H πρώτη μου επαφή με το θάνατο κοντινού μου ανθρώπου ήταν όταν πέθανε η γιαγιά μου η Έλλη. Ήμουν γύρω στα 15, και βλέποντας τους γύρω μου να κλαίνε και να μοιρολογούν, αισθανόμουν περίεργα. Εμένα γιατί δεν μου ερχόταν να κλάψω;
Την ίδια περίοδο, αρκούσε μια ταινία στην τηλεόραση όπου τελικά στο τέλος, με αμερικάνικο τρόπο θα νικούσε ο καλός Άι Βασίλης (ή οτιδήποτε σαχλό/λυπητερό) για να δακρύσω - και να το χαρώ.
Μεγαλώνοντας διαπίστωσα ότι είναι μια κακώς εννοούμενη άμυνα. Ήθελα να έχω τον έλεγχο, να προστατεύω τον εαυτό μου και τα συναισθήματά μου, να τα ελέγχω (καταπιέζοντάς τα προφανώς). Και μόνο όταν δεν με αφορούσε κάτι προσωπικά, πχ. μόνο με την ταινία Beaches, το τέλος του Τιτανικού ή ένα μυθιστόρημα, άφηνα τον εαυτό μου, παρατούσα τον έλεγχο, νιώθοντας ασφαλής. Έκλαιγα τάχα για τον ήρωα που πεθαίνει στην τηλεόραση, αλλά στην πραγματικότητα έκλαιγα για τα διάφορα δικά μου.
Μεγάλο λάθος φυσικά, που είχε μεγάλο αντίκτυπο (γενικότερα η καταπίεση συναισθημάτων, και καλών και κακών) στον ψυχισμό μου. Μόνο όταν διόρθωσα το λάθος -με κόπο και βοήθεια- ησύχασα.
Όχι ότι δεν μ' αρέσει να συγκινούμαι και με τον πόνο (ή τη χαρά) των άλλων.
Λάτρεψα το παρακάτω βιντεάκι, στο οποίο ένα κοριτσάκι κλαίει για ένα μωρό πιγκουινάκι το οποίο έχασε τους γονείς του στην ταινία Chipmunks Adventure.
Όταν τους βρίσκει όμως, έκλαιγα κι εγώ.
σχόλια