Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Άρτα το 1916 και πέθανε στην Αθήνα το 2009.
Παλιά δεν τα πουλούσα εύκολα τα έργα. Δεν ήθελα να τα αποχωρίζομαι. Είχα όμως οικονομική στενότητα και δεν γινόταν να μην πουλάω. Έτσι το πήρα απόφαση, να ξεκόβω όταν έφευγαν από το εργαστήριό μου. Τώρα αν ξέρω τον κάτοχο ενός πίνακά μου, ρωτάω καμιά φορά αν θέλει βερνίκωμα. Θέλω να μάθω πώς είναι η υγεία του...
Η γενιά του '30 είχε ζήσει τι θα πει πόλεμος. Έτσι υπήρχε η δίψα για ζωή και καινούργια πράγματα. Μετά τις καταστροφές και τις δυστυχίες, υπάρχει κοσμογονία. Τότε, ήταν απολύτως φυσικό να έχεις αναζητήσεις και να προσπαθείς να κατακτήσεις τον νέο παρέα με τους συνομηλίκους σου.
Ήμασταν ένα. Μια οικογένεια. Υπήρχε ντομπροσύνη. Τότε δεν είχε τόση σημασία για έναν καλλιτέχνη να τον αναγνωρίσουν και να του πουν καλά λόγια. Σημασία είχε να πετύχει αυτό που είχε στο μυαλό του. Καλλιτέχνες, μια παρέα.
Μέχρι τα 17 μου που έκανα εγχείρηση αμυγδαλών, αρρώσταινα συχνά. Είχα μάθει να διαβάζω και με 40 πυρετό. Έτσι, ξεκοκκάλισα τους Γάλλους κλασικούς και όχι μόνο. Τότε γράφαμε κιόλας γράμματα. Υπήρχαν οι επιστολές ερωτικού ή φιλικού χαρακτήρα. Τώρα υπάρχει το κινητό όπου όλοι γράφουν μηνύματα. Βέβαια είναι άλλο πράγμα η επιστολή, ο γραφικός χαρακτήρας, το χαρτί.
Κάποτε ο λαός είχε γούστο. Είχε τη δική του αισθητική. Το καταλαβαίνεις από την αρχιτεκτονική και τις φορεσιές κάθε περιοχής. Μετά ήρθαν τα ευρωπαϊκά ήθη και τα ισοπέδωσαν όλα. Άνθρωποι, όπως ο Κωνσταντινίδης, έβλεπαν την ομορφιά και το μεράκι και ήθελαν να τα διατηρήσουν. Να κρατήσουν το καλό και να πάνε παρακάτω. Δυστυχώς, ακόμα και κάποιοι μορφωμένοι Έλληνες έχουν ξιπασιά και θέλουν να μιμούνται. Βάλτε και τη μανία για το χρήμα. Ιδού το αποτέλεσμα: Κάτι κακοχτισμένες μεζονέτες που ασχημαίνουν τον τόπο.
Και το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ "Γιάννης Μόραλης"
σε σκηνοθεσία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου.
*Τα λόγια του ζωγράφου προέρχονται από μία απ τις μετρημένες στα δάχτυλα συνεντεύξεις που έδωσε ποτέ στη ζωή του, στην Καθημερινή/Μαργαρίτα Πουρναρα, ένα χρόνο πριν το θάνατό του.