν αρρώστησε η γιαγιά Ειρήνη και δεν σέρβιραν πια καθόλου φαγητό, οι πελάτες έφερναν ό,τι είχαν από το σπίτι και το έτρωγαν εκεί πίνοντας τη ρετσίνα του μαγαζιού. Ο φίλος τους τούς έδινε τα κλειδιά, τους είχε πλυμένα σκεύη και αλάτι και εκείνοι μετρούσαν πόσα κιλά είχαν πιει κάνοντας, κάθε που τελείωναν ένα, μια τρύπα στο χάρτινο τραπεζομάντιλο με την κάφτρα από το τσιγάρο τους και έτσι έκαναν μόνοι τους τον λογαριασμό. Οι χαρακιές που έκαναν όταν έκοβαν κρεμμύδια και λεμόνια μόνοι τους πάνω στα τραπέζια υπάρχουν μέχρι σήμερα σε έξι από αυτά, σηκώστε το τραπεζομάντιλο να δείτε αν κάθεστε σε ένα τέτοιο.

Στις αρχές των ’90s αναλαμβάνουν να συνεχίσουν τον Αξώτη ο Νίκος και η Εύη, παρότι δεν την ήξεραν τη δουλειά. Πάνω από τη φωτιά την έμαθαν και σταδιακά απέκτησαν το δικό τους κοινό. «Το ακούς το τηλέφωνο που χτυπάει συνέχεια; Βάζω μπαμπάκια για να μην το ακούω, έτσι κάνει όλη μέρα, μου κλείνουν τραπέζια μέχρι την Κυριακή των Βαΐων», θα μου πει ο Νίκος. Τώρα πια βοηθάει και η τέταρτη γενιά εκεί, τα παιδιά τους. Δεν θέλουν να ξανοίγονται κι έτσι κάνουν μετρημένα πράγματα, όλα τους σπιτικά, σαν την τυροκαυτερή και το δυνατό, έντονα σκορδάτο τζατζίκι που τα φτιάχνει εκείνη. Εκείνος βάζει κάρβουνα για να ψήσει άψογα ψιλοκομμένο αρνίσιο παιδάκι, έχουν και κοτόπουλο και πρόβατο.
Σερβίρουν τα κλασικά της καλής παλιάς ταβέρνας, χόρτα και φάβα, φέτα (την κάνουν και ψητή), πλάθουν και μπιφτέκια μοσχαρίσια αλλά και προβατίνας, ενώ οι πατάτες τους είναι στο τοπ 5 μου: είναι κομμένες σε πολύ λεπτές λωρίδες, τραγανές, χωρίς περιττή λαδίλα, έτσι δοσμένες που θα τις τσιμπάτε και με το χέρι – κι ας λέει ό,τι θέλει το savoir vivre. Και παρότι είμαι αυτή που προσπαθεί να πατήσει φρένο στα τραπέζια όταν αρχίζουν αυτά τα «βάλε δύο πατάτες, δύο ή τρεις;» στις παραγγελίες, στον Αξώτη προτείνω να πάρετε μπόλικες για να σας φτάσουν. Όσο για τις τιμές, έχουν μείνει ξεχασμένες σε άλλη εποχή.

Παπαρσένη 15, Πολύγωνο, 2106459130