Μπαίνω τρέχοντας στο μεγάλο εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης 'Mediterranean Cosmos' όπου είναι το ραντεβού μας, και ψάχνω αγωνιωδώς το βιβλιοπωλείο Ιανός. Προφανώς έχω μπει από λάθος είσοδο και χάνομαι εντελώς. Προσπερνώ το ένα μαγαζί μετά το άλλο και ο χάρτης και οι οδηγίες που μου δίνουν με μπερδεύουν ακόμα περισσότερο. Πώς πάω στη μωβ περιοχή, σε ποιον όροφο είναι και πώς ενώνεται με την κίτρινη και την κόκκινη;
Αυτό το εικονικό κέντρο πόλης στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, μακριά απ' το παραδοσιακό κέντρο της Τσιμισκή και της Μητροπόλεως είναι και το πρώτο θέμα της κουβέντας μου με τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Γιώργο Σκαμπαρδώνη, όταν κάποτε τον βρίσκω. (Δώσαμε ραντεβού στα ανατολικά, γιατί κι οι δύο μένουμε σχετικά κοντά.)
H Θεσσαλονίκη είναι μία βάση, δεν είναι ένας βιότοπος όπου ζούμε εμείς αιχμάλωτοι. Είναι μία πόλη που σου δίνει πάρα πολλά, αρκεί να μην ταυτιστείς με την μπαγιάτικη πλευρά της.
Αν και ταυτισμένος με το κέντρο, εκεί που όλα συμβαίνουν σε χρόνο κινηματογραφικό, ο Σκαμπαρδώνης μένει εδώ και χρόνια στο 751, στην πλαγιά του Πανοράματος. "Αν και πλέον κέντρο", λέει, "θεωρείται το εκτός της πόλεως. Εκτός έχει μεταφερθεί το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Συνεπώς η Θεσσαλονίκη έχει γίνει πολυκεντρική, και σ' ένα βαθμό δεν ξέρουμε και ποια είναι η αναφορά μας..."
Επιχειρούμε να καθίσουμε σε ένα καφέ κοντά στον Ιανό, αλλά έχει πολύ βαβούρα. Τη βγάζουμε μια στο πεζούλι. Μου λέει: "Αν είχα χρήματα, στο κέντρο θα θελα να 'χω ένα εξοχικό, στην Τσιμισκή, ώστε όταν οι βότκες είναι υπερβολικές, να μην αναγκάζομαι να φεύγω από το κέντρο για να γυρίσω στο σπίτι. Πάντως γενικά, και παρ' ό,τι συντηρεί κάποιο κόσμο, το κέντρο έχει παρακμάσει. Εδώ και χρόνια, έχει μετατεθεί πέριξ της πόλης, στο Πανόραμα, την Θέρμη, εδώ στο Cosmos. Νομίζω ότι η πόλη μεταβάλλεται αενάως και επεκτείνεται αναπόφευκτα προς την Χαλκιδική - ήδη έχει σχεδόν ενωθεί με τη Χαλκιδική."
Μιας και πολλά έχουν ειπωθεί για τα καλά της Δημαρχίας του Μπουτάρη, του ζητάω να μου πει τα αρνητικά. Εντοπίζει το βασικότερο πρόβλημα στις δυνάμεις ματαίωσης και αναστολής οποιαδήποτε πρωτοβουλίας: στα συνδικαλιστικά, στις ομάδες που θίγονται και αντιδρούν. Δεν υπάρχει περίπτωση, λέει, κάποιος να πάει να κάνει κάτι και να μην τον ματαιώσουν. Θες να κάνεις την παραλία, τον περιφερειακό, την υποθαλάσσια; Την ίδια στιγμή αναφύονται ομάδες ανθρώπων που αντιδρούν. "Είναι μία παράδοση της πόλης αυτή, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά μας. Και μπορεί ο Μπουτάρης να έχει αλλάξει όντως τον αέρα της πόλης, να το παλεύει δυνατά, και πολλές φορές να τα καταφέρνει, αλλά λόγω γνωστών εμποδίων, θέλει καιρό για να φανεί το τι πετυχαίνει η Δημαρχία του."
Τον ρωτάω γιατί δεν 'μετανάστευσε' ποτέ στην Αθήνα όπως πολλοί Θεσσαλονικείς του πολιτιστικού χώρου. "Δεν έχω λόγο να το κάνω αυτό. Φυσικά υπήρχαν πολλές προκλήσεις για χρήματα, δημόσιες σχέσεις, ή για "διαρκή παρουσία στα πράγματα". Ήμουνα εναντίον αυτής της αντίληψης γιατί προτιμώ την μοναχικότητα, θέλω να είμαι με τους ανθρώπους που αγαπώ, με τους φίλους μου. Νομίζω ότι η Θεσσαλονίκη μου αρκεί, εφόσον – τηρουμένων των αναλογιών- στον Παπαδιαμάντη άρκεσε μία Σκιάθος, στον Καβάφη άρκεσε μια Αλέξάνδρεια. Νομίζω ότι καλύπτει οποιονδήποτε έναν συγγραφέα μία πόλη που έχει την ιστορία της Θεσσαλονίκης, που είναι 2500 ετών, με 1,5 εκατομμύριο κατοίκους...
Στην περιφέρεια έχεις μια εικόνα κόσμου, έχεις τη φύση, τα ζώα, ανθρώπους που πάσχουν, που μιλάνε σε άλλους ανθρώπους - ενώ σε μια πόλη οι άνθρωποι δεν μιλάνε μεταξύ τους εύκολα, σπάνια εξομολογείται ο διπλανός σε μια πολυκατοικία τι του συμβαίνει.
Έπειτα, δεν είμαστε καμιά περίκλειστη πόλη όπως η Αλβανία του Χότζα: μπορείς να ταξιδέψεις ανά πάσα στιγμή οπουδήποτε. Πας τάχιστα με το αυτοκίνητο στην Κωνσταντινούπολη, στην Καβάλα, στη Σόφια, στην Αθήνα, στη Βενετία, στο Μιλάνο να πας να δεις μια όπερα, στην Πράγα... Με το δε ίντερνετ πας όπου θες. Επομένως, η Θεσσαλονίκη είναι μία βάση, δεν είναι ένας βιότοπος όπου ζούμε εμείς αιχμάλωτοι. Είναι μία πόλη που σου δίνει πάρα πολλά, αρκεί να μην ταυτιστείς με την μπαγιάτικη πλευρά της."
Τον ρωτάω τι τον κάνει να παίρνει το αυτοκίνητο και να πηγαίνει προς το γύρω άγνωστο και εξηγεί πως επειδή ψάχνει πιο πολύ τη λογοτεχνία στην περιφέρεια, ταξιδεύει συνειδητά πολλές φορές σε μέρη της Μακεδονίας, σε χωριά, σε πόλεις, σε φίλους και από εκεί αντλεί έμπνευση: "Στην περιφέρεια έχεις μια εικόνα κόσμου, έχεις τη φύση, τα ζώα, ανθρώπους που πάσχουν, που μιλάνε σε άλλους ανθρώπους - ενώ σε μια πόλη οι άνθρωποι δεν μιλάνε μεταξύ τους εύκολα, σπάνια εξομολογείται ο διπλανός σε μια πολυκατοικία τι του συμβαίνει. Στην περιφέρεια, στα καφενεία, οι άνθρωποι που θα συναντήσεις, έχουν να πουν και μια εξαιρετική ιστορία ο καθένας, χωρίς να το συνειδητοποιούν!, να σου αφηγηθούν μια περιπέτεια απολύτως αδιανόητη. Θα ακούσεις μια καινούργια λέξη, μια φράση φοβερή, θα δεις μια εικόνα."
"Πολλές φορές" συμπληρώνει, "όταν κάθομαι στο δωμάτιο δεν μπορώ να γράψω τίποτα. Όταν βγαίνω και οδηγώ με το αυτοκίνητο κλαίω πολλές φορές, βλέπω μια εικόνα και μου τρέχουν δάκρυα! Ή συναντώ μια κατάσταση κάπου και αμέσως εκρήγνυται η έμπνευση. Η περιφέρεια περιέχει την αφήγηση. Η αφήγηση μέσα στο κέντρο υπάρχει μεν, αλλά είναι εγκλωβισμένη μέσα στους ανθρώπους, οι οποίοι σπανιότατα τη μεταγγίζουν στους άλλους. Ο τόπος προσφέρεται, διαθέτει τόσες πολλές κρυμμένες ιστορίες, άπειρες, και τόσες πολλές εμπνεύσεις που φωλιάζουν σε σπίτια και στους ανθρώπους, που πρέπει κανείς να βγει να τις κυνηγήσει, να στήσει παγίδες."
Αναρωτιέμαι αν πέρα απ' την περιφέρεια σας εμπνέει καμιά φορά και το εξωτερικό κι ο Γ. Σκαμπαρδώνης δεν το αρνείται. Το εξωτερικό, λέει, είναι απαραίτητο μία δύο φορές το χρόνο για να βρίσκουμε τα μπόσικα, τα όρια, τις διαστάσεις μας. Αλλιώς πιστεύει ότι αρχίζεις και ζεις μια αυταπάτη μεγαλείου ή από την άλλη ένα είδος αυτομεμψίας (ότι εμείς είμαστε επαρχιώτες, είμαστε ασήμαντοι). Και στο εξωτερικό μπορείς να βρεις ένα είδος λαϊκισμού, φρικαλέο μάλιστα, και στην τηλεόραση τους, στη Γερμανία, στη Γαλλία, αλλά να βρεις και ανθρώπους με υψηλή οξύνοια, με τρυφερότητα, με ευγένεια, με γνώση.
Μου αφηγείται ένα περιστατικό, στο οποίο φίλος του συνάντησε μία παρέα Ιταλών στην Κρήτη, οι οποίοι μάλιστα ήταν γιατροί στη Ρώμη, και οι οποίοι αγνοούσαν ακόμα και το όνομα Παζολίνι. Άρα, τονίζει, το θέμα δεν είναι πού ζεις, αλλά εσύ τι βλέπεις και τι προσπαθείς να δεις. Κάποιος που ζει στη Λάρισα ή σε ένα χωριό των Σερρών και μέσα από το ίντερνετ παρακολουθεί τι γίνεται στη Νέα Υόρκη, μπορεί να είναι πολύ πιο ενημερωμένος από κάποιον που ζει downtown στο Μανχάταν και δεν παρακολουθεί τίποτα. "Άρα, έχουμε φτάσει σε μια αποεδαφοποίηση και αποχρονοποίηση της πληροφορίας. Όλα προσφέρονται και δεν προσφέρονται, είναι θέμα βούλησης το να είσαι ή να μην είσαι μέσα, δεν είναι θέμα περιοχής. Έχουν ακυρωθεί αυτά τα πράγματα..."
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Σκαμπαρδώνη, είναι ο Νοέμβριος, η συλλογή διηγημάτων που βγήκε φέτος απ' τις εκδόσεις Πατάκη. Πώς όμως ξέρει ότι μια συλλογή είναι έτοιμη για κυκλοφορία και σταματάει να γράφει άλλα διηγήματα;
"Μια συλλογή διηγημάτων δεν είναι μια συναγωγή τυχαίων κειμένων ατάκτως εριμμένων" μου εξηγεί. "Όλα υπακούουν σε μία εσωτερική λογική, ώστε να υπάρχει ένας βαθύτερος συνεκτικός ιστός, να υπάρχει προσανατολισμός και κύμανση συναισθημάτων. Στη μετάβαση από το ένα διήγημα στο άλλο οι αντιστροφές και οι αντιστίξεις και οι αντανακλάσεις μεταξύ τους συγκροτούν ένα κόσμο, που έχει μια βαθύτερη ενότητα. Όταν μαζεύω έναν αριθμό διηγημάτων, τα τοποθετώ έτσι ώστε να δημιουργείται ένα μικρό σύμπαν.
Δεν θα έβαζα ποτέ διήγημα που θα κλωτσούσε, που δε θα βιδωνόταν σωστά στη συλλογή. Και σε αυτό είμαι πάρα πολύ αυστηρός γιατί βλέπω και δίσκους που βγαίνουνε και συλλογές διηγημάτων όπου ο καθένας ό,τι έγραψε κατά καιρούς το βάζει. Αυτό δεν είναι συλλογή, παρά ασύμβατα κείμενα τα οποία γροθοκοπιούνται μεταξύ τους αισθητικά, ή το ένα είναι πάρα πολύ καλό και το άλλο πολύ χάλια.
Δεν έχω καμία αγωνία να βγάλω βιβλίο, ποτέ. Θέλω να αισθανθώ την πληρότητα, τον ίλιγγο της πληρότητας, θέλω μέσα μου αυτό να λέει κάτι, να έχει μία ολοκλήρωση καταρχήν και να κομίζει κάτι καινούργιο, ένα άλλο αεράκι, μια άλλη αίσθηση. Αλλά όπως είπα και πριν να έχει και μία βαθύτερη συγκολλητική ουσία."
Και στον 'Νοέμβριο' ποια θα λέγατε ότι είναι η συγκολλητική ουσία;
Ο Νοέμβριος έχει πολλά επίπεδα που συμπλέκονται, συνειδητά. Είναι κείμενα της οδύνης, κείμενα της βίας, όπως και κείμενα της ευαρέσκειας, κείμενα που ευφραίνουν τον αναγνώστη. Επίσης, υπάρχουν εμπνεύσεις αντλημένες από κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, από την αρχαιότητα και το Μέγα Αλέξανδρο, μέχρι τον Μακεδονικό Αγώνα, τον Εμφύλιο Πόλεμο, την Κατοχή και ακόμα και το lifestyle. Έχει κείμενα αλληλοαντανακλώμενα, τα οποία δημιουργούν μία ελλειπτική διαδρομή μέσα στον Ελληνισμό - πράγματα που υπάρχουν ως μνήμες μέσα μας, που ορίζουν και τη δική μου όραση. Όπως τώρα που η Αμφίπολη ξαφνικά φωτίζει όλο τον Ελληνισμό αλλιώς -ένα εύρημα αναδύεται από τη γη και μας κάνει να δούμε τον εαυτό μας και τον περίγυρό μας με διαφορετικό τρόπο-, το ίδιο γίνεται και στη Λογοτεχνία.
Είχαμε ξαναβρεθεί για συνέντευξη πριν από αρκετά χρόνια, και αυτό που μου έμεινε πιο πολύ απ' τη συζήτησή μας στο καφέ του Βασιλικού Θεάτρου ήταν κάτι που είχε πει σχετικά με τα υλικά ενός πετυχημένου διηγήματος. Αντιγράφω την προ πενταετίας απάντησή του: "Χρειάζεται κάτι ριζικό, να υπάρχει έμπνευση, να υπάρχει η άνωθεν επίσκεψις, το αστραποβόλημα που ερεθίζει το μυαλό σου και το μέσα σου. Χρειάζεται η στόχευση, η πυρηνική πύκνωση, ο εσωτερικός ρυθμός και η ευθυβολία. Το διήγημα είναι ένα είδος ποιήματος σε πεζό. Η κυτταρική δομή του πρέπει να είναι πυκνή και εκρηκτική, οι αδυναμίες που ίσως συγχωρούνται στα μυθιστορήματα εδώ δεν συγχωρούνται. Το διήγημα είναι σαν να πυροβολείς με κοντόκαννη καραμπίνα - από κοντά! "
Του θυμίζω, στο περίπου, τη φράση, και μου λέει πως το διαφορετικό με τα διηγήματα είναι πως δεν υπάρχει η ευχέρεια του χρόνου για να κερδίσεις τον αναγνώστη. Ή σε βρίσκει κατάσταυρα, ή αποτυγχάνει εντελώς. Το διήγημα, με άλλα λόγια, μπορεί να περιέχει ολοκλήρωση και είναι πάρα πολύ ισχυρό: είναι σαν μαχαιριά, κι η μαχαιριά δεν παίρνεται πίσω.
Επίσης θυμάμαι πως σε εκείνη τη συνάντηση μού είχε αποκαλύψει πως θα γινόταν στην ΕΡΤ τηλεοπτική σειρά το Ουζερί Τσιτσάνης, που είχε φτιάξει γράψει ο ίδιος και ως μυθιστόρημα και ως θεατρικό έργο. Δεν τον ρωτάω αν έγινε, άλλωστε η ΕΡΤ ανήκει στο παρελθόν. Μου αποκαλύπτει κάτι καινούργιο αυτή τη φορά, ίσως και ακόμα καλύτερο. Τώρα που μιλάμε το Ουζερί Τσιτσάνης ετοιμάζεται να γίνει κινηματογραφική ταινία, από τον Μανούσο Μανουσάκη.
Αφού επί χρόνια η ιδέα ταλαιπωρήθηκε στην ΕΡΤ και σε άλλα κανάλια -5 φορές είχε πάρει την έγκριση και τελικά άλλαζαν τα πράγματα, έκλεινε η ΕΡΤ, άλλαζαν διοίκηση τα κανάλια, και υπέστη μια μεγάλη ταλαιπωρία ο Μανουσάκης-, τελικά αποφάσισε να το κάνει ταινία. Μαθαίνω ότι ο Μανουσάκης έχει ήδη έρθει στη Θεσσαλονίκη, έχει κάνει ρεπεράζ, και ετοιμάζεται να ξεκινήσει σύντομα. Θα το γυρίσει στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλες πόλεις, και ο Σκαμπαρδώνης αυτή τη φορά δεν συμμετείχε καθόλου στο σενάριο...
"Επειδή είχα γράψει ήδη το θεατρικό έργο και είχα γράψει ένα άλλο σενάριο για το Τσιτσάνη, τώρα πια είναι πέρα από το όριο μου να ξαναγράψω κάτι και ήταν καλό να το γράψουν άλλοι άνθρωποι, με φρέσκια ματιά, να αναλάβουν αυτό τον μόχθο... Δεν θα ζητήσω να το δω για να το εγκρίνω", λέει. "Ποτέ δεν ζητάω από συνεργάτες να εγκρίνω κάτι. Νομίζω ότι αυτό το έργο θα είναι απόλυτα του Μ. Μανουσάκη, ο οποίος έχει την ευθύνη και την έμπνευση και θα το κάνει όπως θέλει αυτός. Θα προβάλλει μια δική του εκδοχή, με έμπνευση από το βιβλίο, δεν θα υπάρχει μια μηχανιστική αναπαραγωγή."
(Μια περίληψη του Ουζερί Τσιτσάνης: Θεσσαλονίκη, πρώτο τρίμηνο του '43. Κατοχή, αντίσταση, εβραϊκά γκέτο. Κατασκοπία, ένας κυνηγημένος έρωτας, ΕΑΜ, ταγματασφαλίτες, μουλωχτοί σκοτωμοί, πείνα, εξωφρενικά γλέντια. Μάχη του Στάλιγκραντ, κρίσιμη καμπή του πολέμου. Απ' τον παλιό Σταθμό Θεσσαλονίκης ξεκινούν τα πρώτα τρένα για το Άουσβιτς. Το "Ουζερί Τσιτσάνης", Παύλου Μελά 22 δουλεύει στο κέντρο της κατεχόμενης πόλης, στο μάτι του κυκλώνα. Κι ο Βασίλης Τσιτσάνης, 28 χρονών τότε, μέσα σ' όλον αυτόν τον εφιάλτη, ίσως κι εξαιτίας του, συνθέτει τα καλύτερα τραγούδια του. Γράφει: "Όποιος γεννιέται μερακλής, δεν ξέρει τι να κάνει".)
Πρέπει να ξαναοργανωθεί σε νέες βάσεις και παραμέτρους η εθνική παραγωγή, μέσα στο πλαίσιο μίας λογικότητας, φυσικά πάντα μαζί με τους συμμάχους και με τις αγορές. Αυτό όμως δεν βλέπω να γίνεται γιατί υπάρχει μια κρατικοδίαιτη αντίληψη στον κόσμο, μια τάση πάλι να διοριστούμε, μια τάση πάλι να τη βολέψουμε, πάλι να μας σβήσουν τα χρέη. Πρέπει να γίνουμε θεληματικά αυστηροί με τον εαυτό μας, όχι να έρθει άνωθεν η αυστηρότητα.
Τι βρήκατε συναρπαστικό στην Θεσσαλονίκη του 1943;
Είναι η μαγεία του ζόφου: ο ζόφος και το κακό είναι πάντα γοητευτικά. Νομίζω η λογοτεχνία δεν μπορεί να αναφέρεται σε ένα μικροαστό που ζει μια ευθύγραμμη ζωή και ένα ήπιο βίο: ψάχνει να βρει τα μεγάλα τέρατα αλλά και το μεγαλείο και τη θεϊκότητα του ανθρώπου. Η εποχή αυτή είναι μυθιστορηματικά ιδανική γιατί υπάρχει η ναζιστική κατοχή και από την άλλη υπάρχει η μεγάλη δημιουργία του Βασίλη του Τσιτσάνη. Υπάρχει ο αφανισμός των Εβραίων και από την άλλη υπάρχει το μεγαλείο της Αντίστασης. Είναι μια εποχή όπου ο θάνατος καραδοκεί αλλά συνυπάρχει με την υπερηφάνεια και τη δημιουργία.
Συζητάμε και για τη σημερινή εποχή, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη πόλωση και οξύτητα. Λίγο πριν βρεθούμε τα κόμματα αλληλοεκτόξευαν κατηγορίες, μιλούσαν για δωροδοκίες βουλευτών για να βγει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για συκοφάντες, οι έβλεπαν ανθρωπιστική κρίση γύρω τους, οι δε το αντίθετο... Είναι ένα ένα άθλημα ο διχασμός, μου λέει, στο οποίο έχουμε πανάρχαιες επιδόσεις - και κάθε τόσο επαληθεύουμε ότι καταγόμαστε από τους αρχαίους Έλληνες δια του διχασμού:
"Αυτή είναι μια απόδειξη της συνέχειας για όποιον την αμφισβητεί... Σκεφτείτε και ότι πριν από 10 χρόνια όλοι μιλούσαν εναντίον του δικομματισμού και τώρα τον ξαναθέλουν. Νομίζω ότι το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι το μεταπολιτευτικό μοντέλο είναι ιδιοτελές: ελάχιστοι εκκινούν από την ιδεολογία. Οι περισσότεροι εκκινούν από συμφέροντα, περιμένοντας να τους σβήσουν τα χρέη όπως περίμεναν κάποτε να πάρουν εκατομμύρια μέσα σε μία μέρα από το χρηματιστήριο. Η αυταπάτη κερδίζει, όταν παλεύει με τη σύνεση και τη λογική. Είμαστε αεί παίδες, αυτό που λένε όταν ο άλλος δεί ένα αγγουράκι, τρέχει αμέσως να φέρει αλατιέρα... Δεν ξέρω που θα πάει αυτό το πράγμα. Η κρίση δεν βελτιώνει τους ανθρώπους: τους αποθηριώνει, τους αποχαλινώνει. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης, καμία σύνεση και συναίνεση καμία ενότητα, μόνο κοκορομαχίες, διχασμοί, ύβρεις. Γενικά, νομίζω ότι η Ελλάδα, έχει καλλιεργήσει ένα μοντέλο ανθρώπου που είναι βαθύτατα συντηρητικό με προοδευτική ρητορική, δηλαδή είναι ας πούμε ένα σχιζοειδές μοντέλο, ιδιοτελές, το οποίο επικρίνει τις δομές του καπιταλισμού, ή το κατεστημένο, αλλά μέσα του είναι βαθύτατα αντιδραστικό , άσχετο με την επίφαση της προοδευτικής ρητορικής του."
Τι θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα καλύτερα σε πρακτικό και οικονομικό επίπεδο;
Σε πρακτικό επίπεδο, αν ξαναγεννιόταν ο Μάνος Χατζιδάκις θα βοηθούσε, αλλά αυτό είναι κάπως απίθανο.
Σε οικονομικό, αν δεν επιτευχθεί σε κάποια στιγμή η λεγόμενη εθνική παραγωγή, ώστε να υπάρξει οικονομική αυτοτέλεια, πάντα θα έχουμε τα ίδια προβλήματα. Πρέπει να ξαναοργανωθεί σε νέες βάσεις και παραμέτρους η εθνική παραγωγή, μέσα στο πλαίσιο μίας λογικότητας, φυσικά πάντα μαζί με τους συμμάχους και με τις αγορές. Αυτό όμως δεν βλέπω να γίνεται γιατί υπάρχει μια κρατικοδίαιτη αντίληψη στον κόσμο, μια τάση πάλι να διοριστούμε, μια τάση πάλι να τη βολέψουμε, πάλι να μας σβήσουν τα χρέη. Πρέπει να γίνουμε θεληματικά αυστηροί με τον εαυτό μας, όχι να έρθει άνωθεν η αυστηρότητα. Όμως η αυστηρότητα νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό διδάσκεται, και στην Ελλάδα συμβαίνει το ανάποδο. Κανείς δεν τιμωρείται συνήθως, όλα είναι χαλαρά και όλοι ζητάνε δικαίωση από τους άλλους ή ρίχνουνε το κακό πάντα στους άλλους. Αυτό είναι επίσης ένα άλλο μόνιμο χαρακτηριστικό μας, αυτό που λέει ο Φρόυντ η ''προβολή'': εμείς έχουμε δικαίωμα να αποτύχουμε όταν ρισκάρουμε, αλλά οι εχθροί μας, ή οι πολιτικοί δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αποτύχουν.
Η συνέντευξη έχει σχεδόν τελειώσει, αλλά δεν αντέχω να μη τον ρωτήσω και για τα δημοσιογραφικά.
Έχει δουλέψει ως δημοσιογράφος για 32 χρόνια και τώρα έχει κάνει τα χαρτιά του για σύνταξη. Συνεργάζεται ωστόσο με τη 'Μακεδονία της Κυριακής'. Περιόρισε, μου λέει, τη δημοσιογραφία σε ένα άρθρο κάθε Κυριακή γιατί προτιμά να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, να ταξιδεύει στις πόλεις ψάχνοντας να βρει υλικό, να οσμίζεται τον περίγυρο, να βρίσκει όλο εκείνο το ορυκτό, που θα τροφοδοτήσει τη δική του τέχνη.
Όμως καθώς τα λέει αυτά, εγώ μπροστά μου βλέπω έναν δημοσιογράφο. Έναν ρεπόρτερ που ταξιδεύει στις πόλεις, ψάχνοντας υλικό και παίρνοντας στην ουσία συνεντεύξεις... Του λέω πως ίσως παραμένει ένας ερευνητικός δημοσιογράφος κατά βάθος, με άπειρο λογοτεχνικό ταλέντο στη συγγραφή.
"Τα 32 χρόνια στη δημοσιογραφία μου δίδαξαν τεχνικές που τις εφαρμόζω και στη λογοτεχνία", λέει μετά από λίγη σκέψη. "Και το ότι βγαίνω και ψάχνω τα θέματα στο δρόμο σαν το κακό σκυλί, αλλά και το ότι ανέπτυξα μια πυρετική, εντατική όραση παρατήρησης. Η παρατήρηση είναι το άλλο προσόν της δημοσιογραφίας: το μάτι σου γίνεται κατασκοπικό, δεν αφήνει τίποτα όρθιο, εξετάζει τα πάντα, ελέγχει τα πάντα ώσπου να βρει αυτό που πρέπει... Η δημοσιογραφία είναι πολύ μεγάλο σχολείο και αυτό φαίνεται και από τους πανεπιστημιακούς που έχουν συνεργαστεί με εφημερίδες, μαθαίνουν να γράφουν σωστά, σε ένα συγκεκριμένο εμβαδόν και σε ένα ορισμένο πλαίσιο. Οι άνθρωποι που είχαν μια συνομιλία με την δημοσιογραφία, έχουν πλέον καλύτερη αντίληψη του καίριου, του σύντομου, του ευθύβολου και του αισθήματος των ορίων.''
σχόλια