ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990, η Ντέμι Μουρ εκπροσωπούσε το είδος εκείνο της κινηματογραφικής σταρ που οι εξω-κινηματογραφικές της δραστηριότητές της έκαναν περισσότερα πρωτοσέλιδα από ό,τι οι ερμηνείες της στην οθόνη. Αποτελούσε το ήμισυ ενός διάσημου «power couple» (μαζί με τον Μπρους Γουίλις), πόζαρε γυμνή ενώ ήταν έγκυος στο εξώφυλλο του Vanity Fair και προκάλεσε κι έναν πόλεμο πλειστηριασμών μεταξύ των παραγωγών των ταινιών Striptease και G.I. Jane, με αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί εκείνη την εποχή ως η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός στο Χόλιγουντ. Η φήμη της, σε αντιδιαστολή με κάποιες από τις πιο αδιάφορες ταινίες της, την είχαν μετατρέψει σε εύκολο στόχο. Όπως σαρκαστικά είχε γράψει τότε ο κριτικός κινηματογράφου του New Yorker, Άντονι Λέιν: «Ποιο είναι το νόημα της Ντέμι Μουρ;».
Τρεις δεκαετίες αργότερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Από τότε που η ταινία The Substance της σεναριογράφου-σκηνοθέτριας Κοραλί Φαρζά έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών τον περασμένο Μάιο, η Μουρ, πρωταγωνίστρια στην ταινία, έχει εδραιώσει τη θέση της ως σοβαρή υποψήφια για τα σημαντικά κινηματογραφικά βραβεία της χρονιάς για πρώτη φορά στην καριέρα της. Η 62χρονη ηθοποιός κέρδισε την πρώτη της Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στον ρόλο της Ελίζαμπεθ, μιας σταρ που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της καθώς εισέρχεται στην έκτη δεκαετία της ζωής της. Η Ντέμι Μουρ βιώνει αυτές τις μέρες την κλασική αφήγηση της θριαμβευτικής επιστροφής: η βετεράνος του Χόλιγουντ υπενθυμίζει στο κοινό ότι είχε υποτιμήσει το ταλέντο της εξαρχής.
Ο φόβος, όχι η ματαιοδοξία, είναι αυτό που κινητοποιεί κάθε γυναίκα: η απώλεια της διασημότητας σημαίνει απώλεια του αυτοσεβασμού. «Δεν είναι τόσο αυτό που μας πιέζουν οι άλλοι να κάνουμε», δήλωσε η Μουρ σχετικά με το The Substance σε μια πρόσφατη συνέντευξή της. «Είναι αυτό που κάνουμε εμείς οι ίδιες στους εαυτούς μας».
Η Ντέμι Μουρ είναι μόνο μία από τις ηθοποιούς που «επιστρέφουν» θριαμβευτικά στη φετινή σεζόν των κινηματογραφικών βραβείων, και μάλιστα με ρόλους που εξερευνούν πόσο γρήγορα η βιομηχανία του θεάματος μπορεί να μετατρέψει τις γυναίκες σε «πρώην». Στην ταινία The Last Showgirl που σκηνοθέτησε η Τζία Κόπολα, η 57χρονη Πάμελα Άντερσον υποδύεται τη Σέλι, μια χορεύτρια του Λας Βέγκας, η οποία πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι είναι πλέον αναλώσιμη όταν η παράσταση στην οποία συμμετείχε για δεκαετίες πρόκειται να κατεβάσει ρολά. Καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, η Σέλι επιμένει στην αξία της, απηχώντας την πορεία της ίδιας της ηθοποιού ως κάποια που η δουλειά της δεν ελήφθη ποτέ σοβαρά υπόψη. Εν τω μεταξύ, στην ταινία Maria του Πάμπλο Λαρέν, η 49χρονη Αντζελίνα Τζολί υποδύεται την Μαρία Κάλλας στις τελευταίες μέρες της, καθώς παλεύει να αποκαταστήσει τη φωνή της και να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της. Η Τζολί, όπως και η Κάλλας, έχει κατά καιρούς γίνει το κεντρικό πρόσωπο των ταμπλόιντ πολύ περισσότερο για την προσωπική της ζωή παρά τα καλλιτεχνικά της εγχειρήματα.
Η Ελίζαμπεθ, η Σέλι, η Μαρία – όλες τους γυναίκες που δεν μπορούν να αντισταθούν στο εκτυφλωτικό φως της δημοσιότητας παρά τη σκληρότητά του. Οι ταινίες στις οποίες αποτελούν το κεντρικό πρόσωπο εξερευνούν το πραγματικό τίμημα της φήμης, και το πώς το πεδίο που επέλεξαν μετατρέπει τη νεότητα σε εθισμό. Ταινίες όπως το «Όλα για την Εύα», «Ο θάνατος σου πάει πολύ» και «Η Λεωφόρος της Δύσης» έχουν αποδείξει εδώ και καιρό την ισχύ μιας τέτοιας θεματικής.
Το Substance, το The Last Showgirl και η Maria όμως προωθούν το ζήτημα ακόμα παραπέρα, καταδεικνύοντας πώς αυτή η ισόβια αναζήτηση της ομορφιάς είναι επίσης μια πράξη διαρκούς αυταπάτης. Ο φόβος, όχι η ματαιοδοξία, είναι αυτό που κινητοποιεί κάθε γυναίκα: η απώλεια της διασημότητας σημαίνει απώλεια του αυτοσεβασμού. «Δεν είναι τόσο αυτό που μας πιέζουν οι άλλοι να κάνουμε», δήλωσε η Μουρ σχετικά με το The Substance σε μια πρόσφατη συνέντευξή της. «Είναι αυτό που κάνουμε εμείς οι ίδιες στους εαυτούς μας».
Οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν αυτούς τους χαρακτήρες έχουν όλες επιστρέψει στο προσκήνιο αγκαλιάζοντας την ηλικία τους, με αποτέλεσμα την αναγέννηση της καριέρας τους. Αυτή όμως η επανεκτίμηση με την στάμπα του «comeback» μπορεί να είναι δίκοπο μαχαίρι. Από τις τρεις ταινίες, το The Substance είναι εκείνη που καθορίζει με μεγαλύτερη σαφήνεια αυτή την ένταση. Η προσπάθεια να διατηρηθεί πάση θυσία μια νεανική γοητεία, είναι ακαταμάχητη όσο και εξωφρενική. Μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας δεν περιλαμβάνει καθόλου τα στοιχεία του ακραίου σωματικού τρόμου που χαρακτηρίζουν το The Substance εν γένει. Παρακολουθούμε απλώς την Ελίζαμπεθ να ετοιμάζεται επιμελώς για ένα ραντεβού, μόνο και μόνο για να τα παρατήσει όλα μόλις αντικρύσει την αντανάκλασή της στο χερούλι μιας πόρτας.
Οι πρωταγωνίστριες στο The Last Showgirl και στη Maria δεν μπορούν να ξεπεράσουν την εμμονή τους στη φήμη που απολάμβαναν όταν ήταν νεότερες. Όσο περισσότερο αυτές οι γυναίκες προσπαθούν να καταλάβουν ποιες είναι πέρα από το επάγγελμά τους, τόσο περισσότερο επιστρέφουν στις παλιές τους συνήθειες. Και οι τρεις ταινίες υποδηλώνουν επίσης ότι οι πρωταγωνίστριές τους βρίσκουν τις διεστραμμένες πράξεις τους συναρπαστικές με κάποιο τρόπο. Η Μαρία κρύβει τα χάπια της από το προσωπικό του σπιτιού της με τη χαρά ενός παιδιού που κρύβει τις καραμέλες του. Η Σέλι, σε αντίθεση με την Ελίζαμπεθ, καταφέρνει τελικά να βγει ραντεβού με τον διευθυντή σκηνής της παράστασής της. «Φαίνομαι ωραία;» τον ρωτάει, χαμογελώντας πλατιά όταν εκείνος απαντά καταφατικά. Και όταν η Ελίζαμπεθ πηγαίνει να πάρει άλλη μια δόση από την μυστηριώδη ουσία που την μεταμορφώνει στη νεανική εκδοχή της, συμπεριφέρεται σαν να πραγματοποιεί ληστεία, βαδίζοντας συνωμοτικά τοίχο-τοίχο στα σοκάκια και ρίχνοντας καχύποπτες ματιές στους περαστικούς. Η διατήρηση των προσχημάτων, με άλλα λόγια, προσφέρει μια έκρηξη αδρεναλίνης που δικαιολογεί το ατελείωτο κυνήγι της τελειότητας και της καταξίωσης. «Το να είσαι καλλιτέχνης είναι μοναχικό, αλλά αν είσαι παθιασμένος μ’ αυτό», λέει η Σέλι, «αξίζει τον κόπο».
Με στοιχεία από The Atlantic