Είναι γνωστό πως η Θεσσαλονίκη πρωτοπόρησε σε ό,τι αφορά στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός της χώρας φτιάχτηκε εδώ, κι εδώ έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού σήματος, πολλά χρόνια πριν ξεκινήσει η τηλεόραση στην Αθήνα.
Τη δεκαετία του '80 όμως, κι ενώ μεγαλώσαμε έχοντας μόνο δύο κανάλια στην τηλεόραση (την ΕΡΤ1 και την ΥΕΝΕΔ -αργότερα ΕΡΤ2), κάτι συναρπαστικό συνέβη μια μέρα στην πόλη.
Γυρνούσα απ' το σχολείο όταν οι κάτοικοι της πολυκατοικίας μας είχαν βγει στα μπαλκόνια και φώναζαν ο ένας στον άλλον: «Το έπιασες το αγγλικό;» «Έχει και ρώσικο, αν πας στα VHF!» «Μου είπαν ότι το γερμανικό παίζει και τσόντες!». Μπαίνοντας σπίτι, είδα τον μπαμπά μου να ψάχνει τις συχνότητες της τηλεόρασης - κάτι που μέχρι τότε ήταν μάλλον άχρηστο. Κι όμως τώρα, αποθήκευε, το ένα μετά το άλλο, νέα πολύχρωμα ξενόγλωσσα κανάλια! Με βίντεοκλίπ, ξένες ταινίες, περίεργες διαφημίσεις, αστείες εκπομπές.
Ανήκουστες εικόνες σοφτ πορνό, ατελείωτες ώρες με τα βίντεοκλίπ της εποχής, ειδήσεις από άλλο γαλαξία: Η δορυφορική έσκασε σα βόμβα στα παρθένα μάτια μας
Η δορυφορική του (τότε Δημάρχου Θεσσαλονίκης) Σωτήρη Κούβελα, ήταν παράνομη, αλλά υπέροχη. Αποτελούνταν στην αρχή από τέσσερα πέντε κανάλια, κι εγώ άρχισα να βλέπω φανατικά δύο απ' αυτά: Το Super Channel και το SKY που είχαν κάθε μέρα τα καινούργια τραγούδια, εκπομπές με τα τσαρτς και ζωντανές εμφανίσεις τραγουδιστών. Τότε που το ίντερνετ ήταν ακόμα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, τα πολλά νέα κανάλια ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό μπορούσα να ζητήσω.
Αρκετούς μήνες αργότερα, παρόμοια επανάσταση με αυτήν του τότε Δημάρχου Θεσσαλονίκης έκανε και ο Αθηναίος Μιλτιάδης Έβερτ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έγινε έξαλλος και η ΕΡΤ έβαλε κι αυτή δορυφορικά κανάλια («χαρισμένα στον λαό απ' το ΠΑΣΟΚ») και μέχρι να φτάσουμε στο 1989 που έγινε τελικά η δίκη που περιγράφεται παρακάτω, ο παλιός ασπρόμαυρος κόσμος της σχεδόν μηδενικής ποικιλίας είχε επιτέλους πεθάνει...
Τα πρώτα λεπτά της λειτουργίας του SUPER CHANNEL
Η δίκη των «κεραιών» – ή πώς η Θεσσαλονίκη έφερε την ελεύθερη τηλεόραση στην Ελλάδα
(Της
Στην υπόθεση C- 260/89 (ΕΡΤ κ. Δήμου Θεσσαλονίκης) το Δικαστήριο της τότε ΕΟΚ (ΔΕΚ), κατόπιν υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, έκρινε ότι η ύπαρξη νομοθετικά κατοχυρωμένου κρατικού μονοπωλίου στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης δεν είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο στις εξής περιπτώσεις: α. όταν ο τρόπος λειτουργίας και οργάνωσης του (κρατικού) μονοπωλιακού φορέα μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις σε βάρος των εκπομπών και τηλεοπτικών προγραμμάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, κάτι που αποτελεί νόθευση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών της ΕOK ή β. όταν διαπιστώνεται κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης κατά παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού. Απόκλιση από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και τον ελεύθερο ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό δικαιολογείται από τη Συνθήκη μόνον εφόσον οι περιορισμοί εξυπηρετούν λόγους δημοσίου συμφέροντος. Σημαντική ήταν η κρίση του δικαστηρίου ότι η ερμηνεία και εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος, εφόσον τα κράτη το επικαλούνται για την επιβολή περιορισμών, πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εν προκειμένω λαμβανομένης υπ' όψει της ελευθερίας της έκφρασης, όπως κατοχυρώνεται από τις γενικές αρχές και την ΕΣΔΑ.
Ιστορικό
Η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ως ανώνυμη εταιρεία ιδρύθηκε με το νόμο 1730/1987, στον οποίο κατοχυρωνόταν νομοθετικά για πολλοστή φορά το αποκλειστικό της προνόμιο για κάθε σχετική με τη ραδιοτηλεόραση δραστηριότητα. Αυτό σήμαινε στην πράξη πως μόνο η ΕΡΤ επιτρεπόταν να εκπέμπει ραδιοτηλεοπτικό σήμα στην ελληνική επικράτεια και να εγκαθιστά ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς σταθμούς, και το προνόμιο αυτό μπορούσε να το εκμεταλλεύεται επιχειρηματικά με τη μορφή παροχής αδειών εκπομπής σε τρίτους. Το καλοκαίρι του 1989 ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Σωτήρης Κούβελας, χωρίς την προηγούμενη αδειοδότηση της ΕΡΤ, εγκατέστησε κεραίες και τον απαραίτητο εξοπλισμό για την εκπομπή τηλεοπτικού σήματος, τα οποία ωστόσο κατεδαφίστηκαν κατόπιν αστυνομικής επέμβασης. Το περιστατικό αυτό πυροδότησε τη λεγόμενη «δίκη της κεραίας» η οποία έφτασε στο ΔΕΚ, που κλήθηκε να απαντήσει στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος εάν το καθεστώς του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού μονοπωλίου ήταν συμβατό ή όχι με πλείονες πτυχές του κοινοτικού δικαίου.
Τα ερωτήματα που τέθηκαν ενώπιον του ΔΕΕ
Τα ερωτήματα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προς το ΔΕΚ κινήθηκαν σε τρεις βασικά άξονες:
Ζητήθηκε από το ΔΕΚ να εξετάσει αν καθαυτή η ύπαρξη μονοπωλίου στον τομέα της τηλεόρασης, μέσω της παραχώρησης από το κράτος αποκλειστικών δικαιωμάτων εκπομπής και λειτουργίας σταθμών σε μια μόνη επιχείρηση, είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο.
Δεύτερον, το ΔΕΚ κλήθηκε να απαντήσει αν το μονοπωλιακό αυτό καθεστώς εν πάση περιπτώσει αντιβαίνει στον σκληρό πυρήνα του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και τους κανόνες περί ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού.
Τέλος, το ΔΕΚ ερωτήθηκε αν η μονοπωλιακή αυτή κατάσταση αντιβαίνει στους κοινωνικούς σκοπούς της Ένωσης και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς κι αν τα σχετικά κείμενα παράγουν αυτοτελώς υποχρεώσεις για τα κράτη-μέλη.
To τηλεπαιχνίδι-στριπτίζ Tutti Frutti, που παιζόταν νύχτες στο RTL
Συμβατότητα ραδιοτηλεοπτικού μονοπωλίου με το κοινοτικό δίκαιο
Απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, το ΔΕΚ, επικαλούμενο και παλαιότερη νομολογία, έκρινε πως τίποτε στη Συνθήκη δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξαιρούν τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές από τις διατάξεις για την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και τον ελεύθερο ανταγωνισμό παραχωρώντας μονοπωλιακά δικαιώματα, εφόσον υπάρχουν λόγοι δημοσίου- αλλά όχι οικονομικής φύσεως- συμφέροντος που να το δικαιολογούν. Το Δικαστήριο σε αυτό το σημείο της απόφασης δεν ασχολήθηκε με το επί της ουσίας ερώτημα, ενόψει της φύσης και των σκοπών που εκπληρώνει η ραδιοτηλεόραση, του πώς μπορεί να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος, ώστε ένα κράτος να μπορεί να επιβάλει μονοπωλιακό καθεστώς στον εν λόγω τομέα. Σε σχέση με το συλλογισμό αυτό του Δικαστηρίου μπορεί να επισημανθεί ότι μόνος ο διαχωρισμός του οικονομικού συμφέροντος από την ευρύτερη έννοια του δημοσίου συμφέροντος δεν προσφέρει επαρκείς εγγυήσεις, που να διασφαλίζουν ότι το κράτος δεν θα επικαλείται την έννοια του δημοσίου (αλλ' όχι οικονομικού) συμφέροντος για την παράκαμψη των κανόνων για τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Το ΔΕΚ δίστασε ακόμη και να προσδιορίσει ερμηνευτικά τα άκρα όρια της νεφελώδους έννοιας του «δημοσίου συμφέροντος» που θα δικαιολογούσε την επιβολή περιορισμών στο ραδιοτηλεοπτικό τομέα. Εάν η δίκη αυτή διεξαγόταν σήμερα, που η Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει καταστεί πηγή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προστατεύει ρητά στο άρθρο 11 αυτής την ελευθερία γνώμης μαζί με την ελευθερία για τη λήψη και μετάδοση πληροφοριών, το Δικαστήριο θα είχε την υποχρέωση να εξετάσει σε μεγαλύτερο βάθος πώς ένα ραδιοτηλεοπτικό μονοπώλιο κατ' αρχήν μπορεί να είναι συμβατό με την ελευθερία των ΜΜΕ και τον σεβασμό στην πολυφωνία .
Συμβατότητα ραδιοτηλεοπτικού μονοπωλίου με την ελευθερία παροχής υπηρεσίων και τον ελεύθερο ανταγωνισμό
Το ΔΕΚ περιορίσθηκε να κρίνει τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας για την παροχή μονοπωλίου στην ΕΡΤ με το κοινοτικό δίκαιο με βάση τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς. Έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι είναι επιτρεπτή κατ' αρχήν η επιβολή κρατικού μονοπωλίου, εν τούτοις μια τέτοια ρύθμιση θα μπορούσενα αντιβαίνει εκ του αποτελέσματος στις διατάξεις για την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν:
από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών προκύπτει πως οι προερχόμενες από άλλα κράτη μέλη εκπομπές υφίστανται δυσμενή διάκριση και
δεν έχουν προβλεφθεί επαρκείς εγγυήσεις, ώστε να μη διαταραχθεί η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των εγχώριων εκπομπών και των προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη.
Απόκλιση από τα παραπάνω και εισαγωγή δυσμενών διακρίσεων σύμφωνα με το ΔΕΚ μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον γίνει επίκληση δημοσίου συμφέροντος, τονίζοντας ότι η ερμηνεία του πρέπει να γίνεται στενά και να αφορά αποκλειστικά λόγους δημοσίας τάξεως, ασφάλειας και υγείας. Η ΕΡΤ ΑΕ από την πλευρά της είχε επικαλεσθεί τεχνικές δυσκολίες και την ύπαρξη περιορισμένου αριθμού διαύλων. Το ΔΕΚ, με την παραπάνω στενή ερμηνεία περί δημοσίου συμφέροντος, απέρριψε το επιχείρημα της ΕΡΤ ΑΕ, δεδομένου μάλιστα ότι ούτε η ίδια η ΕΡΤ δεν χρησιμοποιούσε όλους τους διαύλους για τις ανάγκες της.
Στη συνέχεια, αναφερόμενο στους κανόνες περί ελεύθερου ανταγωνισμού, το ΔΕΚ εξέτασε εάν διά της παροχής μονοπωλίου στη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση προς την ΕΡΤ ΑΕ μπορεί να προκύψει κίνδυνος για καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ενώ κατ' αρχήν το ραδιοτηλεοπτικό μονοπώλιο καθαυτό δεν απαγορεύεται, αντιβαίνει προς την κοινοτική νομοθεσία η παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων μεταδόσεως και αναμεταδόσεως εκπομπών, κατά την περίπτωση που προκύπτει έστω και μόνον το ενδεχόμενο αυτά να οδηγήσουν εκ των πραγμάτων το μονοπωλιακό φορέα σε παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού. Η παραπάνω κρίση δεν αναιρείται ούτε και στην περίπτωση που η παροχή ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών θα μπορούσε να θεωρηθεί υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, καθ' όσον το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει ότι ακόμα και οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος και τα δημοσιονομικά μονοπώλια υπόκεινται στους κανόνες περί ανταγωνισμού, εκτός αν με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η εκπλήρωση των ιδιαίτερων σκοπών που τους έχουν ανατεθεί. Κάνει πάντως εντύπωση το γεγονός ότι το ΔΕΚ επιχείρησε, μόνο σε αυτό το σημείο και όχι ήδη από το πρώτο ερώτημα, να αντιδιαστείλει τον τομέα της ραδιοτηλεόρασης από τους άλλους τομείς υπηρεσιών. Ο λόγος είναι μάλλον προφανής: η ιδιαίτερη φύση της ραδιοτηλεόρασης εξαιτίας της μαζικότητας και του κοινωνικοπολιτικού της βάρους. Ενώ όμως διέγνωσε αυτά τα ιδιάζοντα σημεία, εν τούτος κατά τα λοιπά εξακολούθησε να μεταχειρίζεται το ραδιοτηλεοπτικό μονοπώλιο σαν κάθε άλλο μονοπώλιο. Σε κάθε περίπτωση τα έωλα επιχειρήματα της πλευράς της ΕΡΤ περί τεχνικών δυσκολιών που εμποδίζουν τη συνύπαρξη πλειόνων φορέων εκπομπής ραδιοτηλεοπτικού σήματος κατερρίφθησαν και η παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης από την Ελλάδα κρίθηκε υφιστάμενη.
Το SKY
Συμβατότητα ραδιοτηλεοπτικού μονοπωλίου με τους σκοπούς της Ένωσης και τα θεμελιώδη δικαιώματα
Στον τρίτο άξονα ανάλυσης, το Δικαστήριο εξέτασε αν παράγουν δεσμευτικό για τα κράτη αποτέλεσμα οι διατάξεις του προοιμίου και το άρθρο 2 της Συνθήκης που ορίζει τους σκοπούς της ΕΟΚ, μεταξύ των οποίων αναφέρονται η προοδευτική προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών, η δημιουργία κοινής αγοράς και η άνοδος της ποιότητας ζωής των πολιτών. Το ΔΕΚ κατέληξε να τους αποδώσει καθαρά διακηρυκτικό χαρακτήρα, αρνούμενο να εξαγάγει από αυτά οποιαδήποτε δεσμευτική ενέργεια για τα κράτη μέλη. Μάλιστα, ούτε καν τα χρησιμοποίησε ως κριτήριο για την συστηματική ερμηνεία των γενικών ρητρών που περιέχονται στο ίδιο το κοινοτικό δίκαιο (εν προκειμένω της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος το οποίο εμπεριέχεται και στην έννοια της «ιδιαίτερης αποστολής» που αναφέρεται στο άρθρο 90 Συνθήκης).
Η τελευταία και ίσως σημαντικότερη κρίση του Δικαστηρίου, με βάση το τρίτο ερώτημα αφορούσε στη συμβατότητα και δεσμευτική ενέργεια του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο αρχικά διαπίστωσε πως, κατά την πάγια νομολογία του, εφόσον μια εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα απαραίτητα ερμηνευτικά εργαλεία, ώστε να κρίνει αν η επίδικη ρύθμιση συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Σε αντίθεση με τη σχετική πρόταση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία η εξακρίβωση μιας τέτοιας συμβατότητας τίθεται εκτός πεδίου του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο έκανε ένα γενναίο βήμα, αποζημιώνοντας για την αρχική διστακτικότητα του, παραδεχόμενο ότι η συμβατότητα των νομοθετικά επιβαλλόμενων περιορισμών με το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον αυτοί συνεπάγονται περιορισμούς στα δικαιώματα των ιδιωτών, θα κριθεί υπό το πρίσμα των γενικών αρχών της ελευθερίας της έκφρασης και το σεβασμό στα αναγνωρισμένα και κατοχυρωμένα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως αυτά διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ(βλ. άρθρο 10).
Ποιος θυμάται τον Nino Firetto;
Σχόλιο
Έχουν περάσει πάνω από δύο δεκαετίες από την σχολιαζόμενη απόφαση. Σήμερα το κρατικό μονοπώλιο στο χώρο της ραδιοτηλεόρασης σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι αδιανόητο. Το τεχνικό υπόβαθρο επιτρέπει την παράλληλη λειτουργία δεκάδων σταθμών και καμία κοινωνική σκοπιμότητα δε μπορεί να δικαιολογήσει ένα τέτοιο κρατικό προνόμιο. Η τηλεόραση, τουλάχιστον πριν την διάδοση του διαδικτύου, ήταν το μέσο με τη μαζικότερη παρουσία και απήχηση και λόγω των προδιαγραφών του, μπορούσε να αποτελέσει το πεδίο άνθησης της «αγοράς των ιδεών»: δεκάδες κανάλια θα μπορούσαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την ικανοποίηση εκατομμυρίων τηλεθεατών αλλά και σε ένα επίπεδο παρακάτω, στο επίπεδο των συντελεστών και των εκπομπών και διαφόρων προγραμμάτων, να ανταγωνίζονται κι αυτοί μεταξύ τους για τη διεκδίκηση μεγαλύτερων ποσοστών, ανταποκρινόμενοι στα σήματα της αγοράς και τις απαιτήσεις του κοινού. Άλλωστε, η πολυεπίπεδη σύνδεση της τηλεόρασης με τον επιχειρηματικό χώρο, μέσω της χρηματοδότησης προγραμμάτων ή της προβολής διαφημίσεων καθιστά επιτακτική την ανάγκη το κράτος να έχει όσο το δυνατόν μικρότερη ανάμιξη σε αυτό το χώρο δραστηριοποίησης, καθώς η δυνατότητα δημιουργίας εξαρτήσεων, η καταχρηστική άσκηση της μονοπωλιακής θέσης προς όφελος όσων έχουν τις κατάλληλες διασυνδέσεις ή άλλου είδους σχέσεις και η ανάπτυξη δοσοληψιών μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια κοινωνικά και οικονομικά αναποτελεσματικών συμπεριφορών και διαφθοράς.
Γενικότερα μιλώντας, το Δικαστήριο με αυτήν την απόφαση πρόσθεσε ακόμα ένα κρίκο στην αλυσίδα αποφάσεων που ήθελαν τη σχέση μεταξύ κοινοτικού δικαίου και ΕΣΔΑ να βρίσκεται σε μια διαλεκτική φάση ζύμωσης με προοδευτικό στόχο την αφομοίωση των διατάξεων της τελευταίας από την πλευρά της τότε Κοινότητας, συμπληρώνοντας το κάδρο της νομικοπολιτικής προσέγγισης των κρατών της Ενωμένης Ευρώπης με ένα πλήρες σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της. Η απόφαση αυτή, μαζί με άλλες πυροδότησε τη συζήτηση για την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κατέληξε στην προσθήκη της παραγράφου 2 στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, αφού όμως έπρεπε να μεσολαβήσει σημαντικό χρονικό διάστημα.
σχόλια